FreeCinema

Follow us

ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΑ ΖΩΑ ΚΑΙ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ (2016)

(FANTASTIC BEASTS AND WHERE TO FIND THEM)

  • ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέιβιντ Γέιτς
  • ΚΑΣΤ: Έντι Ρέντμεϊν, Κάθριν Γουότερστον, Νταν Φόγκλερ, Άλισον Σούντολ, Έζρα Μίλερ, Κόλιν Φάρελ, Σαμάνθα Μόρτον, Ζόι Κράβιτς, Γιον Βόιτ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 133'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER

Ο Βρετανός μαγικοζωολόγος Νιουτ Σκαμάντερ καταφθάνει στη Νέα Υόρκη του 1926, κουβαλώντας μια βαλίτσα θαυματουργή και γεμάτη… φανταστικά πλάσματα, τα οποία γίνονται στόχος μυστικής αδελφότητας μάγων και άλλων υποχθόνιων δυνάμεων.

Σπάνια μπορώ να πω ότι βίωσα την απόλαυση παρακολουθώντας την όποια κινηματογραφική μεταφορά των σελίδων του έργου της Τζέι Κέι Ρόουλινγκ. Όχι ότι το φιλμικό σύμπαν του franchise του «Χάρι Πότερ» μου ήταν ακριβώς (ή ποτέ) δυσάρεστο. Απλά, βγαίνοντας από την αίθουσα, είχα σχεδόν ξεχάσει τι είχα παρακολουθήσει! Μέχρι το κάθε επόμενο μέρος της σειράς, λοιπόν, δεν θυμόμουν απολύτως τίποτα γύρω από την πλοκή των προηγούμενων ταινιών. Δεν ήταν αρκετό να μου στερήσει κάποια φευγαλέα διασκέδαση στο σινεμά όλο αυτό, όμως δεν είχα μπορέσει να γίνω fan των ηρώων της συγγραφέως. Μέχρι τούτο εδώ (!), το πρώτο της κινηματογραφικό σενάριο, ένα spin-off που δανείζεται τον τίτλο του από ένα βιβλίο που μελετούσε ο Πότερ στο Χόγκουαρτς, άρα αρκετά χρόνια πίσω από τη γέννηση του μικρού και δημοφιλέστατου μάγου.

Από τα πρώτα του πλάνα, το «Φανταστικά Ζώα και Πού Βρίσκονται» δηλώνει προφανέστατα τον ρόλο / λόγο της ύπαρξής του στη μεγάλη οθόνη: θέλει να σου προσφέρει κάτι πραγματικά μαγικό. Και το αποτέλεσμα είναι αξιοθαύμαστο, ακριβώς αυτό που χρειάζεται μια εποχή ακόμη πιο… θλιβερή και σκοτεινή από τα σοκάκια της Νέας Υόρκης των τελών του ’20, μιας παρελθούσης περιόδου όταν η ανθρώπινη ύπαρξη δεν έμοιαζε να έχει και τόση σημασία. Η ανέχεια του τότε και η απεικόνισή της σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δεν βλέπεις μονάχα ένα παραμύθι (ή ένα οικογενειακής κατανάλωσης φιλμ) που έπλασε η φαντασία, αλλά και ένα έργο που σχεδόν σαρκάζει την ανακύκλωση της μοίρας του δυτικού πολιτισμού. Επειδή, όμως, εδώ είναι σινεμά, η αθλιότητα του (ενδεχόμενα) ρεαλιστικού, που ταιριάζει ανησυχητικά και με το σήμερα, αποδρά μέσω του εξωπραγματικού όχι για να αποκτήσει τούτη η ταινία το νόημα μιας αλληγορίας αλλά για να προσφέρει τη φυγή, υπηρετώντας το αληθινό καθήκον του κινηματογράφου.

Γνωρίζουμε ήδη ότι θα ακολουθήσουν ακόμη τέσσερις ταινίες, άρα αυτά τα «Φανταστικά Ζώα» λειτουργούν υποχρεωτικά ως ένα «teaser», μια αρχική σύσταση σύμπαντος, καταστάσεων και χαρακτήρων, που δεν απαντά σε όλα τα ερωτήματα του θεατή, επιτρέπει κάποιες σεναριακές «τρύπες» (ενίοτε από λάθος και όχι ακριβώς σκόπιμα), αλλά δεν σε αφήνει και ανικανοποίητο, περιμένοντας κάτι πιο ζουμερό μέχρι το επόμενο μέρος (λέγε με και Τζόνι Ντεπ…). Οι «σελίδες» της ταινίας δεν κλείνουν απότομα, ούτε επιχειρούν να μετριάσουν το θέαμα και τις εντυπώσεις για όσα θα ακολουθήσουν. Το φιλμ του Ντέιβιντ Γέιτς (ο σκηνοθέτης των τεσσάρων τελευταίων «Χάρι Πότερ») αποτελεί ένα θαυμαστό παράδειγμα στον στερεότυπο χαρακτηρισμό της «μαγείας του κινηματογράφου» και – θα τολμούσα να πω ότι – μοιάζει και καινοτόμο, πρωτότυπο και ευφάνταστα δημιουργικό σε αυτό που προσφέρει.

