Η ΝΟΝΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ (2020)
(LA DARONNE)
- ΕΙΔΟΣ: Κομεντί Παρανομίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζαν-Πολ Σαλομέ
- ΚΑΣΤ: Ιζαμπέλ Ιπέρ, Ιπολίτ Ζιραρντό, Ιρίς Μπρι, Ρασίντ Γκελάζ, Νάτζα Νγκουγέν, Λιλιάν Ροβέρ, Μουράντ Μπουνταούντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Διερμηνέας του τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών της Αστυνομίας οικειοποιείται μεγάλη παρτίδα «χόρτου», το οποίο εν συνεχεία διοχετεύει στην παριζιάνικη αγορά, καταφέρνοντας να λύσει κατ’ αυτόν τον τρόπο το οικονομικό της πρόβλημα. Το εμπόριο ναρκωτικών, όμως, δεν είναι παίξε-γέλασε. Ή μήπως είναι;
Δεν φαίνεται να διάγει λαμπρές ημέρες η αμιγώς γαλλική καριέρα της Ιζαμπέλ Ιπέρ (τουλάχιστον κρίνοντας από το δείγμα της φιλμογραφίας της που έχει βρει διανομή στις ντόπιες αίθουσες), το γεγονός αυτό όμως ουδόλως έχει επηρεάσει τη φήμη της, αφού σταθερά αντιμετωπίζεται ως η σπουδαία ηθοποιός του ευρωπαϊκού κινηματογράφου που προσδίδει αίγλη με την παρουσία της στις ταινίες και όχι ως κάποια μεγάλη (#diplhs) μεν, που εσχάτως παίζει σε ό,τι να ‘ναι (όπως συμβαίνει, λόγου χάρη, με σπουδαίους συναδέλφους της από την άλλη μεριά του Ατλαντικού). Τούτη «Η Νονά της Νύχτας» απέχει από το να μπορεί να χαρακτηριστεί φιάσκο ολκής, όπως ήταν εκείνο το «Σουβενίρ» (2016) ή η «Κυρία Χάιντ» (2018), αλλά εν πολλοίς σκοντάφτει στην αναποφασιστικότητά της ανάμεσα στη σοβαρή διάθεση και τη χαβαλεδιάρικη σάτιρα.
Η Ιπέρ υποδύεται την Πασιάνς, μια χήρα με δύο έφηβες κόρες και τον μακαρίτη σύζυγό της να της έχει αφήσει βουνό από χρέη, στα οποία έστω με ζόρια καταφέρνει ν’ ανταπεξέρχεται. Όταν συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί πια να πληρώνει τον πανάκριβο οίκο ευγηρίας που φιλοξενεί τη μητέρα της, προ του κινδύνου να την πετάξουν έξω, αποφασίζει ν’ αρπάξει από τα μαλλιά την ευκαιρία που παρουσιάζεται εμπρός της. Χρησιμοποιεί τις από πρώτο χέρι πληροφορίες που καθημερινά λαμβάνει στην εργασία της, ώστε αφενός να σώσει από το μπουζούριασμα το γιο της ευγενικής νοσηλεύτριας που φροντίζει τη μάνα της και αφετέρου να καβατζώσει το… good stuff, που για χάρη της μαροκινής Μαφίας ο νεαρός μεταφέρει στα Παρίσια, σκοπεύοντας να πετύχει μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Μεταμορφωμένη στην μυστήρια αραβικής καταγωγής μαντάμ Μπεν Μπαρκά, βρίσκει άκρες αρχίζοντας να σπρώχνει το κλεμμένο πράμα στην πιάτσα, μαζεύοντας έτσι όλο το χαρτί της χαρμανιασμένης αγοράς. Όταν, όμως, οι dealers της γίνονται (ευλόγως) στόχος έρευνας του Τμήματος της Δίωξης Ναρκωτικών, με τον αρχηγό του οποίου βρίσκεται σε μια πλατωνικού τύπου αισθηματική σχέση, η φάση ολισθαίνει προς την επικινδυνότητα. Χώρια που οι Μαροκινοί δεν θα κάτσουν με σταυρωμένα χέρια, αφού ενάμισης τόνος χασισάκι μυρωδάτο δεν είναι για να σου γλιστράει από τα χέρια έτσι απλά.
