JIU JITSU (2020)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντιμίτρι Λογκοθέτις
- ΚΑΣΤ: Αλέν Μουσί, Νίκολας Κέιτζ, Φρανκ Γκρίλο, Τόνι Τζάα, Μαρί Αυγκερόπουλος, Έντι Στιπλς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 102'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Εξωγήινος εισβολέας καταφθάνει κάθε έξι χρόνια στη Γη με σκοπό να την καταστρέψει, εκτός κι αν ηττηθεί σε μάχη jiu jitsu από τον εκλεκτό που θα τολμήσει να τα βάλει μαζί του. Λόγος ανησυχίας ουδείς, όμως, μιας και έχουν γνώση οι συνετοί φύλακες…
Λίγο πριν τα μισά του φιλμ εμφανίζεται (επιτέλους) στην οθόνη ο Νίκολας Κέιτζ. Ζει μόνος κι έρημος σε κάτι σπηλιές, γνωρίζοντας κρυφές αλήθειες για το μυστήριο αιμοβόρο πλάσμα που αποκαλείται Μπραξ. Για κάποιον περίεργο λόγο, η κόκκινη κορδέλα που φορά στο μέτωπο, μαζί με την τρελή γυαλάδα που κουβαλάει στο μάτι, τον κάνουν να μοιάζει με διασταύρωση από Ντένις Χόπερ του «Αποκάλυψη Τώρα!» (1979) και Κρίστοφερ Γουόκεν του «Ελαφοκυνηγού» (1978)! Γνωρίζει τα πάντα για τις πολεμικές τέχνες και μιλά με λόγια σοφά και γρίφους ωσάν άλλος Master Yoda απο το «Star Wars», επιδεικνύοντας μεγάλο ταλέντο στις ψαγμένες one-liner ατάκες («Πάρε ανάσα. Το ‘χεις!»). Είναι έτοιμος να διδάξει τα μυστικά του jiu jitsu στον εκλεκτό Τζέικ, αντί όμως για τον Τζόελ Γκρέι (έστω) του «Ρέμο… Άοπλος και Επικίνδυνος» (1985), φέρνει περισσότερο σε Κρις Σφέτα και Σωτήρη Τζεβελέκο μαζί, από το «Ο Θείος μου ο Νίνζα» (1987). Σαν άλλος… Θανάσης Βέγγος, είναι έτοιμος να σε κοιτάξει στα μάτια και με απόγνωση να σε ρωτήσει: «Μήπως ξέρεις από jiu jitsu;». Εάν απαντήσεις καταφατικά, ετοιμάσου να ξεχάσεις κι αυτά που ήδη γνωρίζεις. Εάν δεν έχεις ιδέα από αυτό το πράγμα, μην περιμένεις να μάθεις κάτι παραπάνω εδώ. Περισσότερη τύχη θα έχεις εάν αποστηθίσεις τους στίχους του τραγουδιού εκείνου του Σάκη Μπουλά, που στο refrain του έλεγε πως… ξέρει ζίου ζίτσου η μαμά του Μήτσου. Το ‘χεις;
Νεαρός άνδρας, προσπαθώντας να διαφύγει από κάτι αόρατο που τον κυνηγάει, καταλήγει αιχμάλωτος σε αμερικανικό στρατόπεδο. Ανακρίνεται επίμονα από αυστηρή αξιωματικό για τους λόγους που έχει βρεθεί στην περιοχή, εκείνος όμως έχει χάσει τη μνήμη του και δεν δύναται να δώσει απαντήσεις. Σύντομα, οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις δέχονται επίθεση από ομάδα πολεμιστών, οι οποίοι έχουν σαν σκοπό να ελευθερώσουν τον αμνησιακό Τζέικ. Μετά κόπων, βασάνων και απωλειών δυναμικού, τον οδηγούν στον αινιγματικό Γουίλι, ο οποίος του ξεφουρνίζει το παραμύθι. Ο Τζέικ είναι ο εκλεκτός master της τέχνης του jiu jitsu που πρέπει να τα βάλει με τον Μπραξ, ο οποίος μέσω μυστικής εξωγήινης πύλης αριβάρει κάθε έξι χρόνια στον πλανήτη μας, επιθυμώντας να τεστάρει τις δυνάμεις των ανθρώπων στο sport (αυτός, λέει, είχε μεταλαμπαδεύσει τη σχετική τέχνη στους γήινους, πριν πολλά πολλά χρόνια!). Εάν ο Μπραξ χάσει, όλα καλά, και σε έξι χρονάκια τα ξαναλέμε. Εάν κερδίσει, τότε μαύρο φίδι που μας έφαγε! O εξωγήινος γίγαντας θα τα κάνει όλα σμπαράλια και η Γη θα αποτελέσει όμορφο παρελθόν.
