ΤΖΑΝΓΚΟ: Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΣΟΥΙΝΓΚ (2017)
(DJANGO)
- ΕΙΔΟΣ: Μουσικό Βιογραφικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ετιέν Κομάρ
- ΚΑΣΤ: Ρεντά Κατέμπ, Σεσίλ Ντε Φρανς, Μπεά Παλιά, Γκαμπριέλ Μιρτέ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 117'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ONE FROM THE HEART
Πόλη του Φωτός, 1943: ο ενεργός, δημοφιλής ακόμη και στους κατακτητές κατσίβελος Βέλγος τζαζίστας Τζάνγκο Ράινχαρντ το σκάει από υπό όρους προγραμματισμένη tournée των 5μελών Hot Club de France του στη χιτλερική γείτονα, μιλημένος από έκπαλαι ερωμένη και με την προοπτική να περάσει τα σύνορα προς την Ελβετία. Η Γκεστάπο, οι παρτιζάνοι, η femme fatale, οι οικείοι, ο λαός του τον κουρδίζουν όσο ποτέ. Θα γράψει (για πάντα και μέσα του σ’) αυτό το solo;
Τα τελευταία 20 χρόνια δεν νομίζω ότι έχει υπάρξει άλλη σεζόν με τόσες βιογραφικού περιεχομένου μυθοπλαστικές ταινίες, κάτι που πέρασε αδικαιολόγητα απαρατήρητο από τη διεθνή κριτική. Όταν οι παραγωγοί, βλέπετε, ποντάρουν για οποιονδήποτε λόγο (δημιουργικό τέλμα ή ανασφάλεια, προσωπική περιέργεια για τη ζωή ενός επωνύμου, οι κατηγορίες του φιλοθεάμονος ως συγκοινωνούντα δοχεία, το δόλωμα της υπαρκτής εμπειρίας ριγμένο και σ’ αυτές) σε μουράτο υλικό, καίτοι γνωρίζοντας ότι ανέκαθεν αυτό γινόταν δίκοπο μαχαίρι στην «επανηχογράφησή» του στο écran, τούτο σημαίνει παράλληλα ότι… πρωτότυπα σενάρια ή δεν κυκλοφορούν ή δεν φτουράνε. Αυτό θα έπρεπε να έχει χτυπήσει καμπανάκι σε απαξάπαν το γκρουπάκι της Έβδομης Τέχνης.
Το ότι ένας απ’ αυτούς τους παραγωγούς αποφασίζει, μετά από δεκαετίες στο κουρμπέτι, να περάσει πίσω απ’ την κάμερα για να διδάξει ή να θυμίσει στον κόσμο το Ολοκαύτωμα των Ρομά και ταυτόχρονα τι μοναδική μουσική προσωπικότητα υπήρξε ένας τους, ειλικρινά είναι ήσσονος σημασίας. Έτι περαιτέρω καθώς ήσσονος σημασίας, δυστυχώς, δεδομένου του θέματος σαν συνακρόαση του «Τα Παιδιά του Σουίνγκ» του Τόμας Κάρτερ και του απρόβλητου στις αίθουσες της ημεδαπής «Korkoro» του Τονί Γκατλίφ, προκύπτει και αυτό το ντουέτο του (και συνσεναριογράφου, από το «Ενώπιον Θεών και Ανθρώπων» του Ξαβιέ Μποβουά μέχρι το «Ο Βασιλιάς μου») Κομάρ με τον πεζογράφο Αλεξίς Σαλατκό σ’ ένα αγνώριστο remix της μυθιστοριοβιογραφίας «Folles de Django».
Αν εκεί ο συμπατριώτης του έβλεπε τη βιοτή τού βασιλιά της jazz manouche μέσα απ’ τα μάτια τριών φανταστικών γυναικών, εδώ μαζί με τον Κομάρ τις εκκαθαρίζουν πλήρως κι επινοούν μια τέταρτη, μια Παριζιάνα Μάτα Χάρι ως μαμή της βίας της ιστορίας του ήρωα, ώστε να αφουγκραστούν το αναπόφευκτο (και για μας, που έχουμε φάει πολλές φορές στη μάπα αυτόν τον άξονα) «μετεβλήθη εντός μου ο αχός του κόσμου» της ευθύνης ενός ανένταχτου καλλιτέχνη-μικρού παιδιού. Οι Ναζί κυνηγούν τη ράτσα του, η γαλλική Αντίσταση δεν τη νοιάζεται και τον θέλει για τους δικούς της σκοπούς. Μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, τι θέση θα πάρει η ατραξιόν των λευκών, Φραντσέζων και Γερμαναράδων, και αυτό πού θα βρει στο πάλκο της γεωγραφίας, της ιδεολογίας, της μουσικής, της ζωής τον ίδιο, τους οικείους, τους «όμοιούς» του;
Προτού τον δούμε να διευθύνει (και για λογαριασμό του auteur, ημιτελές καθώς είναι) το «Ρέκβιεμ για τους Τσιγγάνους Αδελφούς μου» υπέρ των τυφλών σε μια εκκλησία, κλείνοντας μαεστρικά αφηγηματικά τον κύκλο που είχε ανοίξει υποσχόμενα αιμασσόντως η εισαγωγική (και όσον αφορά τις μελωδίες) σεκάνς με την κομπανία ενός αόμματου γύφτου στο δάσος των Αρδενών, ο Κομάρ είναι υποχρεωμένος κατά πρώτον να ξεδιπλώσει για λόγους πιστότητας κάποιες απ’ τις κουφόπιετες του CV τού τιμώμενου στη σούξου-μούξου-μανταλάκια φούστα κλαρωτή. Δεν γίνεται του ανεκδοτολογικού infowar όπως αλλού μα το μουστάκι α λα Κλαρκ Γκέιμπλ, το κατοικίδιο πιθηκάκι, η αγραμματοσύνη, η χαρτοπαιξία, το ψάρεμα, η συνάντηση με Χόκινς κι Έλινγκτον, ακόμα και τα δύο αχρηστευμένα δάχτυλα του αριστερού άνω άκρου που τον ώθησαν να γίνει ο πιο σβέλτος και πιο γλυκός star της κιθάρας, μοιάζουν λιγότερο ή περισσότερο περιπτωσιολογικά βαλτά στο πεντάγραμμο του στόρι (το οποίο, σε πέντε γραμμές, διάβασες παραπάνω).
