FreeCinema

Follow us
11.123:00

«Ενσαρκώνοντας τον Παζολίνι»: Notturno lutto.


Η Τίλντα Σουίντον και ο ιστορικός μόδας Ολιβιέ Σαγιάρ παρουσιάζουν το «Ενσαρκώνοντας τον Παζολίνι». Μία performance – défilé που υμνεί (και πενθεί) τα κοστούμια του Ντανίλο Ντονάτι από ταινίες του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Από σήμερα έως και τις 16 Δεκεμβρίου, στο – 1 της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Προφανώς και είναι sold-out. Ίσως για λάθος λόγους. Διότι εδώ δεν πρωταγωνιστεί κανένα «συνώνυμο» της μόδας.

Υπάρχουν φορές που αναγκάζομαι να μνημονεύσω τη φράση «πρέπει να το δεις για να το πιστέψεις». Ειλικρινά, δεν ήμουν προετοιμασμένος γι’ αυτό που επρόκειτο να παρακολουθήσω στη Στέγη. Και ομολογώ πως δεν είμαι και κανένας φανατικός του φιλμικού κόσμου του Πιερ Πάολο Παζολίνι, ούτε και αντιλαμβάνομαι την Τίλντα Σουίντον σαν ένα είδος «totem» της pop κουλτούρας. Ταλαντούχα ηθοποιός και (σχεδόν αλλόκοτα) χαρισματική μορφή, ναι. Με βαρύτητα από την περίοδο στην οποία ανήκε στο «punk» entourage του Ντέρεκ Τζάρμαν, όχι εξαιτίας του σημερινού hype και… της μοδός (όπως τείνω να λέω απαξιωτικά ενίοτε).

Στημένο όπως κάθε παραδοσιακό défilé, στο – 1 της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, το «Ενσαρκώνοντας τον Παζολίνι» μοιάζει με μια τελετή λατρείας των κοστουμιών του Ντανίλο Ντονάτι από ταινίες του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Η performance ξεκινά με ένα διαρκές ξεπακετάρισμα ξύλινων καλουπιών (που σταδιακά θα υποδέχονται καπέλα) και ενδυμάτων, τα οποία εξετάζονται από την Σουίντον και τους συνεργάτες / βοηθούς της που κυκλοφορούν στον χώρο σαν να βρίσκονται σε εργαστηριακή μονάδα κλινικής αποστείρωσης ή κάνουν curating για μια έκθεση σε μουσείο. Η χλωμή φυσιογνωμία της Σουίντον «βυθίζεται» στο λευκό μιας ποδιάς, μιας φόρμας ή ενός φορέματος που δεν επιδιώκει να τονίσει κάτι. Κάπου ανάμεσα στην κούκλα βιτρίνας ή ένα μπούστο ραπτικής, η Σουίντον (πιο συχνά) στέκει ακίνητη ώστε να της φορέσουν το κάθε επόμενο κοστούμι, από το «Ευαγγέλιον Κατά Ματθαίον» (1964) μέχρι το «120 Μέρες στα Σόδομα» (1975). Ακουμπά επάνω της τμήματα του ρούχου από διάφορους ρόλους που ονοματίζει, μαζί με τίτλους των φιλμ. Συνομιλεί με το κάθε ένδυμα, το καταξιώνει με περίσσιο θαυμασμό, ναρκισσεύεται μαζί του, το αποχαιρετά με μια αίσθηση που συνδυάζει την αμέλεια με τη λύπη, μας χαρίζει ένα «freeze-frame» με μούτες υπερβολής.

Για μερικά λεπτά, θέλεις να το… ειρωνευτείς αυτό το «φλου αρτιστίκ» θέαμα. Γιατί δεν έχεις «μπει» ακόμα μέσα του. Στα σχεδόν 105 λεπτά της διάρκειας του «Ενσαρκώνοντας τον Παζολίνι», όμως, οι Σουίντον και Σαγιάρ καταφέρνουν να δώσουν ζωή, ψυχή και πνεύμα σε τούτη τη φαινομενικά «ελιτίστικη» εκκεντρικότητα. Και το project τους καταλήγει ν’ αποτελεί μια τελετή που υμνεί το σινεμά, την Τέχνη και το σώμα, τα οποία «ντύνονται» συνολικά μέσω της μνήμης (μας).

Η σημασία της ανάμνησης της φιλμικής εμπειρίας, το δέος της ρεαλιστικής «επαφής» με το ρούχο, το «εύπλαστο» του γήινου κορμιού που αλλάζει φιγούρες και ρόλους, όλα μαζί ανυψώνουν μια αναπάντεχη συναισθηματική φόρτιση που «παντρεύεται» ιδανικά με το παρουσιαστικό της Σουίντον και τη διαπεραστική της ματιά, η οποία επικοινωνεί ανεξήγητα συγκινητικά μαζί σου. Από ένα σημείο κι έπειτα, χωρίς να μπορώ να πιστέψω ότι μου συμβαίνει, παρακολουθούσα την performance της βουρκωμένος!

Από το συμπεριφορικά περιπαικτικό μιας αχαρακτήριστης ηλικιακά Σουίντον, που έφερνε στον νου τη χαρτοκοπτική του «ντύστε την κούκλα» από το μακρινό παρελθόν, ειδικά στο κομμάτι των κοστουμιών του «Δεκαήμερου» (1971), το «Ενσαρκώνοντας τον Παζολίνι» ολοκληρώνεται (χωρίς να έχεις την αίσθηση του χρόνου) με μια πληθώρα κοστουμιών από τις «120 Μέρες στα Σόδομα», υπό την υπόκρουση του «Nocturne in E-flat major, Op. 9, No. 2» του Φρεντερίκ Σοπέν σε λούπα. Πραγματικά σταματά ο χρόνος, καθώς η Σουίντον δοκιμάζει επάνω της τα φορέματα των κυριών του φιλμ και (για πρώτη φορά) τολμά ν’ αναμετρηθεί με την όψη τους σ’ έναν καθρέφτη, φτάνοντας στην κορύφωση της λευκής τουαλέτας της σινιόρα Βάκαρι. Κάθε φόρεμα (και το – όποτε υπάρχει – συνοδευτικό του καπέλο) καταλήγει στο έδαφος, για να σκεπαστεί από χαρτιά περιτυλίγματος, σαν ένας ενταφιασμός που κλείνει τον κύκλο της Τέχνης και της συνύπαρξής της με τον άνθρωπο / θεατή. Το άκομψο, σχεδόν πένθιμο κουστουμάκι του Τοτό από το «Uccellacci e Uccellini» (1966) ντύνει όπως πρέπει το φινάλε. Τα φώτα σβήνουν. Η ανάμνηση… όχι.

Η άνοδος από το – 1 της Στέγης έγινε με βήματα που δεν έβρισκαν ακόμη τον ρυθμό της κανονικότητας. Νύχτα, Σοπέν, βροχή, καμία διάθεση για κουβέντες. Η «έξοδος», μετά από τέτοιας έντασης πατήματα του «pause», δεν είναι μια εύκολη, αντιμετωπίσιμη υπόθεση. Όση κάθαρση κι αν έχει επιφέρει.

Την Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου, μετά το τέλος της παράστασης, θα ακολουθήσει συζήτηση με την Τίλντα Σουίντον και τον Ολιβιέ Σαγιάρ.