Ξεκινά με κάτι που θυμίζει την πρώτη περιπέτεια του Τζέισον Μπορν στο «Χωρίς Ταυτότητα» (2002), καθώς ο Τζέικ βουτάει από έναν γκρεμό στη θάλασσα, για να καταλήξει (άνευ μνήμης, πια) σε βάρκα ψαράδων οι οποίοι τον περισυλλέγουν. Έπειτα, αφήνει υπόνοιες sci-fi ταξιδιού στον χρόνο, αφού όταν ο Τζέικ πληροφορείται από αρμόδια στρατιωτικά χείλη πως βρίσκεται στη Βιρμανία, αυτός αντιτείνει ότι τη χώρα την ξέρει σαν Μιανμάρ. Εντυπωσιακό, βέβαια, είναι πως είτε Βιρμανία είτε Μιανμάρ, το φυσικό τοπίο της φέρνει περισσότερο σε… Κορωπί (όπως πηγαίνεις προς Καλύβια), παρά σε ζούγκλα της Νοτιοανατολικής Ασίας. Κάτι που ασφαλώς εξηγείται πανεύκολα, εάν ληφθεί υπόψη πως τα γυρίσματα του φιλμ πραγματοποιήθηκαν στην Κύπρο, με την παραγωγή προφανώς να μη δίνει δεκάρα τσακιστή για να κουκουλώσει κάπως το ολοφάνερο ανέκδοτο του… «αχαρτογράφητου». Στη συνέχεια, και αφού η διαφωνία περί Βιρμανίας / Μιανμάρ δεν απασχολεί ξανά και για κανέναν απολύτως λόγο, το γυρνάει σε «Hardcore Henry» (2016), όπου ο Τόνι Τζάα παίζει first-person οπτικής ξύλο, κάνοντας τις μέρες του «Ong-Bak» (2003) να μοιάζουν με ξεχασμένη στη λήθη του χρόνου ευχάριστη ανάμνηση. Κάπου εκεί, η δράση μεταφέρεται στα κατάφυτα δάση της Μπούρμα (όπου ως γνωστόν η μεσογειακή βλάστηση ευδοκιμεί…), οπότε και το «Jiu JItsu» αποκαλύπτει τις αληθινές του βάσεις. Πρόκειται για έναν μπατίρικο συνδυασμό του «Κυνηγού» (1987) με το «Χαϊλάντερ» (1986), με την πολεμική τέχνη του τίτλου να σχετίζεται στο ελάχιστο. Κινηματογραφική περιπέτεια φαντασίας επιπέδου παλιακού arcade game, από εκείνα που κάποια στιγμή διάβαζες περίλυπος στην οθόνη το… «insert coin if you want to continue». Η ανεπάρκειά της φανερώνεται πλήρως από το πρώτο κιόλας λεπτό (το «πράγμα» που κατευθύνεται προς τη Γη μοιάζει με γιγαντιαία μάλλινη μπάλα!), τόσο που εάν φώναζες την παρέα για να δείτε μαζί στο σπίτι την καινούργια VHS του Νίκολας Κέιτζ, το φατούρο θα έπεφτε σύννεφο. Σε jiu jitsu ρυθμούς, μάλιστα.