FreeCinema

Follow us

THE MASTER (2012)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πολ Τόμας Άντερσον
  • ΚΑΣΤ: Χοακίν Φίνιξ, Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν, Έιμι Άνταμς, Ράμι Μάλεκ, Άμπιρ Τσάιλντερς
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 144’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πρώην ναύτης νυν τυχοδιώκτης, με σχετικά ταραγμένη ψυχοσύνθεση, γίνεται το «πειραματόζωο» για δήθεν φιλόσοφο – γιατρό, ο οποίος αναζητά τα ίχνη της πορείας της ανθρώπινης ψυχής που κουβαλάμε εσαεί.

Όταν κοιτάς από κοντά τα σκόρπια κομμάτια ενός μεγάλου puzzle, η αφηρημένη, ασαφής εικόνα του σε προκαλεί να λύσεις το «μυστήριο», να βάλεις τα πράγματα στη θέση τους, να δεις αυτό που «κρυβόταν» μπροστά στα ίδια σου τα μάτια. Όταν το συμπληρώσεις και η εικόνα παραμείνει αφηρημένη, μπορεί να έφταιγε ο καλλιτέχνης που σε ξεγέλασε. Αν απομακρύνεις το βλέμμα σου και αντιληφθείς, από απόσταση, πως το «έργο» μπορεί να απεικόνιζε, απλώς, μια… κουράδα (ακόμη και κυριολεκτικά), το φταίξιμο είναι δικό σου, επειδή ασχολήθηκες μαζί της.

Μια τέτοια περίπτωση είναι το «The Master» του Πολ Τόμας Άντερσον, ένα από τα χαϊδεμένα φιλμ της σεζόν, με διθυράμβους από την παγκόσμια κριτική, με controversial φεστιβαλική πορεία ανά τον κόσμο και ένα καλά στημένο, μαρκετίστικο buzz, που ήθελε το φιλμ να αναφέρεται στον Λ. Ρον Χάμπαρντ και τη γέννηση της Σαϊεντολογίας. Για να μη γελιόμαστε, εμπορικό προϊόν είναι και τούτο εδώ, θέλει τον τρόπο του για να πουληθεί, για να σταθεί σαν «διαφορετικό» και για να επιτρέψει σε κάποιους ανθρώπους να αναζητήσουν τα κρυφά, «πολύτιμα» νοήματά του. Δυστυχώς, για τον ταλαντούχο κύριο Άντερσον πρωτίστως, το «The Master» δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια αριστοτεχνικά κατασκευασμένη φούσκα, ενός από τους πλέον εγωκεντρικούς και εγωμανείς δημιουργούς στην Ιστορία του σινεμά.

Η καριέρα του Άντερσον ξεκίνησε δειλά (αλλά πολλά υποσχόμενα) με το «Hard Eight» (1996), εκτινάχτηκε με το «Boogie Nights» (1997) και αποθεώθηκε (δίκαια) με το «Magnolia» (1999). Η μεγαλομανία που ξεδιπλωνόταν σταδιακά μπροστά στα μάτια μας είχε, τότε, την τύχη να συμβαδίζει με μια καλή αίσθηση του τι εστί σενάριο, ιστορία και πλοκή. Ίσως να φταίνε τα… βατράχια, όμως, από εκεί κι έπειτα, η επαφή του με τη συνοχή των σελίδων πέρασε σε δεύτερη μοίρα και αυτό άρχισε να πληγώνει την επικοινωνία – επαφή του με το θεατή. Ο «δημιουργός» Άντερσον στηρίχτηκε αποκλειστικά στο στόμφο του μετιέ και εξασκήθηκε σε μια τεχνική… παραζάλης στο περιεχόμενο, για να δικαιολογήσει την αγάπη του προς το σινεμά των Γουέλς, Βίντορ, Καλατόζοφ και Αντονιόνι (για να μην επεκταθώ περισσότερο σε ένα μεγάλης γκάμας ανθολόγιο «αναφορών»), πάντα στο βωμό μιας anti-mainstream ταυτότητας.

