7 ΛΕΠΤΑ ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ (2016)
(A MONSTER CALLS)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα
- ΚΑΣΤ: Λιούις ΜακΝτούγκαλ, Φελίσιτι Τζόουνς, Σιγκούρνι Γουίβερ, Τόμπι Κίμπελ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 108'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Ένα αγόρι προσπαθεί να διαχειριστεί τη βαριά αρρώστια της μητέρας του, βρίσκοντας διέξοδο στις ιστορίες που του διηγείται ένα τέρας με τη μορφή δέντρου, που επισκέπτεται τον μικρό κάθε βράδυ επτά λεπτά μετά τα μεσάνυχτα.
Ακόμη μια περιπέτεια μέσα σε ένα διάστημα λιγοστών μηνών, μετά το «Ο Μεγάλος Φιλικός Γίγαντας» και το «Ο Πιτ και ο Δράκος του», που έχει να κάνει με παιδιά τα οποία συναναστρέφονται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, πλάσματα της φαντασίας. Από πρωτοτυπία, ως γνωστόν, δεν σκίζει τελευταία το Χόλιγουντ (σε ευρωπαϊκή συμπαραγωγή εδώ), η διαφορά όμως στην προκειμένη περίπτωση είναι πως ενώ οι δύο προαναφερθείσες ταινίες διακατέχονται από μια έντονα παραμυθένια και χαρωπή (λιγότερο ή περισσότερο) παιδικότητα, εδώ τα πράγματα είναι πολύ πιο στενάχωρα και μαύρα. Με προφανείς επιρροές τόσο από το σινεμά του Τιμ Μπέρτον, αλλά και εκείνο του φίλου του Γκιγέρμο ντελ Τόρο (με τον «Λαβύρινθο του Πάνα» του 2006 να αποτελεί σημείο αναφοράς), ο Μπαγιόνα μεταφέρει το ίσως όχι και τόσο παιδικό, ομότιτλο βιβλίο του Πάτρικ Νες, μένοντας πιστός στη σκοτεινή ατμόσφαιρα του «Ορφανοτροφείου» που τον έκανε διάσημο το 2007.
Ο 12χρονος Κόνορ ζει σε μια αγγλική επαρχιακή πόλη με την άρρωστη από καρκίνο μητέρα του, πέφτει καθημερινά θύμα εκφοβισμού από συμμαθητές του στο σχολείο, ενώ τρέμει στην ιδέα πως θα αναγκαστεί να μείνει με την αντιπαθητική και αυστηρή γιαγιά του, μιας και ο πατέρας του εδώ και χρόνια κατοικεί στις ΗΠΑ. Το καθημερινό μαρτύριο που βιώνει οδηγεί το γιγαντιαίο δέντρο που βρίσκεται στην αυλή του σπιτιού του να ξεριζωθεί και, αποκτώντας ανθρώπινη μορφή, να αρχίσει να τον επισκέπτεται από το παράθυρο του υπνοδωματίου του, κάνοντας μαζί του τη συμφωνία πως αφού του διηγηθεί τρεις ιστορίες, αυτός θα πρέπει να του περιγράψει τον χειρότερο εφιάλτη του, προσφέροντάς του έτσι ένα είδος λύτρωσης και διαφυγής.
Το πρόβλημα όσον αφορά το κοινό στο οποίο απευθύνεται η ταινία – και τελικά την εμπορική της επιτυχία – είναι πως πιθανότατα οι μικρότεροι σε ηλικία θα τη βρουν πολύ σκοτεινή για τα γούστα τους, ενώ οι μεγαλύτεροι όχι και τόσο τρομακτική όσο ίσως ο αγγλικός τίτλος αφήνει να εννοηθεί. Αυτό, όμως, δεν αφαιρεί τίποτα από την καλλιτεχνική της αξία, η οποία ειδικά στις έξοχα οπτικοποιημένες διηγήσεις του «Τέρατος» είναι αδιαμφισβήτητη. Η χρήση του animation σε στυλ ζωγραφιάς με νερομπογιές που επιλέγει ο Μπαγιόνα για να «ντύσει» τις ιστορίες που αφηγείται με τη βαθιά και επιβλητική φωνή του ο Λίαμ Νίσον (στον ρόλο τού ομιλούντος δέντρου), είναι έξοχη και προσφέρει μια απίθανη οπτική απόλαυση. Ο δε Νίσον αφήνει επιτέλους στην άκρη το ξύλο που μοιράζει αφειδώς στα τελευταία του φιλμ και, εδώ υποδυόμενος κυριολεκτικά το… ξύλο του δέντρου, πετυχαίνει μόνο με τη φωνή του την καλύτερή του παρουσία στο σινεμά για τα τελευταία χρόνια.
Όσο τα πράγματα εξελίσσονται στο γοητευτικά γοτθικό πεδίο της φαντασίας τού Κόνορ, όλα σχεδόν πηγαίνουν ρολόι, παρά το γεγονός ότι οι τρεις ιστορίες που διηγείται το «Τέρας» μπορούν να θεωρηθούν εύκολα διδακτικές. Όταν, όμως, η δράση μεταφέρεται στον πραγματικό κόσμο της πένθιμης καθημερινότητας του αγοριού, τότε το εγχείρημα του Μπαγιόνα αποκαλύπτει αδυναμίες. Η τρυφερή σχέση αγάπης μητέρας – παιδιού και ο τρόμος του δεύτερου, πως η πορεία της υγείας της αγαπημένης του μαμάς είναι μη αναστρέψιμη και θα αναγκαστεί να τη χάσει για πάντα, δεν δίνεται με το πάθος και την ένταση που θα επέβαλλαν οι καταστάσεις. Η Φελίσιτι Τζόουνς είναι λίγη, χωρίς δική της ευθύνη, καθώς ο ρόλος της είναι περιορισμένος σε σχέση με τη σπουδαιότητά του για την εξέλιξη της υπόθεσης. Αντιθέτως, περισσότερο χρόνο κερδίζει (ή έτσι μοιάζει) η Σιγκούρνι Γουίβερ στον ρόλο της γιαγιάς που μάλλον τρομοκρατεί τον μικρό Κόνορ παρά παρηγορητική εμφανίζεται γι’ αυτόν.
Ατυχώς, η παράλληλη ιστορία του bullying που υπομένει ο Κόνορ στο σχολείο δεν ολοκληρώνεται πειστικά, έχοντας ως λόγο ύπαρξης ίσως μόνο την επίρρωση της δυστυχίας του, αλλά και την αντίθεση της παράδοξης ζεστασιάς που αισθάνεται με την παρέα του «Τέρατος», σε σχέση με την εχθρική σχολική πραγματικότητα. Άπαξ όμως τη εμφανίσει τού τερατόμορφου δέντρου και της συνοδευτικής φωνής τού Νίσον, όλα αυτά πηγαίνουν περίπατο και ξεχνιούνται, καθώς η μαγεία της φαντασίας υπερνικά όλες τις μικρές αδυναμίες του φιλμ.