COLETTE (2018)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γουός Γουεστμόρλαντ
- ΚΑΣΤ: Κίρα Νάιτλι, Ντόμινικ Γουέστ, Ντενίζ Γκαφ, Φιόνα Σο, Έλενορ Τόμλινσον, Αλ Γουίβερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 111'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Νεαρή Γαλλίδα από την επαρχία παντρεύεται μεγαλύτερό της διάσημο συγγραφέα και μετακομίζει μαζί του στο Παρίσι της Belle Époque, όπου ανακαλύπτει αρχικά το λογοτεχνικό της ταλέντο και εν συνεχεία την ελευθεριότητα των ερωτικών ηθών. Ο σύζυγος δεν φαίνεται να έχει πρόβλημα με το δεύτερο, θέλει όμως να ελέγχει το πρώτο. Η γυναίκα του από την άλλη τα θέλει όλα δικά της. Μαζί μπορούν ή #MeToo;
Γεννημένη το 1873 σε ένα μικρό χωριό της Βουργουνδίας, η Σιντονί-Γκαμπριέλ Κολέτ έμεινε στην ιστορία μόνο με το επώνυμό της, με το οποίο υπέγραφε τo πολύπλευρο ταλέντο της τόσο στη λογοτεχνία, όσο και στις σκηνές των θεάτρων και των cabaret. Ατίθασο πνεύμα που δεν επηρεαζόταν από τα taboo της εποχής και με σεξουαλικές προτιμήσεις που δεν έκαναν διακρίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, απέκτησε με τα χρόνια τη φήμη της γυναίκας που αψηφά τους κανόνες. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το σημαντικό, δημοφιλέστατο και ενίοτε προκλητικό για τον καιρό εκείνο συγγραφικό της έργο τη μετέτρεψαν σταδιακά σε σύμβολο του φεμινισμού.
Η κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματός της «Gigi» (1958) από τον Βινσέντε Μινέλι κατέληξε σε έναν θρίαμβο εννέα βραβείων Όσκαρ (μεταξύ των οποίων και αυτό της καλύτερης ταινίας), με την Κολέτ μάλιστα να έχει επιλέξει η ίδια (λίγα χρόνια πριν) την Όντρεϊ Χέπμπορν για τις ανάγκες του θεατρικού ανεβάσματος του ίδιου έργου στο Μπρόντγουεϊ, ανοίγοντάς της ουσιαστικά τον δρόμο για τη σπουδαία καριέρα που έμελλε να έχει. Το 2009, ο Στίβεν Φρίαρς μετέφερε στην οθόνη ένα ακόμα βιβλίο της, χωρίς την ίδια επιτυχία («Chéri» με πρωταγωνίστρια τη Μισέλ Φάιφερ). Έφτασε, λοιπόν, η στιγμή για μια βιογραφία της συγγραφέως, η πολυκύμαντη ζωή της οποίας βρίθει ενδιαφέροντος.
Ο σκηνοθέτης Γουός Γουεστμόρλαντ (που καλό είναι να έχουμε υπόψη μας πως οδήγησε την Τζουλιάν Μουρ, πρωταγωνίστρια της προηγούμενής του ταινίας «Still Alice: Κάθε Στιγμή Μετράει» του 2014, να κερδίσει το Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου) καταπιάνεται με τα νεανικά χρόνια της Κολέτ, από τον γάμο της με τον αρθρογράφο και συγγραφέα Ανρί Γκοτιέ-Βιλάρ στα τέλη του 19ου αιώνα, μέχρι τον χωρισμό τους στις αρχές του 20ου. Η άφιξη της νεαρής Γαλλίδας στο intellectuel Παρίσι της εποχής εκείνης στέκεται σαν κανονική αποκάλυψη για τα μάτια της. Δεν πτοείται από την αρχική περιφρόνηση που συναντά από τους κύκλους του διάσημου συζύγου της εξαιτίας της ταπεινής καταγωγής της και, αντλώντας σταδιακά δύναμη από την αγάπη με την οποία αυτός αρχικά την περιβάλλει (παρά τα άπειρα τσιλιμπουρδίσματά του, ως σωστού Γάλλου που σέβεται τον εαυτό του…), αρχίζει να ξεδιπλώνει το ταλέντο της μέσω… αυτού.
