ΕΓΩ, Ο ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΛΕΪΚ (2016)
(I, DANIEL BLAKE)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κεν Λόουτς
- ΚΑΣΤ: Ντέιβ Τζονς, Χέιλι Σκουάιρς, Σάρον Πέρσι, Μπριάνα Σαν, Ντίλαν ΜακΚίρναν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Ο 59χρονος ξυλουργός Ντάνιελ παθαίνει ένα σοβαρό καρδιακό επεισόδιο, όμως το κράτος, πολύ πριν ο ίδιος είναι σε θέση να ξαναρχίσει να δουλεύει, αρνείται να συνεχίσει να του παρέχει επίδομα ασθένειας. Έτσι μπαίνει σε έναν φαύλο κύκλο ανελέητης γραφειοκρατίας, ταυτόχρονα με μια άνεργη νεαρή μητέρα.
Ακριβώς πενήντα χρόνια πριν, η τηλεταινία «Cathy Come Home» σόκαρε το (από μικροαστικό και πάνω) βρετανικό κοινό με την αποτύπωση της τραγικής κατάστασης του συστήματος στέγασης φτωχών και άπορων οικογενειών. Μάλιστα, το ντοκιμαντερίστικο ύφος της μπέρδεψε αρκετούς, νομίζοντας πως παρακολουθούν ντοκιμαντέρ και όχι μυθοπλασία (που, όμως, ήταν βαθιά ριζωμένη και στοιχειοθετημένη στην πραγματικότητα). Σκηνοθέτης της, ο τότε ανερχόμενος Κεν Λόουτς, ο οποίος δέχτηκε θύελλα αντιδράσεων αλλά και τις υποσχέσεις της Κυβέρνησης για άμεση μεταρρύθμιση, πράγμα που έγινε αλλά ασφαλώς όχι και σε ριζοσπαστικό επίπεδο.
Από τότε, ο Λόουτς έχει κάνει μια σειρά κοινωνικών ταινιών με έντονη πολεμική προσέγγιση, έχει μπει σε αρκετές «μαύρες λίστες» κι έχει βρεθεί ουσιαστικά άνεργος για σχεδόν ολόκληρη τη δεκαετία του ’80, έχει χαρακτηριστεί «προδότης» από εθνικιστές πολιτικούς και media για την αφηγηματική του στάση απέναντι στην ιστορία των σχέσεων Βρετανίας – Ιρλανδίας και, ακόμα και εν έτει 2016 που γιορτάζει τα 80ά του γενέθλια, χαρακτηρίζεται ως το κορυφαίο enfant terrible του βρετανικού κινηματογράφου, την ώρα που το ευρωπαϊκό σινεμά τον λατρεύει και εξακολουθεί να τον βραβεύει με τις ύψιστες τιμές του.
Το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» κατέκτησε τον δεύτερο Χρυσό Φοίνικα για τον σκηνοθέτη στις φετινές Κάννες (πρώτος το «Ο Άνεμος Χορεύει το Κριθάρι», για το οποίο η ανταμοιβή του πίσω στην πατρίδα του ήταν ο παραπάνω χαρακτηρισμός του «προδότη»). Πολλοί αντέδρασαν με σαρκασμό, άλλοι με οργή. Όταν, όμως, την ταινία άρχισε να τη βλέπει και ο κόσμος και περισσότεροι κριτικοί, οι οποίοι πριν έσπευδαν να κατηγορήσουν το γαλλικό Φεστιβάλ για τη δεύτερη βράβευση ενός γηραιού σκηνοθέτη (το μέλλον ανήκει μόνο στους νέους άλλωστε, δεν το γνωρίζατε αυτό, ανόητα παιδιά;), η απόφαση της Επιτροπής ξαφνικά έμοιασε εντελώς δίκαιη και δικαιολογημένη.
