ΧΑΜΕΝΕΣ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ (2021)
(ILLUSIONS PERDUES)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ξαβιέ Τζιανολί
- ΚΑΣΤ: Μπενζαμέν Βουαζάν, Βενσάν Λακόστ, Ξαβιέ Ντολάν, Σεσίλ ντε Φρανς, Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Σαλομέ Ντεβαέλ, Ζαν Μπαλιμπάρ, Λουί-Ντο ντε Λενκεσέν, Ζαν-Φρανσουά Στεβενέν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 149'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Νεαρός επίδοξος λογοτέχνης αφήνει τη γαλλική επαρχία των αρχών του 19ου αιώνα και καταφθάνει με χίλια όνειρα στο Παρίσι. Η εμπλοκή του με τον μικρόκοσμο της δημοσιογραφίας, όμως, θα τον προσγειώσει στη σκληρή πραγματικότητα.
Ενταγμένο στη συλλογή «Ανθρώπινη Κωμωδία», το ογκώδες μυθιστόρημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ «Χαμένες Ψευδαισθήσεις» εκδόθηκε εντός μιας εξαετούς περιόδου, περί τα μέσα του 19ου αιώνα. Επρόκειτο για πολυσέλιδο, τρίτομο έργο, διαδραματιζόμενο κατά την εποχή η οποία ακολούθησε της πτώσης του Ναπολέοντα και έμεινε στην ιστορία ως Παλινόρθωση (1814 – 1830), περιγράφει τη σφοδρή επιθυμία νεαρού επαρχιώτη να πιάσει την καλή στον λογοτεχνικό κόσμο, μέχρι να βρεθεί αντιμέτωπος με την ουτοπία των… χαμένων ψευδαισθήσεών του. Η δεκαπενταετής χρονική περίοδος την οποία καλύπτει η πλοκή, τα δεκάδες πρωταγωνιστικά πρόσωπα, αλλά και η λεπτομερής περιγραφή των κοινωνικών συνθηκών, πιθανότατα έκαναν τις φιλοδοξίες της κινηματογραφικής μεταφοράς του βιβλίου να μοιάζουν υπερβολικά δυσοίωνες ώστε να πραγματοποιηθεί ένα τέτοιο εγχείρημα. Ο σκηνοθέτης Ξαβιέ Τζιανολί, σοφά ποιώντας, επικεντρώνει στο δεύτερο τόμο του έργου (με τον γενικό τίτλο «Ένας Μεγάλος Άντρας της Επαρχίας στο Παρίσι»), το οποίο απεικόνιζε το βουτηγμένο στη διαφθορά περιβάλλον των εκδοτικών και δημοσιογραφικών κύκλων της γαλλικής πρωτεύουσας. Οι ομοιότητες με το σήμερα είναι ανατριχιαστικές!
Με την προτροπή της πλούσιας μαντάμ Μπαρζετόν (με την οποία είναι ερωτευμένος), ο ταπεινός Λισιέν Σαρντόν αφήνει τη μικρή Ανγκουλέμ, για να βρεθεί στο Παρίσι, με την ελπίδα να καταφέρει να εκδώσει την ποιητική συλλογή που έχει γράψει. Γρήγορα θ’ αντιληφθεί τη δυσκολία των στόχων του, ενδίδοντας εν τέλει στο δημοσιογραφικό πειρασμό, έπειτα από την γνωριμία του με έμπειρο γραφιά της παριζιάνικης πιάτσας. Μαθαίνοντας απ’ αυτόν τα «κόλπα» και τις «υποχρεώσεις» που το επάγγελμα απαιτεί, ο Λισιέν εξελίσσεται σε γρανάζι ενός άκρως διεφθαρμένου συστήματος, αφήνοντας τις συγγραφικές του φιλοδοξίες στην άκρη. Το εύκολο χρήμα σε συνδυασμό με την υιοθέτηση του αριστοκρατικού επιθέτου της μητέρας του, τον κάνουν να δείχνει ευάλωτος σε παλιούς, αλλά και νέους (δήθεν) φίλους. «Όσο, όμως, αλλάζουν τα πράγματα, τόσο ίδια παραμένουν», κι αυτό είναι ένα μάθημα που ο Λισιέν θα μάθει από την καλή κι απ’ την ανάποδη