Οι δρόμοι της Νέας Υόρκης χωρίζονται σε μέτωπα, με την κοινότητα των μάγων να ζει με μυστικότητα ανάμεσα στους απλούς γήινους, τους αποκαλούμενους Άμαγους, απαγορεύοντας την ύπαρξη φανταστικών πλασμάτων, τα οποία προστατεύει και αναζητά ο Νιουτ Σκαμάντερ, ένας νεοφερμένος Βρετανός με μια βαλίτσα απίστευτων δυνατοτήτων και… χωρητικότητας, αλλά και το μαγικό του ραβδάκι, που φέρνει στον νου έναν κάποιο πασίγνωστο… διοπτροφόρο. Η βαλίτσα τού κεντρικού ήρωα θα μπερδευτεί με εκείνη ενός φουκαρά της βιοπάλης, ο οποίος προσπαθεί να πάρει δάνειο από τράπεζα για ν’ ανοίξει ένα φουρνάρικο και, ατυχώς, ο πρώτος δεν θα προλάβει καν να του σβήσει από τη μνήμη (εύρημα που θυμίζει την αντίστοιχη πρακτική των «Men in Black») όσα ανεξήγητα είδε με τα ίδια του τα μάτια, απελευθερώνοντας και άθελά του μερικούς από τους ζωντανούς «φιλοξενούμενους» της βαλίτσας τού Σκαμάντερ.

Οι υποπλοκές είναι αρκετές και ενίοτε δεν αναπτύσσονται όπως θα έπρεπε (διαφορετικά το φιλμ μπορεί και να ξεπερνούσε το τρίωρο) ή αφήνουν «λογαριασμούς» για τις συνέχειες, υποψία που παραμένει ανοιχτή και δικαιολογεί τα «στραβά μάτια» που μάλλον επιτρέπεται να κάνει ο θεατής όσον αφορά τις περιπτώσεις της Μαίρη Λου (Σαμάνθα Μόρτον), του πατρός Χένρι Σο (Γιον Βόιτ) και κυρίως του Πέρσιφαλ Γκρέιβς (Κόλιν Φάρελ), του αινιγματικού Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασφαλείας των Μάγων στο MACUSA (Κογκρέσο Μαγείας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής), που ήδη φαντάζει ως ένας ιδανικός κακός της σειράς για το μέλλον.

Γενικά, έχει γίνει εξαιρετική δουλειά στο καστ, οι χαρακτήρες δεν είναι χάρτινοι, ο Έντι Ρέντμεϊν ηγείται με το κύρος της μαεστρίας του, εκμεταλλευόμενος ακόμη και το σήμα κατατεθέν του, το σωματικό παίξιμο (απόλαυση η σκηνή στην οποία επιχειρεί να γητεύσει ένα ευμέγεθες φανταστικό ζώο που αναζητά ταίρι στον ζωολογικό κήπο, ώστε να το παγιδεύσει στη βαλίτσα του), ο Νταν Φόγκλερ είναι αποκάλυψη ως comic relief στον ρόλο τού εύσωμου βιοπαλαιστή, και η Άλισον Σούντολ ταιριάζει γάντι στο πλάι του. Καλλιτεχνικά, το επίπεδο της δουλειάς είναι άψογο έως και οσκαρικό (για υποψηφιότητες μιλάω), με τα κοστούμια της Κολίν Άτγουντ να κερδίζουν επάξια τις εντυπώσεις, χωρίς να έχουν καν την ανάγκη να επιδεικνύονται ως κάτι το φαντεζί.

Με άλλα λόγια, δεν ήθελα να τελειώσουν αυτά τα «Φανταστικά Ζώα» και δε νομίζω ότι μπορούσε να επιτευχθεί καλύτερο ποδαρικό για τούτο το νέο franchise, το οποίο μπορεί να παρακολουθήσει κανείς με παρθένο βλέμμα και χωρίς τις υστερίες προγενέστερων βιβλίων. Η Ρόουλινγκ χειρίζεται την (πρωτότυπη) ιστορία της σχετικά ύπουλα, αφήνοντας αρκετές και καλές υποσχέσεις για την πορεία αυτής της σειράς, που απομακρύνεται από έναν κάποιο «παιδιάστικο» χαρακτήρα, σα να λέει στους φανατικούς οπαδούς του Χάρι Πότερ ότι, επιτέλους, ωρίμασαν αρκετά. Απλά, υιοθετήστε τα χωρίς δεύτερη σκέψη (ή φόβο)!

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Φαντασμαγορία «παραμύθας» που είχαμε καιρό να δούμε στο σινεμά, μπερδεύει στοιχεία από το φιλμικό σύμπαν του Τιμ Μπέρτον ή τους τελευταίους «Σέρλοκ Χολμς» παρά συγγενεύει με τις ταινίες του «Χάρι Πότερ», προσφέροντας ένα χορταστικό δίωρο (και κάτι) φαντασίας για τη μεγάλη οθόνη. Η περίοδος στην οποία τοποθετείται το φιλμ θα «μιλήσει» (δίκαια) και σε πιο adult κοινό που συνήθως αποφεύγει τέτοια «πειράματα». Αν, βέβαια, η ύπαρξη κάποιων εξωφρενικών πλασμάτων ή χρήση μαγικών ραβδιών δεν τους αφορούσε ποτέ, δύσκολα θα πειστούν αυτοί οι θεατές να ακολουθήσουν και εδώ. Για εκείνους που δεν συνδυάζουν τη διασκέδαση με τη φυγή ή τη μαγεία στο σινεμά, συνεχίζεται η ταινία του Κεν Λόουτς


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.