ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ (2017)
(DOWNSIZING)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλεξάντερ Πέιν
- ΚΑΣΤ: Ματ Ντέιμον, Κρίστεν Γουίγκ, Χονγκ Τσάου, Κρίστοφ Βαλτς, Ρολφ Λάσγκορ, Ούντο Κίερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 135'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: UIP
Μετά από μια ανατρεπτική επιστημονική ανακάλυψη, ένα ζευγάρι Αμερικανών αποφασίζει να ακολουθήσει χιλιάδες άλλους «ευτυχείς» πρωτοπόρους και να… συρρικνωθεί σε μικροσκοπικό μέγεθος για μια καλύτερη ποιότητα ζωής! Αναπόφευκτα, τίποτα δεν πάει καλά στη συνέχεια…
Λίγες ταινίες της φετινής κινηματογραφικής σεζόν αναμένονταν με τόση ανυπομονησία από τους θαυμαστές του Αλεξάντερ Πέιν (πάντα σε συνεργασία με τον συν-σεναριογράφο του, Τζιμ Τέιλορ). Πόσω μάλλον όταν φαινόταν πως πρόκειται για την πιο ακριβή και φιλόδοξη δουλειά του μέχρι σήμερα, τόσο σε παραγωγή όσο και σε θεματική. Δυστυχώς, το πείραμα κατέληξε σε μια λυπηρή ειρωνεία: ένα φιλμ το οποίο μεγέθυνε τον προϋπολογισμό του δημιουργού του έχοντας για βασικό θέμα τη… σμίκρυνση του ανθρώπινου γένους, αποτελεί και το (συνολικά) πιο αποτυχημένο της σεβάσμιας φιλμογραφίας του!
Να ξεκαθαρίσουμε κάτι: ο «Μικρόκοσμος» δεν είναι σε καμία περίπτωση μια κακή ταινία – είναι κατά σημεία αυθεντικά αστεία, πρωτότυπη, έξυπνα σατιρική, συχνά αυθεντικά συγκινητική, προσεγμένα γυρισμένη, με απολαυστικές ερμηνείες από το συμπαθέστατο καστ. Οι Πέιν και Τέιλορ, όμως, εδώ φαίνονται ολοκάθαρα έξω απ’ τα νερά τους, παίρνοντας μια πρωτότυπη και άκρως ενδιαφέρουσα ιδέα και αναπτύσσοντάς τη σε βαθμό να… χάνουν την αφηγηματική δομή και, τελικά, να παρουσιάζουν κάτι που μοιάζει περισσότερο με σπονδυλωτή ταινία διαφορετικών μεταξύ τους κεφαλαίων παρά με ένα συμπαγές κινηματογραφικό αφήγημα.
Η ιστορία ξεκινά με την ανακάλυψη ενός Σκανδιναβού επιστήμονα (ο Ρολφ Λάσγκορ του «Ο κύριος Όβε»), ότι μπορεί να μικρύνει το μέγεθος του ανθρώπου σε μόλις λίγα εκατοστά χωρίς ιδιαίτερες ή επικίνδυνες παρενέργειες, ώστε (αν το πείραμα δουλέψει σε παγκόσμια κλίμακα) τα προβλήματα του υπερπληθυσμού, της υπερθέρμανσης και της αμφίβολης βιωσιμότητας του πλανήτη να εξαφανιστούν. Κάποια χρόνια μετά, κι ενώ όλο και περισσότεροι πολίτες ανά τον κόσμο «μικραίνουν», ο Πολ, ένας συμπαθής αλλά εσωστρεφής εργοθεραπευτής που θεωρεί πως η ζωή του έχει βαλτώσει, θα πείσει τη σύζυγό του να ακολουθήσουν το παράδειγμα κάποιων φίλων τους και να μικρύνουν κι εκείνοι, σε μια κίνηση που σχεδόν θα τους αποκόψει από τον κόσμο και τους ανθρώπους που γνωρίζουν, αλλά θα τους μεταφέρει σε μια… mini «Γη της Επαγγελίας», στο ελεγχόμενο επιστημονικό κέντρο Leisureland. Ακολουθεί μια σειρά γεγονότων και νέων γνωριμιών που θα κάνουν τον Πολ να αναθεωρήσει τι πραγματικά σημαίνει η ιδανική ποιότητα ζωής, την ίδια στιγμή που η υφήλιος καταρρέει μπροστά σε μια επικείμενη ολική οικολογική καταστροφή…
Χρειάζονται σελίδες ολόκληρες για να περιγράψουν έστω και μερικά από τα σεναριακά ευρήματα που θα δείτε σε αυτή την ταινία, όμως ούτε είναι απαραίτητο, ούτε έχουμε αμφότεροι το χρόνο για τέτοιες περιγραφές! Ακόμη και τα 135 λεπτά της διάρκειας του φιλμ απλώς δεν επαρκούν για να χωρέσουν όλα όσα φιλοδοξούσαν να παρουσιάσουν με ισορροπημένη ροή οι Πέιν και Τέιλορ. Έτσι, άφησαν πίσω τις γνώριμες μικρές, γραμμικά δομημένες μα τόσο ωραία και λακωνικά (για την κινηματογραφική γλώσσα) δοσμένες ιστορίες των προηγούμενων ταινιών τους (πόσο μακρινή μοιάζει συγκριτικά η ασπρόμαυρη «Nebraska» τους τώρα…), υποκύπτοντας στην ανάγκη να «κόψουν δρόμο», να αφαιρέσουν υποπλοκές, να μοντάρουν σεκάνς και καταστάσεις, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να φτάσει σε μια σχετικά αποδεκτή διάρκεια. Η ζημιά, όμως, είναι (όπως και η επικείμενη οικολογική καταστροφή που περιγράφουν) ανεπανόρθωτη.
