ΑΠΟΦΑΣΗ ΦΥΓΗΣ (2022)
(HEOJIL KYOLSHIM)
- ΕΙΔΟΣ: Αστυνομικό Δράμα Μυστηρίου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τσαν-Γουκ Παρκ
- ΚΑΣΤ: Παρκ Χάε-ιλ, Τανγκ Γουέι, Γκο Κιούνγκ-Πιο, Τζουνγκ Γι-σεό
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 138'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Αστυνομικός ντετέκτιβ ερευνά υπόθεση θανάσιμου ατυχήματος και καθώς ανακρίνει τη χήρα του θύματος, αισθάνεται πως υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο ενοχής της. Ανάμεσά τους θα προκύψει μια έλξη ερωτική, μα βασανιστικά πλατωνική.
Παρακολουθώ την καριέρα του Τσαν-Γουκ Παρκ από το 2000, με ιδιαίτερη αγάπη και σεβασμό. Είναι ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους σκηνοθέτες που με κάθε έργο του έχει έναν εντελώς δικό του τρόπο να διδάσκει σινεμά. Δυστυχώς, όμως, ολοκληρωμένο έργο μετά τη συγκλονιστική τριλογία της εκδίκησης («Η Τελευταία Εκδίκηση», «Oldboy», «Η Εκδίκηση μιας Κυρίας») δεν έχει καταφέρει να παραδώσει έκτοτε. Έχει «σκαλώσει». Απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό. Παραμένει ένας μάστορας της Τέχνης του, που αντιλαμβάνεται την αναζήτηση του στυλ σαν μια αέναη φιλμική περιπέτεια. Και αυτό το στυλ καταντά να πνίγει τον τρόπο με τον οποίο αφηγείται τις ιστορίες του.
Πήρε τ’ αυτί μου ότι η «Απόφαση Φυγής» χαρακτηρίστηκε έργο «χιτσκοκικό», με αναφορές στον «Δεσμώτη του Ιλίγγου» (1958). Που να βρω μια κοτρόνα, να πέσω να πνιγώ μαζί της! Ή να θρυμματίσω μ’ αυτήν το κρανίο μου! Ας μην προσβάλλουμε τόσο τον μέγα δάσκαλο, που και τούτος ο Κορεάτης λατρεύει (και ήταν η αιτία που ακολούθησε το επάγγελμα του σκηνοθέτη, όπως μου είχε πει στο παρελθόν). Τέτοιες φαντασιακές ανοησίες (της «κριτικής») περισσότερο κακό κάνουν σε παρόμοια έργα, παρά κατευθύνουν τους θεατές προς φιλμικούς «κώδικες» και συγκρίσεις. Και τούτο δεν αναλύεται σε μερικές αράδες, απαιτεί ολόκληρο σεμινάριο (χρονικά)! Λοιπόν, αυτό που επιχειρεί εδώ ο Τσαν-Γουκ Παρκ είναι να μας πλανέψει ως προς το genre του φιλμ το οποίο παρακολουθούμε. Φαινομενικά, έχουμε να κάνουμε με αστυνομικό θρίλερ μυστηρίου, πλοκής υποτιθέμενου ατυχήματος και ερευνών που οδηγούν έναν έμπειρο ντετέκτιβ στο να υποψιαστεί τη σύζυγο του θύματος. Το όλο σκηνικό, όμως, είναι ακραίο. Το θύμα (με hobby τις αναρριχήσεις) έχει πέσει από την κορυφή απόκρημνου βράχου κι από ύψος που αποκλείει τη συμμετοχή εκείνης (η οποία δηλώνει επιπλέον ζήτημα με ιλίγγους). Στην πραγματικότητα, βέβαια, το σενάριο αφορά ξεκάθαρα σε ερωτική ιστορία με στοιχεία τραυμάτων, ανολοκλήρωτου και τραγωδίας, που όμως ο Τσαν-Γουκ Παρκ δεν επιθυμεί να τοποθετήσει σ’ ένα αντίστοιχο πλαίσιο genre. Γιατί βλέπει την ιστορία και τους ήρωές του με τρόπο… κωμικό! Πάνω από όλη αυτή τη σύγχυση του περιεχομένου, δε, η ανάπτυξη του σεναρίου «παιχνιδίζει» με τόσο δαιδαλώδη τρόπο, που ενώ τα τεκταινόμενα είναι απλούστατα, ο θεατής θα χάσει το μπούσουλα και λόγω ατυχούς ειρμού της αφήγησης, αλλά και λόγω της έφεσης του σκηνοθέτη προς την υπερβολή (η δράση του ασύλληπτου δολοφόνου ταυτίζεται με «mastermind» του εγκλήματος που σπάνια σκαρφίστηκε ανθρώπινος νους!).
Ο ντετέκτιβ θα παθιαστεί με την παρακολούθηση της ύποπτης, αμφότεροι θα φλερτάρουν μεταξύ τους χωρίς όμως να επιτρέπουν στους εαυτούς τους να εκφράσουν το όποιο πάθος (ειδικά εκείνος, λόγω έγγαμου βίου, μερικώς εξ αποστάσεως εξαιτίας της Υπηρεσίας του) και σταδιακά η ειρωνεία αυτής της «σχέσης» θα καπελώσει το αστυνομικό μυστήριο, πόσω μάλλον από τη στιγμή που ο ντετέκτιβ αντιληφθεί πλήρως τι έχει συμβεί (εννοείται δολοφονία). Αντί για έναν έρωτα παθιασμένο, ο Τσαν-Γουκ Παρκ προτιμά να μας μιλήσει για την… απάθεια δύο ανθρώπων από αντίθετα μέτωπα ηθικής (και μη), επιχειρώντας να εξερευνήσει με χιούμορ το συναίσθημα αυτό, έως και να το απομυθοποιήσει χαιρέκακα.
Το δεύτερο μέρος της «Απόφασης Φυγής» δομείται πάνω σε twists μιας «άλλης» ιστορίας, σχεδόν με τους ίδιους πρωταγωνιστές και ένα δεύτερο έγκλημα που καλύπτει… ένα άλλο έγκλημα, με στοιχείο «κλειδί» ένα κινητό τηλέφωνο το οποίο μπερδεύει αδικαιολόγητα τα δρώμενα. Εδώ, πια, το έργο κουράζει υπό την οπτική σκοπιά του όποιου genre, οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές μετατρέπονται σε καρικατούρες (είναι μελετημένα προς αυτή την κατεύθυνση το casting και η ερμηνευτική καθοδήγηση), τις οποίες ή αντιμετωπίζεις με θλίψη ή θέλεις να γελάσεις για την πορεία τους και τις αποφάσεις που παίρνουν, μέχρι να οδηγηθούμε σε μία θαυμάσια κορύφωση όπου το δράμα «βυθίζεται» (#diplhs) μέσα στο (πίσσα) μαύρο χιούμορ. Δυστυχώς, τούτη η σεκάνς ανθολογίας δεν είναι αρκετή για να περισώσει ολόκληρο το έργο, αλλά για μία ακόμη φορά πιστοποιεί το μέγεθος του ταλέντου αυτού του δημιουργού, ο οποίος εμμένει στο ν’ αναζητά την παραδοξότητα (και κάτι το ελαφρά «αρρωστημένο») όταν καταπιάνεται με το ερωτικό στοιχείο.