FreeCinema

Follow us

ΦΟΝΙΣΣΑ (2023)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Εύα Νάθενα
  • ΚΑΣΤ: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Μαρία Πρωτόπαππα, Έλενα Τοπαλίδου, Πηνελόπη Τσιλίκα, Γεωργιάννα Νταλάρα, Χρήστος Στέργιογλου, Στάθης Σταμουλακάτος, Δημήτρης Ήμελλος, Χριστίνα Μαξούρη, Όλγα Δαμάνη, Έρση Μαλικένζου, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, Αγορίτσα Οικονόμου, Μιχάλης Οικονόμου, Βερόνικα Δαβάκη, Νίκη Παπανδρέου, Μάνια Παπαδημητρίου, Μαρία Σκουλά, Γιάννης Τσορτέκης, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Ρίτα Λυτού, Λωξάντρα Λούκας, Αριάδνη Βελλή
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 97'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER

Σ’ ένα νησιωτικό χωριό, γύρα στα 1900, η γιαγιά Φραγκογιαννού αποφασίζει να κάνει πράξη αυτό που της δίδαξε η ζωή: απαλλάσσει βρέφη θηλυκά και μικρά κορίτσια από τη μαρτυρική εμπειρία του να μεγαλώσουν και να υποταχθούν σε μια σκληρή κοινωνία ανδροκρατίας, που μόνο βάσανα και δυστυχία μπορεί να τους προσφέρει.

Είναι αρκετά παράξενο (και εντελώς παράδοξο) να κάνεις κριτική για έργο ενός καλλιτέχνη με πολυετή καριέρα και ταυτόχρονα να πρέπει να τον αντιμετωπίζεις σαν… πρωτάρη! Η Εύα Νάθενα έχει (μεγαλ-ύτερ-η) παράδοση στον χώρο του θεάτρου ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος, αλλά εδώ τολμά κάτι εντελώς καινούργιο: τη σκηνοθεσία για το σινεμά. Το εγχείρημα (η μεταφορά της «Φόνισσας» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη) υπερφιλόδοξο και αρκετά αναπάντεχο ως επιλογή, το αποτέλεσμα άρτιο (έως και άψογο ενίοτε) σε αισθητικό επίπεδο, μα άψυχο υπό το πρίσμα της… κινηματογραφικότητας (και όχι μόνο), και με το κέντρο βάρους του θέματος του έργου να μετατοπίζεται σε πιο σύγχρονες προβληματικές (και… politics).

Χωρίς πραγματική διάθεση σύγκρισης, υπενθυμίζω την ύπαρξη της «Φόνισσας» (1974) του Κώστα Φέρρη (ένα σχεδόν experimental project με χαρακτηριστικά βαθιάς εντοπιότητας, στοιχεία ψυχεδέλειας και λανθάνουσες αναφορές στο βωβό σινεμά) με την Μαρία Αλκαίου, όσο και την επίσης ομότιτλη… φωνασκία εκκεντρικότητας της Στέλλας Αρκέντη από το 2012 (τι πάω και θυμάμαι…).

Αυτό που γνωρίζει (και κάνει) καλύτερα η Νάθενα είναι το μεγάλο «χαρτί» τούτης της «Φόνισσας». Η ματιά της αντιμετωπίζει τα φιλμικά κάδρα σαν σκηνικούς χώρους για να στήσει μία παραλλαγή αρχαίας τραγωδίας σε αντίστοιχα μουντούς και «πένθιμους» (για το γυναικείο φύλο) τόνους, όπου η πέτρα (της γης και των οικοδομημάτων) αποτελεί ένα καλοσχηματισμένο και βίαια «ψυχρό» background που «σιγοτρώει» το έμψυχο υλικό. Να τονίσω πως η εικαστικότητα του τοπίου (όσο και μερικών εσωτερικών λήψεων) απογειώνεται από το εξαιρετικό repérage που έχει γίνει (κυρίως σε Λακωνική Μάνη και Κρήτη). Επί του συνόλου, πάντως, υπάρχουν και αναλαμπές «αναφορών» στο αριστουργηματικό εθνογραφικό ντοκιμαντέρ (μικρού μήκους) «Μακεδονικός Γάμος» (1960) του Τάκη Κανελλόπουλου, ενώ το στυλιζάρισμα των καθήμενων στα φτωχικά τους σπίτια ηρωίδων μου έφερε στον νου ακόμη και τον κλασικό πίνακα της μάνας («Arrangement in Grey and Black No.1» ο επίσημος τίτλος του) του Τζέιμς ΜακΝιλ Γουίστλερ.

Όλα τα άνωθεν είναι θετικά. Μα… κάπως «στατικά». Σχεδόν απουσιάζει ένα κάποιο flow κινηματογραφικής αφήγησης, μια ένταση ρεαλισμού, ζωντάνιας, κάτι που παρακολουθείς και σε συνταράσσει ακόμα στην ταινία του Κανελλόπουλου (και κατανόησε ακριβέστατα ο Γιώργος Λάνθιμος στη «Βληχή», για παράδειγμα), δίχως την αίσθηση του χρόνου που έχει περάσει από πάνω της. Κάποια στιγμή, μοιραία, αυτό γίνεται αντιληπτό και στον σχεδιασμό και την προσέγγιση των χαρακτήρων.

