ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΛΙΝΚΛΕΪΤΕΡ. THE PERFECT… THREESOME.
Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό ακούγοντας το όνομα Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ, μετά από ένα 20λεπτο μαζί του στην 63η Μπερλινάλε, είναι «ένας πολύ ισορροπημένος άνθρωπος». Αληθινός, φιλικός, πάνω από όλα ένας κανονικός άνθρωπος που αγαπάει το σινεμά, έχει άποψη με διακριτικότητα, έχει τη διάθεση να σε ακούσει. Όλα αυτά μαζί συνθέτουν το σκηνοθέτη της περίφημης, πολυλατρεμένης παγκοσμίως τριλογίας «Πριν το Ξημέρωμα», «Πριν το Ηλιοβασίλεμα» και του πιο πρόσφατου «Πριν τα Μεσάνυχτα».
Έχοντας συνηθίσει, μέχρι πρότινος, να βρίσκομαι από την άλλη πλευρά της όχθης, με το ρόλο του publicist, το να κάθομαι σε ένα τραπέζι με σκηνοθέτη ή ηθοποιό είναι μια διαφορετική εμπειρία. Είναι βέβαιο ότι οι διάφοροι διάσημοι δε θυμούνται, συνήθως, με ποιους μιλούν, παρότι πολλοί δημοσιογράφοι τρέφουν φρούδες αυταπάτες. Αυτό που μπορεί να μείνει είναι πέντε διαφωτιστικές κουβέντες για αυτό που κάνουν, και μερικές φορές το να σου πουν κάποια πράγματα αληθινά ενδιαφέροντα που μπορεί να σε βάλουν να σκεφτείς, και με τον τρόπο τους να σε κάνουν να αισθανθείς άνετα. Κάπως έτσι ήταν η ατμόσφαιρα στη συνάντηση με τον Λίνκλεϊτερ. Και σου αφήνει τη γεύση ενός ωραίου συνανθρώπου.
Πόσα θέλετε να γνωρίζει το κοινό, προτού δει την ταινία στο σινεμά;
Όσο γίνεται λιγότερα. Ξέρω ότι στο περιβάλλον που ζούμε είναι αδύνατον. Κι εγώ διαβάζω πριν δω κάτι, για να κρίνω αν θα πάω να το δω ή όχι. Αλλά για αυτή την ταινία, όσο λιγότερα ξέρεις τόσο καλύτερα, νομίζω. Μου αρέσει ο τρόπος με τον οποίο αποκαλύπτεται το φιλμ και παρουσιάζονται οι ανατροπές και οι αλλαγές.
Αισθανθήκατε πίεση για αυτή την τρίτη ταινία, για να συνεχιστεί η εξέλιξη αυτού του μυθικού ζευγαριού;
Ξέρετε, η μόνη πίεση είναι οι ίδιοι μας οι εαυτοί. Είχαμε την πρώτη εμπειρία στη Βιέννη και ήταν πολύ τρομακτικό ήδη από τότε το να κάνουμε και δεύτερο φιλμ. Φτιάξαμε αυτούς τους δύο χαρακτήρες, τον Τζέσι και τη Σελίν, οι οποίοι, με έναν τρόπο, ζούσαν αυτή την παράλληλη ζωή με μας. Το γεγονός ότι κάναμε δεύτερη ταινία με αυτό το τέλος, δημιούργησε ερωτήματα. Τους τρεις μας, όπου κι αν πηγαίναμε τα τελευταία εννέα χρόνια, μας ρωτούσαν ως τελευταία ερώτηση στις συνεντεύξεις μας αν αυτοί οι δυο χαρακτήρες θα ξαναβρεθούν. Είναι μια ερώτηση που δε μας έθεταν μετά την πρώτη ταινία. Κανείς δεν ήθελε δεύτερη ταινία, ούτε και ρωτούσε. Τώρα πια πρόκειται για ένα ερώτημα που θα μας συνοδεύει για πάντα. Μας ρωτάνε «θα κάνετε και νέα ταινία»; Η ειλικρινής μου απάντηση αυτή τη στιγμή είναι ότι είμαστε τουλάχιστον πέντε ή έξι χρόνια μακριά από το να έχουμε καν μια αξιοπρεπή ιδέα για ένα νέο project. Θέλει σκέψη, ιδιαίτερα για τον Ίθαν και την Τζούλι, γιατί εγώ είμαι μεγαλύτερός τους και πρέπει να κοιτάξω πίσω. Εκείνοι πρέπει, κατά κάποιον τρόπο, να ζήσουν τις εμπειρίες τους, που ήταν πάντα και το κίνητρο για ένα νέο επεισόδιο στη ζωή των ηρώων. Ποιος ξέρει; Μπορεί σε εννιά χρόνια από τώρα που θα είναι στα πενήντα τους. Μπορεί και όχι. Η ζωή θα το δείξει.