Το στόρι θυμίζει έντονα την αμερικανική τηλεοπτική σειρά «Weeds», όμως, εκείνη κατά τους πρώτους (τουλάχιστον) κύκλους της ήταν μια απολαυστική σάτιρα της «αθώας» επαρχίας, σε συνδυασμό με τον κόσμο της μαστούρας και της παρανομίας. Σε ό,τι αφορά τα κινηματογραφικά, το αγγλικό φιλμ «Του Θεού το Χόρτο» (2000), επίσης στέκει ως σημείο αναφοράς, με τη διαφορά πως κατά τα αγγλικά συνήθη, η ταινία διατηρούσε έντονα στοιχεία ηθογραφίας και κυνικού πνεύματος, ύφος από το οποίο τούτη η «Νονά» σθεναρά απέχει. Το φιλμ του σκηνοθέτη Ζαν-Πολ Σαλομέ επιχειρεί να συνδυάσει την κωμική σάτιρα με το θρίλερ εγκλήματος και το αισθηματικό δράμα, το κάνει όμως μ’ έναν άτσαλο και σεναριακά ασύνδετο τρόπο. Έτσι, ως προς το πρώτο σκέλος, το εγχείρημα συχνά φλερτάρει με την μπαλαφάρα (η σε slow motion εμφάνιση της μαντάμ Μπεν Μπαρκά υπό τους ήχους τρελού beat, εκεί παραπέμπει), ως προς το δεύτερο είναι άνευρο και αποσπασματικό (οι σκληροί Μαροκινοί, μάλλον κακοί της πλάκας είναι), ενώ ως προς το τρίτο καταφεύγει σε λύσεις που στερούνται οποιασδήποτε πειστικότητας, όσο κι αν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί πως η αληθινή αγάπη τυφλώνει (για το ρομαντικό κομμάτι της ταινίας ειδικότερα, υπάρχει ο… άχαστος όρος «αμερικανιά», αν και τούτο εδώ τυγχάνει γαλλικό, οπότε θεωρείται «ψαγμένο»!).
Εκεί που η ταινία πετυχαίνει το στόχο της είναι στη σκιαγράφηση της ενδόμυχης επιθυμίας της Πασιάνς να ζήσει έξω από τα καλούπια που η ορθότητα επιβάλει, καθώς το πέρασμά της στην άλλη πλευρά του Νόμου γίνεται με τρόπο αβίαστο, ως απόρροια της οικονομικής της ανάγκης. Επιδεικνύει αυτοπεποίθηση και ευρηματικότητα ως μαντάμ Μπεν Μπαρκά η αραβόφωνη διερμηνέας, ισορροπώντας την ίδια ώρα με χάρη στην εξ ορισμού αντικρουόμενη διπλή ζωή της. Προσωπικά, όμως, θεωρώ πως ο Σαλομέ θα έπρεπε να επιδείξει μια πιο τολμηρή campy προσέγγιση (η υποπλοκή με την Κινέζα σπιτονοικοκυρά της Πασιάνς, στέκει ως μεγάλη χαμένη ευκαιρία), την οποία άλλωστε η πρωταγωνίστριά του έχει δείξει (και δείχνει εκ νέου, όσο το επιτρέπει το σενάριο) πως μπορεί να υπηρετήσει με άνεση. Αντ’ αυτού, το γυρίζει συχνά-πυκνά στα ενδοσκοπικού τύπου σοβαρά αισθηματικά και στη σχέση ετοιμοθάνατης μάνας και κόρης, ενώ την ίδια ώρα οι μάγκες της πιάτσας του Παρισιού προσπαθούν εναγωνίως να σπρώξουν το «ριγανάτο» και να πιάσουν μια για πάντα την καλή. Αν, δηλαδή, λες πως είσαι «Η Νονά της Νύχτας», με ποιο απ’ όλα αυτά θα ασχολιόσουν περισσότερο;