Ο Λόουτς ποτέ δεν έκρυψε την ιδεολογία του, τα πιστεύω του, την υποκειμενικότητά του στις ταινίες του. Κι έχω την αίσθηση πως, όσο μεγαλώνει και αισθάνεται το ρολόι να χτυπά πιο κοντά, πιο βιαστικά, η «απελπισία» και η απαισιοδοξία που αισθάνεται για τη μάλλον «χαμένη μάχη» με το status quo όταν αυτό λειτουργεί εναντίον των πιο ευπαθών ομάδων πολιτών, γίνονται ολοένα και εντονότερες. Έτσι, το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» είναι μια εμφανώς οργισμένη ταινία. Όπως και οι δυο κεντρικοί της χαρακτήρες, όμως, η οργή εκφράζεται με την προσωπική υπερηφάνεια και μια ρομαντική αξιοπρέπεια ενάντια σε έναν απρόσωπο, ανελέητα αυτοματοποιημένο μηχανισμό που προσπαθεί να «σπάσει» ακριβώς αυτό: την ατομική, ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Ο Ντάνιελ Μπλέικ δεν είναι της γενιάς του internet – και δεν χρειάστηκε ποτέ να είναι, ώς τη στιγμή που το κράτος, με τις καθιερωμένες «για όλα τα μεγέθη» ερωτήσεις του και παρά την επαγγελματική γνώμη των γιατρών, εκτίμησε πως η ισχυρή καρδιακή προσβολή που υπέστη είναι πια παρελθόν, εξαναγκάζοντάς τον να περάσει όλο το λούκι της γραφειοκρατίας (σχεδόν εξολοκλήρου online, πλέον, πράγμα εφιαλτικό για ανθρώπους που δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουν ποτέ υπολογιστή) για να αναζητήσει εργασία, έστω και αν οι γιατροί τον συμβούλεψαν για το αντίθετο, αλλιώς θα χάσει όλα τα είδη επιδόματος. Την ίδια στιγμή, η Κέιτι, νεαρή μητέρα δυο παιδιών, χάνει το επίδομα εργασίας για μια μικρή χρονική καθυστέρηση στο… ραντεβού της με την υπεύθυνη. Οι δύο αγανακτισμένοι πολίτες αναπτύσσουν μια φιλία που θα βοηθήσει ψυχολογικά αμφοτέρους, όμως αυτό δεν αποδεικνύεται αρκετό απέναντι στα μεγαλύτερα προβλήματα της γραφειοκρατίας, της ανεργίας και των νομοθεσιών που αντιμετωπίζουν τους πολίτες ως αριθμούς, κάτι που ο Ντάνιελ, της παλιάς σχολής τού «μιλάω με τους συνανθρώπους μου και επιλύνω τα προβλήματα με τη συζήτηση και τη λογική», δεν μπορεί να χωνέψει.
Πόσα από αυτά τα γεγονότα βασίζονται σε αληθινές καταστάσεις και πόσο πρόκειται απλώς για συναισθηματικό εκβιασμό ενός βαθιά πολιτικοποιημένου και ισχυρογνώμονος δημιουργού; Ο Λόουτς, ξανά μαζί με τον μόνιμο πια συνεργάτη του, σεναριογράφο Πολ Λάβερτι, έκαναν εκτενείς έρευνες, μίλησαν με αληθινούς ανθρώπους και είδαν με τα μάτια τους πραγματικές καταστάσεις τόσο στα γραφεία ευρέσεως εργασίας όσο και στις τράπεζες τροφίμων, και οι βασικοί χαρακτήρες είναι ένα αμάλγαμα αυτών των πολιτών (δεν είναι καν δύσκολο να το ερευνήσει κάποιος, αρκεί να περάσει από τέτοια μέρη και θα ακούσει και θα δει παρόμοιες ιστορίες). Δεν θέλησαν να δημιουργήσουν ένα εξωπραγματικό, μη ρεαλιστικό μανιφέστο, αλλά μια κινηματογραφική «κραυγή» για την απελπιστική – για πολλούς – αληθινή κατάσταση που ζουν υπερβολικά πολλοί συνάνθρωποί μας. Εδώ δεν υπάρχουν μελοδραματικά μουσικά χαλιά να προετοιμάζουν τον θεατή «τώρα κλαις» (αν και η μουσική, μόνο στους τίτλους τέλους, του πάντα αξιοσέβαστου Τζορτζ Φέντον, κλείνει υπέροχα την ταινία). Ακόμα και οι δύο-τρεις δραματικές σκηνές ύψιστης απελπισίας έχουν γυριστεί με τόση ευαισθησία και ειλικρινές συναίσθημα (βοηθά και το γεγονός πως ο Λόουτς άφησε πολλά κενά ώστε οι ηθοποιοί του να εκφραστούν αυτοσχεδιάζοντας) που το μόνο που μπορείς να αισθανθείς είναι μια βαθιά συγκίνηση για την ανθρωπιά που βρίσκουμε στον συνάνθρωπό μας, την απελπισία περήφανων ανθρώπων που καταντούν να δέχονται ελεημοσύνη για να έχουν φαγητό στο τραπέζι τους, την οργή για το συχνά απάνθρωπο σύστημα που μοιάζει να μην τους βλέπει, να μην τους υπολογίζει καν, κι όλα αυτά στον «πολιτισμένο κόσμο» του 2016. Κι αν νομίζετε πως αυτό που περιγράφουν οι Λόουτς και Λάβερτι αφορά μόνο το βρετανικό σύστημα πρόνοιας, δεν έχετε παρά να κοιτάξετε και στους ελληνικούς δρόμους, ή όπου αλλού βρίσκεστε στον πλανήτη. «Hanging on in quiet desperation is the English way», έλεγαν οι Pink Floyd στο «Time», όμως αυτή η «σιωπηρή απελπισία» βρίσκεται σε πολλά περισσότερα μέρη, γι’ αυτό και στο πιο πρόσφατο φιλμ του σκηνοθέτη είναι λυπηρά επίκαιρη και αφορά όλους μας.
Όχι πως η ταινία αποτελείται από 100 λεπτά υψηλού δράματος και δακρύβρεχτης τραγωδίας. Το χιούμορ είναι πάντα παρόν και συχνά σωτήριο, κυρίως χάρη στην άψογη ερμηνεία του κωμικού Ντέιβ Τζονς στον κεντρικό ρόλο, ενώ η νεαρή Χέιλι Σκουάιρς ως Κέιτι είναι αληθινή αποκάλυψη. Το θέμα, όμως, είναι φλέγον, άμεσο κι επείγον για τον σκηνοθέτη και τον σεναριογράφο του, και το χιούμορ δυστυχώς δεν το λύνει.
Σε μια πρόσφατη συζήτηση με τον Λόουτς, όπου είχα τη χαρά να παρευρεθώ, κάποιος τον ρώτησε αν είναι υπερήφανος που το «Cathy Come Home» συζητιέται και είναι ακόμα επίκαιρο. «Όχι, ασφαλώς και δεν είμαι υπερήφανος», τόνισε, «γιατί αυτό σημαίνει πως τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε». Και ο φόβος πως, παρά την επιτυχημένη πορεία της ταινίας καλλιτεχνικά κι εμπορικά (το καλύτερο άνοιγμα ταινίας του στη Βρετανία!), τίποτα δεν θα αλλάξει ούτε τώρα, είναι μάλλον απαισιόδοξα απτός. Πείτε ό,τι θέλετε και διαφωνήστε όσο θέλετε με τον Κεν Λόουτς: για την πολεμική του, τις απόψεις του, τις ταινίες του. Δεν παύει να είναι ένας από τους τελευταίους κινηματογραφικούς «ρομαντικούς πολεμιστές». Κι αυτό, τουλάχιστον, αξίζει απέραντο σεβασμό.