Χρησιμοποιείτε αυτές τις μακριές σεκάνς στην αφήγησή σας. Πόσο διαφοροποιείται από τις άλλες ταινίες σας αυτός ο τρόπος;
Για κάθε ιστορία που ξεδιπλώνεις σε φιλμ, υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος τρόπος να την αφηγηθείς. Επιλέγεις τρόπους που θεωρείς ότι επικοινωνούν καλύτερα με το κοινό. Οπτικά, ως προς τον τόνο. Ο τρόπος που διάλεξα να κινηματογραφήσω αυτό το φιλμ νομίζω ταιριάζει με την ιστορία: αυτές οι μακριές σεκάνς, η ιδέα πως το κοινό κάθεται μαζί με τους ήρωες δίχως πολλά close-ups εδώ κι εκεί. Απλώς άφησα την κάμερά μου να τους ακολουθήσει, να πάω με τη ροή της ιστορίας. Μου αρέσει αυτός ο τρόπος…
Πώς δουλεύετε μαζί με τον Ίθαν Χοκ και τη Ζιλί Ντελπί;
Συνήθως, βρισκόμαστε σε ένα δωμάτιο, γράφουμε, ανταλλάσσουμε ιδέες. Έχει πολλή πλάκα αυτή η διαδικασία και περνάμε καταπληκτικά. Στ’ αλήθεια, είναι σα να είμαστε τρεις παλιοί φίλοι που χαζολογούμε και λέει ο καθένας τα δικά του, σέξι αστεία. Ακόμη και αυτές τις στιγμές, όμως, είμαστε στο πλαίσιο πολύ σκληρής δουλειάς πολλών εβδομάδων, αφού προηγουμένως έχουμε ανταλλάξει διάφορα σενάρια και ιστορίες μεταξύ μας μέσω e-mail.
Η Ελλάδα πώς σας προέκυψε ως χώρος γυρισμάτων;
Θα πήγαινα σε διάφορες χώρες για να δω locations, γιατί ήταν μια-δυο τοποθεσίες – κλειδιά στο σενάριο, όπως το σπίτι του συγγραφέα όπου φιλοξενούνται τα παιδιά. Την Ελλάδα την επισκέφτηκα, γνώριζα κάποιους ανθρώπους, και το πιο σημαντικό ήταν ότι εκεί βρήκαμε το σπίτι. Αυτό ταίριαζε απόλυτα. Και από εκείνη τη στιγμή ο τόπος μας έγινε η Ελλάδα. Ήμασταν σε μια περιοχή, τη Μεσσήνη, που ήταν κάπως λιγότερο τουριστική από όσες γνωρίζουν οι περισσότεροι ξένοι επισκέπτες και ήταν λίγο περισσότερο παρθένα.
Στα πλάνα σας υπάρχουν τα παραδοσιακά ελληνικά σοκάκια, όταν τα παιδιά πηγαίνουν στο χωριό, αλλά το τελευταίο μέρος είναι γυρισμένο σε ένα πολύ μοντέρνο ξενοδοχείο. Πώς κάνατε αυτή την επιλογή;
Το μοντέρνο ξενοδοχείο φαίνεται ως εξέλιξη, αλλά δεν είναι. Όταν περπατάς στην Ελλάδα έχεις αυτή την αίσθηση του παραδοσιακού, του παλιού. Σκέφτεσαι ότι αυτό το μέρος είναι ιστορίας 4.000 ετών, οι αρχιτεκτονικές είναι από διάφορες χρονικές περιόδους, ένα κάστρο μπορεί να είναι 500 ετών ή και πολύ παλαιότερο. Εμείς οι Αμερικάνοι κάπως έτσι σκεφτόμαστε. Η Ελλάδα, όμως, δεν είναι μόνο αυτό. Δεν ήθελα να την εικονοποιήσω με τον τρόπο που πολύ συχνά γίνεται ως κλισέ, όπως ήταν πενήντα ή εξήντα χρόνια πριν, αλλά να δείξω και τη σύγχρονη, μοντέρνα πλευρά της. Αυτό το κομμάτι της δεν το βλέπεις πολύ συχνά.
