BLACK PANTHER: WAKANDA FOREVER (2022)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ράιαν Κούγκλερ
- ΚΑΣΤ: Λετίσια Ράιτ, Άντζελα Μπάσετ, Τένοκ Χουέρτα, Λουπίτα Ενγιόνγκ’ο, Ντομινίκ Θορν, Ντανάι Γκουρίρα, Γουίνστον Ντιουκ, Μάρτιν Φρίμαν, Τζούλια Λούις-Ντρέιφους
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 161'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Μετά τον θάνατο του βασιλιά T’Challa, η μητέρα του, βασίλισσα Ramonda, δίνει αγώνα για να προστατεύσει το έθνος της Wakanda από εξωγενείς παράγοντες που θα έφταναν και σε πολεμικές επιθέσεις για ν’ αποκτήσουν το πολυπόθητο βιμπράνιο. Η εμφάνιση του Namor, βασιλιά ενός άγνωστου υποθαλάσσιου έθνους που επίσης διαθέτει σεβαστές ποσότητες του ίδιου ορυκτού, ανατρέπει τα δεδομένα και αφήνει το ενδεχόμενο μιας ολέθριας σύγκρουσης.
Αυτό κι αν ήταν έκπληξη! Από εκείνο το τραγικό και καρακιτσάτο… «καρναβάλι της Πάτρας» του 2018, φτάνουμε σήμερα σ’ ένα sequel που, όπως ελάχιστα από τα φιλμ που βασίζονται σε κομιξάδικους superheroes, τολμά να περικλείει μέσα του κι ένα δεύτερο επίπεδο «ανάγνωσης», περιεχόμενο και μηνύματα. Ουχί… της μοδός! Πανανθρώπινα πράγματα, πολιτισμικές αξίες και στοιχεία κληρονομιάς που αξίζει να διδάσκονται στο εφηβικό κοινό! Ναι, στο «Black Panther: Wakanda Forever» συμβαίνουν όλα αυτά!
Όπως άφησα να εννοηθεί από την αρχή, όχι απλά δεν μου άρεσε καθόλου το «Black Panther», αλλά και… δεν θυμάμαι πια τίποτα από δαύτο! Ήτανε δυο τύποι που παλεύανε για το θρόνο της Wakanda; Κάτι τέτοιο, σωστά; Με αυτή την αφορμή, φοβόμουν πως… άκρη δεν θα βγάλω με την πλοκή του «Wakanda Forever» και βλέποντας και την (τεράστια) διάρκεια, περίμενα ν’ ανεβώ Γολγοθά μεγάλο! Και, χωρίς καμία απολύτως προσδοκία, παθαίνω… «Captain America 2: Ο Στρατιώτης του Χειμώνα» (2014). Μετάφραση: βρίσκομαι απέναντι σε sequel που κάνει δυναμικό upgrade και ανεβάζει τον πήχη και πέραν του genre στο οποίο ανήκει. Δηλαδή, μιλάμε για κανονικό σινεμά, που μπορεί να «χωνέψει» και κοινό το οποίο δεν αντέχει τα στερεοτυπικά «καραγκιοζιλίκια» και τα επαναλαμβανόμενα συγκρουσιακά κάτι τυχαίων superheroes που τα βάζουν με το Κακό για… παντοδύναμα ορυκτά (και άλλα κατάλληλα από 13ων – και κάτω – παιδιάστικων θεαμάτων). Συμπτωματικά, ερχόμαστε από τον πλέον πρόσφατο «Black Adam» της DC, στον οποίο η κριτική προς την καταστροφική… εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ απέναντι σε λαούς της Μέσης Ανατολής ξάφνιαζε ευχάριστα, όπως συμβαίνει και με το κοινωνικό και πολιτικό (!) περιεχόμενο του «Wakanda Forever» της Marvel, όπου η «παραμύθα» συνυπάρχει με αληθοφανείς αναφορές σε ιστορικά (και διαχρονικά) τραύματα της αποικιοκρατίας ανά τον κόσμο και στην (αντι)περιβαλλοντική εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου λαών που βιώνουν την εγκληματική καταστολή από την προηγμένη Δύση και τον υποτιθέμενο «πολιτισμό» της. Σοβαρά!