Μας λένε αυτά τι καπνό φούμαρε ο Ράινχαρντ; Όχι, αφής στιγμής υποσκιτσάρεται, ακόμα χειρότερα πότε ως μειλίχιος μαμάκιας (αλλά αυτή η παράμετρος χαρίζει στο φιλμ, χάρη στον κοτσονάτο σίφουνα της ερασιτέχνιδος Μπιμπάμ Μερστάιν, έναν απ’ τους ψίθυρους καρδιάς του), πότε ως πιστός σύζυγος, πότε ως mec της παντοτινής του μπαλαμής, πότε ως νιώστης των προβλημάτων των άσημων ομοφύλων του, πάντα ως άνετος (που ξεβολεύεται κινδυνεύοντας να γίνει από διασκεδαστής πρώτα πιόνι και μετά θύμα των SS) μουζικάντης extraordinaire. Γιατί όταν πιάνει το όργανο ο άτιμος, γίνεται απαρέγκλιτα του «Ουζερί Τσιτσάνης» (με την κάλλιστη έννοια) σε swing ρεπερτόριο. Αν στις με κράτημα ρυθμού οργανοπαιχτικές σκηνές, ντουμπλαρισμένες απ’ το Rosenberg Trio, οι νότες βάζουν φωτιά και το soundtrack είναι στην πένα, με τα εικαστικά να κάνουν σεγόντο αφιλόδοξα σωστά, κουλοχέρης αποδεικνύεται ο Κομάρ σε στιγμές – κλειδιά (ουχί του σολ) της ξανθής αγαπημένης Παναγιάς τής πιάνω-το-ίδιο-τροπάρι-όπου-κι-αν-πρωταγωνιστώ Ντε Φρανς. Ούτως πώς η μαντάμ εμφανίζεται να έχει γνώση και να προειδοποιεί τον μπελαμή της για τη στείρωση σε μανάδες και πειράματα σε παιδιά Ρομά (έως το τέλος του πολέμου άκρως απόρρητη πληροφορία για κάτι που συν τοις άλλοις δε συνέβη ποτέ σε εκεί στρατόπεδα συγκέντρωσης), ενώ αφού τον ξαναβρίσκει κατόπιν μακρόχρονου αποχωρισμού αμολητό από ντράβαλο στο διοικητήριο των εχθρών, τον μεταφέρει μέσω découpage τηλεσαπουνόπερας σε γραφικό παραθαλάσσιο σκηνικό για να τα πουν τα δυο τους. Δεν τολμώ να σκεφτώ, δε, ότι τα «Nuages» τ’ ουρανού που τους σκέπουν κει δα αποτελούν σημειολογική πινελιά.
Μην πυροβολείτε τον πιανίστα αυτής της δραστικής ευγονικής εις βάρος των πραγματικών γεγονότων. (Ενδεικτικά μόνο) μια πρώιμη απόπειρα φυγής στο εξωτερικό όπως κι ο πρώτος γάμος τού Τζάνγκο αποσιωπούνται, το ίδιο και το ανεπιτυχές της έκβασης της «Μεγάλης Απόδρασης των Έντεκα» (μείον κάτι) του λεβέντη στα χιόνια, με τη δρομολόγηση της οποίας κλιμακώνει η παρτιτούρα της δράσης; Έχουμε γίνει μάρτυρες πολύ μεγαλύτερης φαλκίδευσης σε προτομές, ειδικά made in USA, συν ότι το passepartout τού φροϋδισμού είναι ευπρόσδεκτα άφαντο απ’ αυτό το τσαντίρι. Ούτε ο Κατέμπ φταίει: χωρίς φάλτσα εκτελεί την παραγγελιά, για τη χαλαρά (σε βαθμό να μην πατάει στα τάστα, φευ) σιμπεμόλ περσόνα στην οποία ο Κομάρ ανέθεσε ένα οφειλόμενο μνημόσυνο στη φρικιαστική εκκαθάριση μιας ολάκερης, της πιο γιορτάρικης φάρας, την οποία η ανορθωμένη απ’ τα ερείπια του Δευτέρου Παγκοσμίου Ευρώπη των gadjo έχει ακόμη στην απέξω των δικαιωμάτων της. Ειδικά οι εγγράμματοι στα ακόρντα μπορεί, αν δεν είναι ενήμεροι, να χαρούν ντεσού όπως τη μόντα με την οποία… παίζονται οι ντιρεκτίβες του Ράιχ εναντίον της μουσικής των εκφυλισμένων, σετάκι με χορδισμούς π.χ. του (λόγω τευτονικής καταγωγής άψογου σε sprechen) Ισπανού Άλεξ Μπρεντεμούλ. Αλλά το σπαραχτικό φωτομνημείο των πεσόντων που στήνει στο πλάνο – ταφόπλακά του αυτό το όχι τόσο αγκυλωτικά όσο απρωτότυπα δακτυλοθετημένο πρόγραμμα σάλας αντηχεί όσο τίποτα άλλο στο διπλού tribute 78άρι που γυρίζει στο γραμμόφωνο. Στεφάν Γκραπελί, (μας) λείπεις κι εσύ…