Υπάρχει η ηγετική παρουσία της Φραγκογιαννούς, υπάρχει το «στοιχειό» της μάνας της, μία ωραιότατη έμπνευση / ένθεση στη δραματουργία του έργου, υπάρχουν ένα σωρό πρόσωπα γυναικών τοποθετημένα ακριβώς στο ίδιο μοτίβο μιας δραματικά προδιαγεγραμμένης μοίρας, με τους άνδρες… από ανύπαρκτους έως σχηματικές φιγούρες κακοποιητικής συμπεριφοράς (να σημειωθεί ότι ο λογοτεχνικός χαρακτήρας του φυλακισμένου υιού της κεντρικής ηρωίδας έχει απαλειφθεί ολοκληρωτικά). Κι εδώ άψυχα τα πράγματα… «Φωτογραφικές» εκφράσεις πρωταγωνιστούν, με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη να έχει «υιοθετήσει» μια τραχιά εικόνα γερόντισσας με σχεδόν τρομακτικά χαρακτηριστικά, τα οποία παραπέμπουν σε… folk horror! Και θα ήταν σοφή η κίνηση να τοποθετηθεί τούτη η ταινία στο πλαίσιο του συγκεκριμένου genre. Η Νάθενα, όμως, δεν υπηρετεί τα κινηματογραφικά είδη, ίσως δεν τα γνωρίζει ή απλά δεν την ενδιαφέρουν. Υποστηρίζει ένα περιβάλλον «θεατρικότητας» (ακόμη και στο κομμάτι της υποκριτικής), διότι μέσα σε αυτό νιώθει μια πιο ασφαλή «συγγένεια». Έτσι, όμως, ξεχνά την ανθρωπιά. Πως η Αλκαίου πρόσθετε το ’74 το συναίσθημα και το κάλεσμα στην κατανόηση του ψυχισμού της, στη σκηνή του μονολόγου για τα παιδιά της; Εδώ, η Καραμπέτη πολύ αργά θυμάται (από τη σεκάνς όπου πενθεί τη νεκρή της μάνα κι έπειτα) να σπάσει το μονοδιάστατο «προσωπείο» που έχει φορέσει, προσδίδοντάς της (επιτέλους) την ανθρώπινη διάσταση που το φιλμ αποζητούσε διαρκώς.

Αναρωτιέμαι, αν η Νάθενα σκηνοθετούσε τη «Φόνισσα» σε μια άλλη χρονική περίοδο, πριν από το κύμα φεμινιστικής έξαρσης που πρόσθεσε το #MeToo στα politics κοινωνικής ορθότητας του σήμερα, τι (είδους) έργο θα υπέγραφε; Η info-κάρτα που εμφανίζεται πριν από τους τίτλους τέλους (και μας ενημερώνει για την κατάργηση του νόμου της προίκας το 1983 και τις δημογραφικές, ανεπίσημες απώλειες γυναικείου πληθυσμού εκατομμυρίων λόγω φυλοκτονίας) σφραγίζει κανονικότατα τους θεματικούς στόχους της Νάθενα, που όμως θα είχαν ακόμη καλύτερο αποτέλεσμα αν η δημιουργός έδειχνε παρόμοια ισχυρή έγνοια στο να μας παραδώσει μια πιο… φιλμική εμπειρία.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Μία αρκετά συζητήσιμη προσέγγιση στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που φέρει το σκεπτικό προβληματισμών της εποχής μας, «αντικατοπτρίζοντας» (ίσως λίγο υπερβολικά) τις χείριστες παραδόσεις της ελληνικής επαρχίας του μακρινού παρελθόντος στην επικαιρότητα των γυναικοκτονιών του παρόντος, θεωρώντας πως η πατριαρχία αποτελεί παντοτινή μάστιγα. Είναι μία πρόταση που δεν μπορείς ν’ απορρίψεις. Διόλου και τη σοβαρή εικαστικότητα του εγχειρήματος. Σε πλαίσιο κινηματογραφικών κανόνων εντοπίζονται τα προβλήματα, μ’ έναν φορμαλισμό ελαφρώς «προκάτ» που ταιριάζει περισσότερο στις άλλες επαγγελματικές ιδιότητες της Εύας Νάθενα. Να το πω με τον πιο απλό τρόπο: νιώθεις ότι βλέπεις staged κάδρα που στήθηκαν για να φωτογραφηθούν και όχι για να βιώσουν το καταστασιακό του έργου. Προφανώς, η ταινία θα προσελκύσει περισσότερο το γυναικείο κοινό και, εννοείται, μιλάμε για adults only. Ή εφηβικές ηλικίες που (θα) διδάσκονται το έργο στα σχολεία και μπορούν εδώ να δουν μια διαφορετική «ανάγνωσή» του.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.