Και δεν είναι μόνο ο πλούτος του περιεχομένου στην πλοκή που κάνει το «Wakanda Forever» ν’ απέχει έτη φωτός από το πρώτο φιλμ τούτου του Marvel-ικού franchise. Ο Ράιαν Κούγκλερ αυτή τη φορά έχει σκηνοθετήσει ένα έργο που σχεδόν προσπαθεί ν’ απέχει από τη φιλοσοφία των superhero movies «της σειράς», έμμεσα δηλώνοντας λάτρης του σινεμά του Τζέιμς Κάμερον. Η μυθολογία που στήνει και αναπτύσσει φέρνει στο νου πολλά από τα χαρακτηριστικά του «Avatar» (2009) αλλά και του αριστουργηματικού director’s cut της «Αβύσσου» (1989), εμπλουτίζοντας το σενάριο με γήινες πολιτισμικές αναφορές σεβασμού στην κληρονομιά της κουλτούρας λαών οι οποίοι βασανίστηκαν από αλαζόνες κατακτητές και οράματα… ανάπτυξης. Η σεκάνς της λεκτικής επίθεσης της βασίλισσας Ramonda στα Ηνωμένα Έθνη (και κυρίως απέναντι στην εκπρόσωπο της Γαλλίας), μετά από μισθοφορική εισβολή σε εδάφη της Wakanda, σε κάνει ν’ αναφωνείς… «ώπα, που ήρθαμε;»!
Το νεοφερμένο υποθαλάσσιο έθνος του Tālocān (με βάσεις αναφοράς στον πολιτισμό των Αζτέκων), το οποίο επίσης έχει στην κατοχή του το πολυπόθητο βιμπράνιο, έρχεται να συμμαχήσει μ’ αυτό της Wakanda, υπό την προϋπόθεση ν’ απαχθεί και να εξολοθρευτεί ο επιστήμονας που βοηθά την αμερικανική Κυβέρνηση να κατασκευάζει μηχανοκίνητα μέσα, τα οποία χρησιμοποιούνται σε υποβρύχιες απόπειρες εξόρυξης (θαυμάσια η εναρκτήρια σεκάνς, με «κερασάκι» τη μεθοδολογία των Σειρήνων που παρασύρουν προς τον θάνατο το πλήρωμα πλωτής εξέδρας ερευνών). Σε αντίθετη περίπτωση, ο πόλεμος μεταξύ τους θα είναι αναπόφευκτος.
Το «Wakanda Forever» δεν τα χρησιμοποιεί όλα αυτά εις βάρος της δράσης, όμως, όπως οι περισσότερες ταινίες του είδους, πέφτει στην παγίδα μιας κορύφωσης φορτωμένα εφετζίδικης και μακράς διάρκειας, λες και εάν δεν υπήρχε κάτι τέτοιο δεν θα έβγαινε χορτασμένη η πιτσιρικαρία από τα σινεμά. Χωρίς να γίνεται ποτέ βασανιστικά κουραστικό ή ανυπόφορο το φιλμ, κάπου κάνει αισθητή την αγωνία του να «μπουκώσει» αφηγηματικά, αισθανόμενο το βάρος της σύγκρισης μ’ εκείνο το αδιανόητα (και αδικαιολόγητα) μεγάλο box-office hit του 2018, ενώ το «πέπλο» πένθους της απουσίας του Τσάντγουικ Μπόουζμαν βγαίνει εκβιαστικά στημένο και κάπου καταντά kitsch (για να κάνει «καλή» παρέα με ενδυματολογία και σκηνογραφία σε διάφορες στιγμές της ταινίας, πόσω μάλλον σ’ εκείνες που έχουν να κάνουν με κηδείες ή «μνημόσυνους» εορτασμούς). Από κάτι τέτοια χάνει πόντους το «Wakanda Forever», το οποίο όμως αφήνει κάμποσα πράγματα στο μυαλό (για επεξεργασία) και στη μνήμη, τιμώντας ταυτόχρονα το νόημα του ψυχαγωγικού σινεμά. Σε περίπτωση που τούτο το sequel κινηθεί αρκετά κατώτερα των αρχικών… γουακαντιανών εισπράξεων των 1.347.597.973 δολαρίων (!) παγκοσμίως, φοβούμαι πως κάτι παρόμοια καλό δεν θα έχουμε την τύχη να δούμε (και) στην τρίτη συνέχεια. Ξέρετε πως είναι αυτά…