Η ταινία τοποθετείται πάνω στην αλλαγή των ανθρώπων μέσα στο χρόνο. Πόσο αισθάνεστε ότι έχετε αλλάξει εσείς με το πέρασμά του;
Αυτό είναι το αιώνιο ερώτημα. Όλοι το σκεφτόμαστε. Έχω αλλάξει από το παρελθόν; Μέσα μας όλοι έχουμε αλλάξει λίγο. Χρόνο με το χρόνο, μέρα με τη μέρα, οι εμπειρίες πολλαπλασιάζονται και η ζωή προσθέτει συνεχώς νέα πράγματα. Σε μια πολύ επιφανειακή αξιολόγηση, μπορεί να πούμε σε κάποιον που έχουμε να τον συναντήσουμε είκοσι χρόνια, «Είσαι ο ίδιος. Δεν άλλαξες καθόλου». Στην πραγματικότητα, μόνο ο πυρήνας μας δεν αλλάζει. Αυτό είναι και η καρδιά της ταινίας. Άλλαξαν ο Τζέσι και η Σελίν; Είναι ακόμη συνδεδεμένοι όπως ήταν σχεδόν είκοσι χρόνια πριν; Η ζωή έχει έναν τρόπο να σε πλουτίζει αλλά και να σε φορτώνει, είτε αυτό λέγεται παιδιά είτε απλές καθημερινές ευθύνες. Δεν είσαι πια 23, όπου κατεβαίνεις από ένα τρένο απλά, έτσι, για να δεις κάτι καινούργιο, που δε σε περιμένει κανένας πίσω στο σπίτι, ούτε έχεις συγκεκριμένο χρονοπλάνο. Τη δεύτερη φορά που συναντιούνται, και οι δυο τους έχουν πολύ συγκεκριμένα πλάνα και πολύ λίγο χρόνο. Η πραγματικότητα τους έχει πλησιάσει πολύ, παρά το γεγονός ότι υπάρχει πάντα αυτό το ρομάντζο. Σε αυτή την τρίτη ταινία βλέπουμε πια την κοινωνικότητά τους, τη διάδρασή τους με άλλους ανθρώπους… Είναι πολύ περισσότερο προσγειωμένοι, πλέον…
Πάνω σε αυτό, παρακολουθώντας το ζευγάρι, βλέπεις ότι για να απολαμβάνουν το «μαζί», το χιούμορ είναι αυτό που φαίνεται να τους κάνει να θέλουν να συνεχίσουν. Πιστεύετε ότι είναι αναπόφευκτο για τις σχέσεις;
Νομίζω πως είναι υγιές, αν μπορείς να περνάς καλά. Είναι μια επιλογή που κάνεις μέσα σε μια σχέση. Αν δεν μπορεί να ευχαριστηθεί κάποιος στη σχέση ή να κάνει ο ένας τον άλλο να γελάει, δεν πρόκειται ποτέ να λειτουργήσει. Βλέπεις τον Τζέσι και τη Σελίν στα 23 τους. Κάθονται, συζητούν, υπάρχουν απαντήσεις στον ορίζοντα, θα ανακαλύψουν κάτι. Στα 30 τους, ο κόσμος αλλάζει, δουλεύουν, έχουν άλλα στο μυαλό τους, αν και στη βάση τους είναι οι ίδιοι άνθρωποι. Στα 40, πια, αναρωτιέσαι αν όσα έχεις κάνει μέχρι τότε είναι αυτά όλα κι όλα, αν είναι ό,τι καλύτερο μπόρεσες να πετύχεις. Καλό είναι να μπορείς να βλέπεις πλέον με χιούμορ τα πράγματα.
Σκεφτήκατε για τη συγκεκριμένη ταινία κάποια εναλλακτική, διαφορετική εξέλιξη, ας πούμε άλλο τόπο, χρόνο, δίχως παιδιά;
Φυσικά. Θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε η εξέλιξη. Όλα όσα περιγράψατε. Αυτό που θέλαμε οι τρεις μας, όμως, ήταν να είμαστε ειλικρινείς, να φτιάξουμε χαρακτήρες που θα ζούσαν παράλληλα με μας. Το αποτέλεσμα και στις τρεις ταινίες είναι η ειλικρινής έκφραση των αληθινών μας εμπειριών. Και το αποτέλεσμα αντιπροσωπεύει τις εμπειρίες και των τριών μας. Είναι κάτι σαν αντανάκλαση των ζωών μας. Το 1994, όταν γυρίσαμε την πρώτη ταινία, είχα μια κόρη που ήταν ενός έτους – τώρα είναι φοιτήτρια. Αυτή τη στιγμή όλοι μαζί έχουμε οκτώ παιδιά, έχουμε περάσει πολλά, και στην ταινία είναι εμφανείς οι αναφορές μας.
Τα χολιγουντιανά φιλμ είναι κάπως απομακρυσμένα από τα κοινωνικά, σχεσεακά προβλήματα και την κρίση. Νιώθετε πως με την ταινία σας δημιουργείτε ελπίδα;
Ελπίδα; Το ελπίζω… Ελπίζω να δημιουργείται ελπίδα. Βέβαια, μέσα σε αυτή την ταινία υπάρχει η φράση «Η ελπίδα θα σε σκοτώσει». Την ελπίδα πρέπει να την κερδίσεις. Μπορείς να πεις ότι έχω ελπίδες για το μέλλον, γιατί έκανα αυτά κι αυτά κι αυτά. Έτσι απλά, δεν μπορείς να ελπίζεις… Για την ελπίδα, πιο συνολικά, πρέπει να μεριμνούν τα κράτη, οι πολιτείες. Η ελπίδα έχει προϋποθέσεις.
Το «Πριν τα Μεσάνυχτα» ξεκινά την καριέρα του στους ελληνικούς κινηματογράφους από τις 13 Ιουνίου, σε διανομή της εταιρείας Feelgood. Διάβασε εδώ (ή εδώ) και τη συνέντευξη των δύο πρωταγωνιστών της ταινίας.