FreeCinema

Follow us

ΞΕΡΑ ΧΟΡΤΑ (2023)

(KURU OTLAR ÜSTÜNE)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν
  • ΚΑΣΤ: Ντενίζ Τζελίλογλου, Μουσάμπ Εκιτζί, Μερβέ Ντιζντάρ, Ετζέ Μπαγκτζί, Γιουκσέλ Ακσού
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 197'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE

Σε απομακρυσμένο χωριό της Ανατολίας, δυο δάσκαλοι κατηγορούνται για ανάρμοστη συμπεριφορά έναντι μαθητριών τους. Η αισθηματικού τύπου συναναστροφή τους με συναδέλφισσα γειτονικού σχολείου περιπλέκει τις σχέσεις τους.

Τα «Ξερά Χόρτα» μοιάζουν να ξεκινούν από εκεί που τέλειωνε η «Άγρια Αχλαδιά» (2018). Στο προηγούμενο φιλμ του Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν, ο πρωταγωνιστής του μελαγχολούσε στην προοπτική να σταλεί ως δάσκαλος σε απομακρυσμένη περιοχή της Ανατολίας, γεγονός που σχεδόν θα έβαζε ταφόπλακα στις καλλιτεχνικές του ανησυχίες. Σε τούτο, ο βασικός του ήρωας, Σεμέτ, είναι δάσκαλος καλλιτεχνικών που έχει βαλτώσει σε χωριό κάπου στις κουρδικές περιοχές της χώρας, προσμένοντας με ανυπομονησία την ευκταία μετάθεσή του για την Ιστανμπούλ. Δεν πρόκειται για sequel (αν και θα μπορούσε), όμως, η σύνδεση είναι προφανής. Όπως προφανής είναι και η επανάληψη των ίδιων κι απαράλλαχτων προβληματισμών από πλευράς του Τούρκου auteur, σταθερά πια απλωμένων σε ταινίες… τρίωρης διάρκειας (εδώ σπάει τα κοντέρ, ξεπερνώντας με άνεση το σχετικό ορόσημο), ωσάν να πρόκειται για επικές υπερπαραγωγές.

Στην προκειμένη, ο λόγος του «ξεχειλώματος» είναι απλός. Ο Τζεϊλάν (μαζί με την μόνιμη συνεργάτιδα στη συγγραφή σεναρίων σύζυγό του, Εμπρού, και τον έτερο γραφιά του, Ακίν Ακσού), φαίνεται σαν να έγραψε δύο σενάρια για δύο διαφορετικές ταινίες, τα οποία αποφάσισε να ενώσει σε… σχεδόν πλήρη έκταση σε μία, αδιαφορώντας για τα προβλήματα συνοχής στην αφήγηση. Η πρώτη εκ των δύο «ιστοριών» θυμίζει «Το Κυνήγι» (2012) του Τόμας Βίντερμπεργκ, καθώς ο δάσκαλος Σεμέτ και ο συνάδελφος και φίλος του Κενάν πληροφορούνται πως υπάρχει εναντίον τους καταγγελία για τη συμπεριφορά τους εντός της σχολικής αίθουσας. Βέβαιοι πως πρόκειται για εκδικητική εναντίον τους κίνηση από «προστατευόμενη» μαθήτρια του Σεμέτ, η οποία εξαιτίας ερωτικού γράμματος που βρέθηκε στη κατοχή της ένιωσε προδομένη από την μετέπειτα συμπεριφορά του αγαπημένου της δασκάλου, επιχειρούν ν’ αντιληφθούν τι ακριβώς έχει γίνει, ώστε να μην μπλέξουν ακόμα χειρότερα στο άκρως συντηρητικό περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται.

Η εμφάνιση του χαρακτήρα της Νουράι απομακρύνει σταδιακά την αφήγηση από τα προβλήματα σχολικής συμπεριφοράς, δημιουργώντας ένα λανθάνων ερωτικό τρίγωνο, το οποίο ως καταστασιακό (από το μέσον της διάρκειας του φιλμ κι έπειτα) κυριαρχεί πλήρως. Η ανοιχτόμυαλη, ακτιβίστρια νεαρή δασκάλα αγγλικών, με την αναπηρία στο ένα της πόδι και την επαναστατική σκέψη, γοητεύει αμφότερους τους δύο φίλους και ιδιαίτερα τον Σεμέτ, ο οποίος δεν είχε αντιληφθεί εκ πρώτης όψεως το βαθύ της πνεύμα. Η επιδίωξη της συναναστροφής μαζί της, πέραν της ερωτικής έλξης την οποία ολοφάνερα νιώθει, μοιάζει ν’ ανοίγει γι’ αυτόν ένα παράθυρο πνευματικής (ακόμα και κυριολεκτικής) φυγής στους αστικούς τόπους που δικαιωματικά νιώθει πως του αξίζουν. Η ζήλεια και η ιδιοτέλεια, βέβαια, δεν αποτελούν τους καλύτερους συμβούλους…