Ταυτόχρονα με το οικολογικό περιεχόμενο που κρούει ειλικρινά (αν και κάπως απλοϊκά) των κώδωνα του κινδύνου, η ταινία καταπιάνεται και με το προσωπικό, συναισθηματικό και κυριολεκτικό ταξίδι ενός ανθρώπου που, παρά το συμπαθές τού χαρακτήρα του, φαινόταν να μην έχει καμία ιδιαίτερη προσωπικότητα, με ένα γενικότερο (και σωστότατο) μήνυμα, ότι όσο και να αλλάζεις ριζικά περιβάλλον και ζωή, αν δεν αλλάξεις κι εσύ ο ίδιος ως άτομο, παντού θα καταλήγεις το ίδιο μοναχικός, αποτυχημένος και δυστυχισμένος όσο και στον προηγούμενο βίο σου. Ο Πολ προσπαθεί μια ζωή να κάνει τους άλλους ευτυχισμένους θυσιάζοντας τις δικές του ανάγκες και επιθυμίες, και μοιάζει κολλημένος σε μια μίζερη ρουτίνα, ακόμη και όταν βρίσκεται σε μέρη όπου (φαινομενικά) θα μπορούσε να έχει τα πάντα. Ρίχνει την ευθύνη στο εκάστοτε περιβάλλον του, στους ανθρώπους γύρω του, στις συγκυρίες, αδυνατώντας να συνειδητοποιήσει πως το κύριο φταίξιμο εντοπίζεται στον ίδιο, άσχετα από το μέγεθος του σώματός του και του νέου κόσμου στον οποίο αποφάσισε να βρεθεί ξαφνικά. Έτσι, με κάθε ευκαιρία, επιλέγει μέθοδο διαφυγής αντί να σταθεί και να αναλογιστεί τα θετικά ή το πώς ο ίδιος μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα της καθημερινότητάς του. H γνωριμία του με τη μαχητική καθαρίστρια και ακτιβίστρια Νγκοκ (η Χονγκ Τσάου έχει την υποψηφιότητα για το Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου στο τσεπάκι της) θα του διδάξει τι σημαίνει αληθινή ζωή, ψυχή και συναίσθημα – και ίσως το καλύτερο κίνητρο να μείνει, να στεριώσει κάπου και να παλέψει για την πραγματική ευτυχία και την προσωπική του ολοκλήρωση. Σε αυτό το (προσωπικό) επίπεδο είναι που οι Πέιν και Τέιλορ βρίσκονται στα καλύτερά τους, με τη γλυκόπικρη ανάλυση / αποδόμηση ενός απλού, συνηθισμένου ήρωα στο μεταίχμιο της ζωής του (ερμηνευμένου εδώ με περίσσεια ευαισθησία από τον Ματ Ντέιμον). Αυτό, όμως, αποτελεί ένα μόλις μέρος του υπερ-φιλόδοξου, υπερ-μπερδεμένου σεναρίου, με τον Πέιν να αντικαθιστά τα φυσικά, σχεδόν μινιμαλιστικά σκηνικά των προηγούμενων ταινιών του με ακριβά και φιλόδοξα εφέ και τεράστια sets, προσπαθώντας να δημιουργήσει το δικό του «The Truman Show» (1998), στρίβοντας την αφηγηματική ροή κάπως άτσαλα, από το προσωπικό στο παγκόσμιο, από τη ρομαντική κομεντί χαρακτήρων σε ένα σχεδόν ντοκιμαντερίστικο φιλμ με οικολογικό μήνυμα.
Πιθανώς, αν η ταινία είχε τα ονόματα κάποιων άλλων στο σενάριο και τη σκηνοθεσία, αυτό το κείμενο να μην είχε τόσο εμφανή την αίσθηση της απογοήτευσης. Ο «Μικρόκοσμος» έχει τις καλύτερες προθέσεις, πολλά σημαντικά πράγματα να πει και ιδέες να παρέχει, σαφώς προσφέρει κάποιες στιγμές αληθινής πρωτοτυπίας και κινηματογραφικής απόλαυσης, όμως, ειδικά στο δεύτερο μέρος, φαίνεται ξεκάθαρα πως έχει βουτήξει σε πολύ βαθύτερα νερά από αυτά που μπορούσε να κουμαντάρει. Στην τελική, ας τον δούμε σαν ένα συμπαθέστατο, ελαφρό «ολίσθημα» στην καριέρα του Πέιν (μακάρι όλα τα «ολισθήματα» αγαπημένων σκηνοθετών να ήταν τέτοιας υψηλής ποιότητας).