Στο «The Master», η σπουδή στο μόνιμο μοτίβο του Άντερσον (σχέση protégé με πατρική φιγούρα – μέντορα) επαναλαμβάνεται δίχως εμβαθύνσεις στο παρελθόν αλλά και το φιλμικό παρόν των δύο κεντρικών χαρακτήρων, οι οποίοι κρέμονται ημιτελείς, σα μαριονέτες σε έναν εξαιρετικά στημένο διάκοσμο περιόδου (kudos στην καλλιτεχνική διεύθυνση και τα κοστούμια), χωρίς να μπορούν ν’ αποδείξουν οτιδήποτε υπαρξιακό. Η ταινία δεν πηγαίνει ποτέ πουθενά, δεν έχει συναίσθηση του πώς και με ποιο φινάλε θα ολοκληρώσει την «πορεία» της και ταυτίζεται περισσότερο με τη βόλτα με τη μηχανή του Χοακίν Φίνιξ στην έρημο: προορισμός το άγνωστο, σημείο επιστροφής – συνάντησης… το μηδέν.

Υπάρχουν στιγμές που προσπαθείς να αναγνώσεις το φιλμ σαν εγκεφαλική φάρσα. Όπως λέει και ο χαρακτήρας του Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν, άλλωστε, «το μυστικό είναι στο γέλιο»! Έλα, όμως, που το χιούμορ απουσιάζει ολοκληρωτικά, αφήνοντας την αφήγηση να τσουλάει κατατονικά και δυσβάσταχτα, υπό την «άκυρη» και πομπώδη χρήση ενός… μονάχα έξω από το φιλμ εύηχου, μινιμαλιστικού score (από τον Τζόνι Γκρίνγουντ) και με μπροστάρη τον… ανησυχητικά πειστικό ως διαταραγμένο Φίνιξ, τον οποίο ο Άντερσον εκθέτει ανεπανόρθωτα, μεγεθύνοντας τα πιο γκροτέσκα χαρακτηριστικά του σε επίπονα close-up και μετατρέποντας τον κορμό του σώματός του σε ένα «κέλυφος» που καμπουριάζει.

Μέγας κερδισμένος στο «The Master», ο Χόφμαν καλύπτει τα κενά… αέρος του ρόλου του με τη στιβαρή παρουσία του αψεγάδιαστου επαγγελματία, που υποστηρίζει αυτό το οποίο κάνει, κι ας μην καταλαβαίνει τι πρέπει να υπερασπιστεί στην τελική! Η ταινία συνοψίζεται χαρακτηριστικά στη σκηνή μιας δεξίωσης προς τιμήν του ψευδοφιλόσοφου αυτού, ο οποίος θα δεχτεί τη λεκτική επίθεση ενός αμφισβητία του έργου του, για ν’ ακολουθήσει ένας διάλογος όπου και οι δύο πλευρές αποδεικνύουν πως δεν έχουν επιχειρήματα, δε γνωρίζουν την αλήθεια και θα ερίζουν φωνασκώντας… για πάντα. Κάπως σαν τους οπαδούς του Άντερσον, απέναντι στους haters – ειδικά αυτού του φιλμ: άκρη δε θα βγει ποτέ.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Το κοινό του «καλλιτεχνικού» σινεμά βρίσκεται ήδη σε στάδια αυθυποβολής και λατρείας του φιλμ, πριν καν το δει. Αυτοί δεν πιάνονται. Και δε θα μπουν και ποτέ στον κόπο να εξηγήσουν και σ’ εμάς, τους ταπεινούς υπόλοιπους, ΓΙΑΤΙ έχει λόγο ύπαρξης το «The Master». Ο μέσος θεατής θα υποφέρει.


MORE REVIEWS

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.

ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΞΑ

Η ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία Lancia θέλει να κερδίσει πάση θυσία το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι του 1983, όμως, το μοντέλο της 037 υστερεί σημαντικά έναντι της τετρακίνητης γερμανικής τεχνολογίας του Audi Quattro. Ο εκτελεστικός της Διευθυντής, Τσέζαρε Φιόρι, έχει μερικές πονηρές ιδέες οι οποίες ενδεχομένως μπορούν ν’ αλλάξουν τη διαφαινόμενη πορεία των πραγμάτων. Εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα.