Τι είναι μια cult ταινία; Πόσο σκουπίδι μπορεί ή πρέπει να είναι; Από ποιον πλανήτη έρχεται και γιατί χρειάζεται να τη λατρέψεις; Μια στήλη που… εγκληματεί, για να σου δώσει τις καλύτερες απαντήσεις γύρω από κινηματογραφικά αξιοπερίεργα και τίτλους που αξίζει να μάθεις πως υπάρχουν. Αρκετά συχνότερα… για τους λάθος λόγους!
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΡΕΒΑΤΙΟΥ (1964)
(BEDTIME STORY)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ραλφ Λέβι
- ΚΑΣΤ: Μάρλον Μπράντο, Ντέιβιντ Νίβεν, Σίρλεϊ Τζόουνς, Ντόντι Γκούντμαν, Αράμ Στεφάν, Μαρί Γουίντσορ, Πάρλι Μπερ

Μπορεί τα τελευταία χρόνια να έχουμε βαρεθεί να αναφερόμαστε στην έλλειψη έμπνευσης που διακρίνει το Χόλιγουντ, γεγονός που το έχει οδηγήσει στην εύκολη λύση των δεκάδων (αχρείαστων κατά κανόνα) remake, η τακτική αυτή όμως υπήρχε πάντοτε. Η διαφορά, ίσως, είναι πως στο κάπως πιο μακρινό παρελθόν η εν λόγω στουντιακή πολιτική διακατέχονταν από σχετική εκλεκτικότητα, αποτελώντας την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Τέτοια περίπτωση ήταν η κωμωδία «Απατεώνες και Τζέντλεμεν» (1988), όπου οι Μάικλ Κέιν και Στιβ Μάρτιν υποδύονταν δύο κομπιναδόρους οι οποίοι ανταγωνίζονταν επί Γαλλικής Ριβιέρας για το ποιος θα βάλει πρώτος χέρι στην περιουσία πάμπλουτης νεαρής κληρονόμου. Μόλις πέρυσι το εν λόγω φιλμ έτυχε… θηλυκής επανεκτέλεσης υπό τον τίτλο «Η Κομπίνα», με τις Ανν Χάθαγουεϊ και Ρέμπελ Γουίλσον να αναλαμβάνουν τους αντίστοιχους ρόλους των ανδρών προκατόχων τους, με τόπο δράσης ξανά τον χλιδάτο γαλλικό Νότο. Αμφότερες οι ταινίες αυτές, όμως, βασίζονταν σε μία παλαιότερη κωμωδία, η οποία αν και διαθέτει ένα κάργα πρωτοκλασάτο καστ, στις μέρες μας είναι ελάχιστα προβεβλημένη. Έχει, μάλιστα, αναπτύξει μία κακή φήμη, ώστε όχι μόνο να θεωρείται σημαντικά υποδεέστερη του πρώτου remake της (αδικαιολόγητα, κατά την γνώμη μου), αλλά ακόμα περισσότερο μελετητές της φιλμογραφίας του Μάρλον Μπράντο να την τοποθετούν σε πολύ υψηλή θέση (ακόμη και στην κορυφή!) στη λίστα με τις χειρότερες ταινίες της καριέρας του (αυτό κι αν είναι αδικαιολόγητο).
Όσοι έχουν υπόψη τους το ιδιαιτέρως δημοφιλές και στο ελληνικό κοινό «Απατεώνες και Τζέντλεμεν», είναι βέβαιο πως θα διαπιστώσουν ότι οι ομοιότητες της πλοκής ανάμεσα στα δύο φιλμ είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς. Ο Λόρενς Τζέιμσον (Νίβεν) την περνάει άνετα κι ωραία στην χλιδάτη Γαλλική Ριβιέρα ως ένας καθ’ όλα αξιοσέβαστος… κομπιναδόρος. Πλασάροντας τον εαυτό του σαν αυτοεξόριστο γαλαζοαίματο που αγωνίζεται για τον κατατρεγμένο λαό του, πείθει ελαφρόμυαλες γυναίκες να του χαρίζουν κυρίως κοσμήματα, όσο και μετρητά, ώστε να μπορεί να συνεχίσει απερίσκεπτα τον «αγώνα» του. Ο Φρέντι Μπένσον (Μπράντο), από την άλλη, είναι ένας μικροκακοποιός, ο οποίος χρησιμοποιώντας την γοητεία του αλλά κι ένα μόνιμο παραμύθι περί της άρρωστης γιαγιάς του, καταφέρνει να αποσπά ασήμαντα χρηματικά ποσά από αθώες νεαρές, που όμως γι’ αυτόν μοιάζουν να είναι υπεραρκετά. Όταν οι δρόμοι τους θα συναντηθούν, εύκολα θα συμπεράνουν πως το γραφικό παραθαλάσσιο Μπομόν δεν χωράει και τους δυο τους. Θα βάλουν στοίχημα για το ποιος θα ξαφρίσει πρώτος την νεοαφιχθείσα ζάπλουτη ιδιοκτήτρια βιομηχανίας σαπουνιών Τζάνετ Γουόκερ (Τζόουνς), με το έπαθλο για τον νικητή να είναι η απρόσκοπτη παραμονή στο «χρυσωρυχείο» της Ριβιέρας.
Αυτός που είχε την ιδέα να ταιριάξει τον Ντέιβιντ Νίβεν με τον Μάρλον Μπράντο σε μία καθαρόαιμη κωμωδία, αφενός πήρε μια ριψοκίνδυνη απόφαση, αφετέρου – εκ του αποτελέσματος – μάλλον δικαιώθηκε. Για τον Νίβεν, ο ρόλος του αριστοκράτη απατεώνα δεν ήταν παρά μια συνέχεια του χαρακτήρα που με επιτυχία είχε λανσάρει στον «Ροζ Πάνθηρα» (1963), με τον Άγγλο ηθοποιό να έχει έτσι κι αλλιώς αποδείξει στην καριέρα του πως τέτοιους bon viveur τύπους τους έπαιζε στα δάχτυλα. Όσον αφορά τον Μπράντο, όμως, η κωμωδία ως είδος αποτελούσε αχαρτογράφητα νερά. Υποδυόμενος εδώ έναν οπορτουνιστή μικροαπατεώνα, αποδεικνύει με γλαφυρή σιγουριά πως προκειμένου να βγάλει έστω και δέκα δολάρια θα πουλούσε ακόμα και τη μάνα του. Καταφέρνει, δε, να στέκεται με χαρακτηριστική ευκολία πλάι στον πολύ πιο έμπειρο comédien συμπρωταγωνιστή του, αν και τούτο το genre σαφώς και δεν ήταν το δυνατό σημείο του σπουδαίο ταλέντου του. Ο Μπράντο εμφανίζεται πολύ άνετος στον ρόλο του, συμπληρώνοντας αβίαστα τα χιουμοριστικά (ενίοτε slapstick) gags του σεναρίου, αφήνοντας την εντύπωση πως ήταν κρίμα που δεν τόλμησε εκ νέου κάτι παρόμοιο. Επειδή οι συγκρίσεις είναι εύλογες σε περιπτώσεις σαν και τούτη, θεωρώ πως η παρουσία του Μπράντο υπερέχει έναντι εκείνης του Μάρτιν στο remake του ‘88, μιας κι εκείνος διέθετε (πέραν όλων των άλλων) και την φυσική γοητεία που απαιτούσε ο ρόλος.
Από την άλλη, το «Απατεώνες και Τζέντλεμεν» υπερτερεί σκηνοθετικά έναντι του original, μιας και ο Φρανκ Οζ επέδειξε σ’ εκείνο μεγαλύτερη σπιρτάδα και καλύτερη γνώση του κωμικού timing. Η κύρια διαφορά ανάμεσα στα δύο φιλμ, όμως, έγκειται στο φινάλε τους, το οποίο αποτελεί και την μοναδική επί της ουσίας απόκλιση μεταξύ τους, με εκείνο του remake να στέκει ως αρκετά εξυπνότερο. Ίσως αυτός να είναι και ο βασικός λόγος που η φήμη της ταινίας του ‘88 έχει ξεπεράσει εκείνη της αυθεντικής. Δεν αποτελούν κάποιο αναμφισβήτητο classic οι «Ιστορίες του Κρεβατιού», καθώς οι πρωταγωνιστές της έχουν εμφανιστεί σε απείρως πιο σπουδαία φιλμ στις καριέρες τους. Πρόκειται, όμως, για ένα διασκεδαστικότατο έργο, με φροντισμένη παραγωγή και όμορφα γυρίσματα στην Ριβιέρα των sixties, που συν τοις άλλοις διαθέτει ένα καστ αληθινό πόλο έλξης. Κι αυτό το τελευταίο δεν χωρά αμφισβήτηση.