Ο Γκοτιέ-Βιλάρ ήταν μία αν μη τι άλλο πρωτοποριακή περίπτωση καλλιτέχνη, ο οποίος ανακαλύπτοντας τη δύναμη του marketing πριν καν επινοηθεί ο ίδιος ο όρος, «πουλούσε» τον εαυτό του υπό το ψευδώνυμο Ουιλί, έχοντας στήσει έναν μηχανισμό συγγραφής βιβλίων και άρθρων από υπαλλήλους που είχε στη δούλεψή του, με εκείνον να βάζει μονάχα την αναγνωρίσιμη και καλοπληρωμένη υπογραφή του. Ως έξυπνος και διορατικός άνθρωπος, αντιλαμβάνεται το ταλέντο της συζύγου του την οποία προτρέπει να το αναδείξει (με το αζημίωτο φυσικά για τον ίδιο), δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο από κοινού τη σειρά νεανικών μυθιστορημάτων με ηρωίδα την Κλοντίν, χαρακτήρα ο οποίος βασίστηκε στις παιδικές αναμνήσεις της Κολέτ. Η γυναίκα του συνέγραφε, ο ίδιος υπέγραφε ως Ουιλί, τα βιβλία έκαναν πάταγο μετατρέποντας το ζεύγος (σύμφωνα με το φιλμ, τουλάχιστον) σε κάτι σαν pop είδωλα της εποχής, όμως η ενίοτε αυταρχική συμπεριφορά του, τα οικονομικά προβλήματα λόγω του σπάταλου χαρακτήρα του και κυρίως η απαίτηση της Κολέτ για αναγνώριση της συνεισφοράς της στο… franchise, μαζί με το ξεκίνημα των σεξουαλικών πειραματισμών της, άρχισαν να μαζεύουν σύννεφα στον γάμο.
Αντιπαρερχόμενοι το γεγονός της χρήσης της αγγλικής γλώσσας σε μια τόσο γαλλική ιστορία (κατά τη γνώμη μου, πάντως, εάν δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, είναι προτιμότερο κάτι τέτοιο από τις κατά κανόνα κωμικοτραγικές «σπαστές» προφορές), το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας του Γουεστμόρλαντ είναι η clean cut προσέγγιση στην αμφισεξουαλικότητα της Κολέτ, καθώς και στην τουλάχιστον «προχωρημένη» αντίληψη του συζύγου της για τις ενίοτε λεσβιακές της περιπτύξεις, με τις οποίες όχι μόνο δεν έδειχνε να έχει πρόβλημα αλλά συχνά μάλιστα… ενεθάρρυνε κιόλας. Οι αντιδράσεις τής συντηρητικής κοινωνίας της αυγής του περασμένου αιώνα μπροστά στο επί σκηνής φιλί της Κολέτ με τη σύντροφό της Μίσι παρουσιάζονται όσο τυπικά ανώδυνα θα περίμενε κάποιος, με το αυτό να συμβαίνει και με την ίδια τους την ερωτική σχέση, η οποία φυσικά απεικονίζεται άγρια ευνουχισμένη.
Η α λα μαστίγιο και καρότο τακτική του Ουιλί για να κρατά πάντα δίπλα του την πολύτιμη γι’ αυτόν σύζυγο, όπως προσεγγίζεται εδώ, είναι μάλλον μειωτική για τον κατά τα άλλα σθεναρό χαρακτήρα τής Κολέτ, κάνοντάς τη συχνά να μοιάζει με άβουλο υποχείριο του ανδρός της, με ελάχιστα ψήγματα γυναικείας υπερηφάνειας να εμφανίζονται. Οι πολλές σκηνές που μοιράζονται οι δυο τους είναι εύστοχες σε ό,τι αφορά τον ναρκισσισμό του Ουιλί, με τον Ντόμινικ Γουέστ να στέκει ως άξιος συμπρωταγωνιστής (το φιλμ θα μπορούσε άνετα να λέγεται «Κολέτ και Ουιλί») και να έχει εξαιρετική χημεία με την Κίρα Νάιτλι, η οποία πετυχαίνει εδώ τον καλύτερο κινηματογραφικό ρόλο της από τον καιρό που υποδύθηκε την «Άννα Καρένινα» (2012). Βοηθούμενη και από τα εξαιρετικά κοστούμια που της παρέχουν μια εξόχως σικάτη απόδοση της Κολέτ, η Νάιτλι λάμπει σαν κεντρική ηρωίδα, προσδίδοντας στην προσωπικότητα της ένδοξης λογοτέχνιδος δόσεις μεγαλείου και σχετικού σεβασμού, μαζί με μια απαράμιλλη γοητεία που μαγνητίζει.