Αν νομίζετε πως τα fake news είναι προνόμιο του καιρού μας, δείτε τις «Χαμένες Ψευδαισθήσεις» και θα μείνετε με το στόμα ανοιχτό! Ο Μπαλζάκ είχε εργαστεί σε έντυπα της εποχής και είχε δει εκ των έσω όσα περιγράφει στο έργο του. Η δολοπλοκία και το νταβατζιλίκι ήταν έννοιες συνώνυμες της «δημοσιογραφίας», κάνοντας τις σημερινές κάθε λογής… λίστες Πέτσα να μοιάζουν με σύγχρονες μετεξελίξεις τους. Ο Τζιανολί επιλέγει προσεκτικά το ζουμί των πολλών που ανέφερε ο Μπαλζάκ στο μυθιστόρημά του, κάνοντας την εμφάνιση των σύγχρονων τυπογραφείων (περί τα 1821) και την αμεσότητα εκτύπωσης που αυτά προσέφεραν, να θυμίζουν το όργιο παραπληροφόρησης που τα προσβάσιμα από τους πάντες σύγχρονα social μπορούν πανεύκολα να πετύχουν. Ο Λισιέν βάζει «στον πάγο» τα όνειρα για μεγάλη ποίηση και λογοτεχνία, όταν συνειδητοποιεί πως η επιρροή που μπορεί να κερδίσει μέσω των κατά παραγγελίαν (και… με το αζημίωτο) άρθρων είναι απείρως μεγαλύτερη. Η κριτική δεν είναι παρά ένα εργαλείο χειραγώγησης της μάζας (κάτι σαν τους… influencer μας, ας πούμε!), αφού οι συνειδήσεις αυτών που κρατούν στα χέρια τους τις πένες (ή τα πληκτρολόγια…), είναι κατά κανόνα ελαστικές κι εξαγοράσιμες. Εάν, μάλιστα, τολμούσες ν’ αντιτάξεις σθένος και ήθος, τότε… μαύρο φίδι που σ’ έφαγε! Ουδείς θα εκτιμούσε το ορθό των πράξεών σου, αφού θα αντιμετωπιζόσουν ως… προδότης εκείνων που σου έδωσαν φήμη και δόξα.
Ο Ξαβιέ Τζιανολί είχε δείξει από τον καιρό του «Μαργκερίτ» (2015) πως το δράμα περιόδου είναι το forte του. Το ίδιο είχε φανεί και με τη διάθεση αποδόμησης της «ιερότητας» του χώρου των Τεχνών, αφού πολλοί που βιοπορίζονται απ’ αυτές δεν είναι παρά τσαρλατάνοι, οι οποίοι πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Η επιτυχία των άθλιων ή η αποτυχία των άξιων δεν έχει να κάνει απαραίτητα με το ταλέντο, αλλά συχνά έχει να κάνει με την ύπαρξη ή μη ενός πληρωμένου «χειροκροτήματος», που μόνο την Τέχνη δεν υπηρετεί. Όσο το στόρι μένει στο πλαίσιο του μικρόκοσμου της δημοσιογραφίας, των εκδόσεων και του θεάτρου, το φιλμ του Τζιανολί είναι σχεδόν απολαυστικό και σοκαριστικά επίκαιρο. Υστερεί στο τελευταίο του μέρος, όταν εξετάζει τον ήρωα υπό την επίμονη προσπάθεια αναγνώρισης του (αμφισβητούμενου) αριστοκρατικού του τίτλου, καθώς κάπου ένιωσα πως αυτή η προοπτική, σε σχέση με τα όσα είχαν προηγηθεί, δεν αφορά και τόσο έναν σύγχρονο θεατή. Η ποιότητα της παραγωγής είναι σταθερά αψεγάδιαστη, το πολυπρόσωπο καστ λειτουργικό (αν και, ατυχώς, ο πρωταγωνιστής Μπενζαμέν Βουαζάν υστερεί έναντι όλων των υπολοίπων), η δε αφήγηση κυλά με ικανοποιητικό ρυθμό, παρά το μεγάλο της διάρκειας του φιλμ και το αχρείαστο (ως έναν βαθμό) voice-over.