Η σταδιακή μετάλλαξη του σινεμά του Τζεϊλάν, από φόρος τιμής στον Αντρέι Ταρκόφσκι σε… θεατρικής λογικής έργα με ακατάπαυστους, κοινωνικο-φιλοσοφικού τύπου διαλόγους, είχε φανεί από την εποχή του «Κάποτε στην Ανατολία» (2011). Εκεί, είχε καταφέρει να συνδυάσει «ποίηση» και «πολιτική ματιά» με τρόπο ισορροπημένο, αναδεικνύοντας τις ανισότητες της τουρκικής κοινωνίας, στήνοντας ένα αστυνομικού τύπου υπόβαθρο. Εν τούτοις, το κινηματογραφικό ταξίδι που ξεκίνησε με τον Χρυσό Φοίνικα της «Χειμερίας Νάρκης» (2014), με τούτο φτάνει αισίως στον τρίτο του σταθμό και την αιχμηρή λεπτομέρεια να είναι πως η… εννέα ωρών (συνολικά!) διαδρομή μοιάζει να είναι ίδια και απαράλλαχτη. Χιονισμένα τοπία, αίσθηση απομόνωσης, τάση ενδοσκόπησης, πνευματική υπεροχή, αγραμματοσύνη, αυταρέσκεια και απογοήτευση μέσω της σκιαγράφησης μιας κλειστής κοινωνίας αντιφάσεων, η οποία φαίνεται να λειτουργεί ως καθρέφτης ολόκληρης της χώρας. Οι πυκνότατοι διάλογοι υπογραμμίζουν τους σκηνοθετικούς προβληματισμούς, φλερτάροντας είτε με το καφκικό παράδοξο (στην περίπτωση του σχολικού επιθεωρητή), είτε με το καθαρόαιμα πολιτικό (στην περίπτωση του ατελείωτου διαλογικού ping pong ανάμεσα σε Σεμέτ και Νουράι, όπου και κρύβεται το ουσιαστικό ζουμί του φιλμ), λειτουργώντας αναμφίβολα ως άτυπο manifesto του ίδιου του σκηνοθέτη.

Στη σκηνή όπου οι δύο βασικοί ήρωες συζητούν διεξοδικά περί της ματαιότητας ή μη της αντίστασης, του κουρδικού, της Τέχνης και πολλών άλλων, ο Τζεϊλάν ρίχνει στο τραπέζι μια καινοτόμο για τη φιλμογραφία του ιδέα, που έχω τη βεβαιότητα πως θα συζητηθεί ως κάτι το… «ασύλληπτα εμπνευσμένο». Σε μια μπρεχτική, meta-κινηματογραφική σεκάνς, ο Σεμέτ ανοίγει την πόρτα και περιπλανιέται στο set των γυρισμάτων, προτού επιστρέψει στο δωμάτιο που τον περιμένει η Νουράι. «Ποιος ήρθε;», αναρωτήθηκα. Παραπλήσια στάση απορίας κράτησα και με το φινάλε, όπου ένα ξαφνικό και μειλίχιο voice-over σε καλοκαιρινό (πια) φόντο επιχειρεί να δώσει λύση στο (μυστήριο;) εκείνης της καταγγελίας, αιτιολογώντας εκατέρωθεν συμπεριφορές. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να συνδεθούν οι δύο ιστορίες, πόσω μάλλον μ’ έναν τόσο ξεκούδουνο και βεβιασμένο τρόπο. Θεωρώ πως θα ήταν καλύτερο για τον Τζεϊλάν να γυρίσει δύο διαφορετικές ταινίες, οι οποίες θα παρείχαν τις ίδιες ακριβώς δυνατότητες εξερεύνησης των προβληματισμών του. Πιθανότατα, όμως, σε μια τέτοια περίπτωση, να έχανε σε δυναμική «δημιουργού» που το έχει πανεύκολο να γυρίζει και… πεντάωρες άμα λάχει ταινίες, οι οποίες ναι μεν διατηρούν μια σαφή προοδευτικότητα ιδεών, εν τούτοις, κάνουν το σινεμά να μοιάζει με δοκίμιο. Δύο φορές ήταν εντάξει. Στην τρίτη, κάηκε ο Νούρι Μπιλγκέ Τζεϊλάν.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Οι πιστοί του Τούρκου auteur θα δουν ακριβώς αυτό που ξέρουν από τα δύο προηγούμενα (ειδικά) φιλμ του, σε μία ενδεχομένως πιο «mainstream» προσέγγιση εκ μέρους του, ειδικά στον τομέα του μοντάζ. Από εκεί κι ύστερα… είναι θέμα αντοχών και γενικότερης «φιλοσοφίας» του πράγματος. Εγώ ένιωσα πως δύο τρίωρα «θεραπευτικά» sessions είναι κάτι παραπάνω από αρκετά. Το τρίτο δεν ήταν καν απαραίτητο. Οι του εμπορικού, μην πάρουν το προαναφερθέν «mainstream» τοις μετρητοίς, διότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να δουν τα «Άγρια Χόρτα»… ανάποδα.


MORE REVIEWS

ΣΤΟΝ ΙΣΤΟ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Ο Καλέμπ, νεαρός κάτοικος του ελαφρώς γκετοποιημένου κτηριακού συγκροτήματος Les Arenes de Picasso, λίγο έξω από το Παρίσι, με αδυναμία στο να συλλέγει εξωτικά έντομα, φέρνει στο διαμέρισμά του μια σπάνια αράχνη άκρως επικίνδυνη και δηλητηριώδη, η οποία αναπαράγεται με απίστευτη ευκολία και ταχύτητα. Επίσης, τα τέκνα της… μεγαλώνουν αφύσικα!

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.