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν ο κάποτε βραβευμένος με Όσκαρ ηθοποιός αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα οικονομικής φύσεως που τον έχουν αναγκάσει να παίζει σε ό,τι να ‘ναι, όμως, η φιλμογραφία του τα τελευταία χρόνια ειλικρινά σε κάνει να απορείς. Εδώ δείχνει να είναι ο μοναδικός από το καστ που το έχει πάρει τόσο ζεστά, διασκεδάζοντας με την όλη φάση, αλλά και δημιουργώντας επιπλέον ερωτήματα σχετικά με την… ψυχική του υγεία (επί το γενικότερο). Όλοι οι υπόλοιποι, είτε βαριούνται αφόρητα (όπως πράττουν τα άλλα δύο αναγνωρίσιμα ονόματα που υπάρχουν στα credits, δηλαδή οι Φρανκ Γκρίλο και Τόνι Τζάα), είτε απλά δεν μπορούν να κάνουν τίποτα καλύτερο (όπως συμβαίνει με όλους τους εναπομείναντες ηθοποιούς). Ο Καναδογκαμπονέζος Αλέν Μουσί, λόγου χάρη, άσσος των πολεμικών τεχνών και stuntman σε μεγάλες παραγωγές («Αθάνατοι», «X-Men»), έχει σαν κορώνα στο βιογραφικό του τον τρις πρωταγωνιστικό ρόλο στο reboot του franchise του «Kickboxer» (με σκηνοθέτη ξανά τον Λογκοθέτις). Με την φυσικότητα που εδώ καταθέτει ως Τζέικ, καταφέρνει (ατυχώς) να κάνει τον Ζαν-Κλοντ Βαν Νταμ (πρώτο διδάξαντα του προαναφερθέντος φιλμ, στον οποίο φέρνει κάπως και σε κοψιά) να μοιάζει με γίγαντα της υποκριτικής τέχνης . Όσον αφορά στο ξύλο (που ενδιαφέρει και περισσότερο σε κάτι τέτοια), ούτε κουβέντα να γίνεται, αλλά αυτό δεν το χρεώνεται μόνος του ο Μουσί.
Κατά τα λοιπά, τα εφέ είναι όσο της πλάκας μπορεί να φανταστεί κάποιος (σε μια φιλότιμη προσπάθεια, κάπου-κάπου εμφανίζεται στο βάθος ένας ναός από τη Μπαγκάν, αλλά με χαλκομανία μοιάζει πιο πολύ παρά με CGI), ενώ το στόρι (μέχρι τουλάχιστον τη στιγμή της εμφάνισης του Κέιτζ, ο οποίος εξηγεί δυο-τρία πράγματα) δεν βγάζει κανένα απολύτως νόημα. Τι ακριβώς κάνει εκεί ο σαν απομεινάρι από τον πόλεμο του Βιετνάμ αμερικανικός στρατός ουδέποτε μπαίνει κάποιος στον κόπο να διευκρινίσει, με τον Λογκοθέτις να προσπαθεί να δώσει ένα παιχνιδιάρικο ύφος στο εγχείρημά του, συνδέοντας τις σκηνές με μια α λα «Οι Μαχητές» (1979) comic strip τεχνική, κάτι που αποτελεί και τη μοναδική αναλαμπή έμπνευσης της ταινίας. Διότι όταν σκάει μύτη ο άγριος εξωγήινος Μπραξ, έχοντας στο πρόσωπο κάτι που εκ πρώτης όψεως μοιάζει με την προστατευτική μάσκα που φορούν οι αθλητές της ξιφομαχίας (στο πιο digital), αντιλαμβάνεται κανείς πως εάν η έμπνευση ήταν φυτό, σίγουρα δεν θα φύονταν στις ζούγκλες της Βιρμανίας. Ούτε καν σ’ εκείνες της Μιανμάρ.