Τι είναι μια cult ταινία; Πόσο σκουπίδι μπορεί ή πρέπει να είναι; Από ποιον πλανήτη έρχεται και γιατί χρειάζεται να τη λατρέψεις; Μια στήλη που… εγκληματεί, για να σου δώσει τις καλύτερες απαντήσεις γύρω από κινηματογραφικά αξιοπερίεργα και τίτλους που αξίζει να μάθεις πως υπάρχουν. Αρκετά συχνότερα… για τους λάθος λόγους!
1984 (1956)
- ΕΙΔΟΣ: Επιστημονικής Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάικλ Άντερσον
- ΚΑΣΤ: Έντμοντ Ο'Μπράιεν, Τζαν Στέρλινγκ, Μάικλ Ρέντγκρεϊβ, Ντέιβιντ Κόσοφ, Μέρβιν Τζονς, Ντόναλντ Πλέζανς
Είτε εκληφθεί ως κλασικό μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας που περιγράφει ένα (όχι και τόσο απίθανο) δυστοπικό μέλλον, είτε ως μία «προς γνώση και συμμόρφωση» παρακαταθήκη για τα πάσης φύσεως απολυταρχικά καθεστώτα που μεταξύ άλλων είχαν οδηγήσει στον (πολύ πρόσφατο τότε) Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, είτε ακόμη και ως πολιτική σάτιρα να αντιμετωπιστεί, το βέβαιον είναι πως το «1984», που πρωτοδημοσίευσε ο Τζορτζ Όργουελ στις 8 Ιουνίου του 1949, είναι ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, το οποίο έχει σημαδέψει την pop κουλτούρα όσο ελάχιστα άλλα έργα. Η – εν τη γενέσει – επιρροή του φάνηκε από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες κυκλοφορίας του, αφού δεν χρειάστηκαν παρά δυόμιση μόλις μήνες μέχρι να εμφανιστεί η πρώτη του διασκευή. Επρόκειτο για μία ωριαία ραδιοφωνική μεταφορά του βιβλίου, που μεταδόθηκε στην Αμερική από το NBC Radio στις 27 Αυγούστου του ίδιου έτους. Έκτοτε, ακολούθησαν κι άλλες παρόμοιες ραδιοφωνικές «παραστάσεις», ενώ τηλεοπτικές μεταφορές του έγιναν τόσο στην Αγγλία όσο και στην Αμερική, από το BBC και το CBS αντίστοιχα. Στο χώρο της μουσικής, δε, τα συγκροτήματα και οι καλλιτέχνες που έγραψαν κατά καιρούς τραγούδια με αναφορές στο «1984» είναι αναρίθμητοι (ο Ντέιβιντ Μπόουι είναι το πρώτο όνομα που έρχεται στο μυαλό, όμως η σχετική λίστα είναι πραγματικά ατελείωτη, από όλα τα είδη μουσικής).
Σε ό,τι έχει να κάνει με τον κινηματογράφο, τα πράγματα είναι πιο απλά και μετρημένα, αλλά ταυτοχρόνως και ολίγον παράδοξα. Ναι μεν η ταινία «1984» που ο σκηνοθέτης Μάικλ Ράντφορντ γύρισε το…1984, στέκει ως το υπ’ αριθμόν ένα σημείο αναφοράς σε ό,τι έχει να κάνει με τις κινηματογραφικές μεταφορές του περίφημου βιβλίου, όμως οι επόμενες που συνήθως μνημονεύονται σε μια τέτοια συζήτηση, ουδεμία «αυθεντική» σχέση έχουν με το μυθιστόρημα του Όργουελ. Διότι μπορεί το «Brazil» (1985) του Τέρι Γκίλιαμ ή «Η Πόλη των Χαμένων Παιδιών» (1995) των Ζαν-Πιερ Ζενέ και Μαρκ Καρό να είναι εκ των σχετικά πρόσφατων και σίγουρα αγαπημένων «οργουελικών» δειγμάτων του σινεμά, πλην όμως το φιλμ που πρώτο μετέφερε απευθείας το μνημειώδες έργο του συγγραφέα στον κινηματογράφο, έχει (παραδόξως) ξεχαστεί στις μέρες μας. Πόσω μάλλον όταν τούτο το «1984» διατηρεί ένα πλεονέκτημα, το οποίο όλες οι προαναφερθείσες παραγωγές δεν θα μπορούσαν εκ των πραγμάτων να έχουν: εν έτει 1956, χρονολογία στην οποία γυρίστηκε το φιλμ, το 1984 αποτελούσε πραγματικά… το μέλλον!
Το στόρι είναι γνωστό και καμία ουσιαστική διαφοροποίησή του συναντάται εδώ. Βρισκόμαστε στο 1984, όταν πια ο κόσμος (ως συνέπεια του πυρηνικού πολέμου του 1965) έχει χωριστεί σε τρεις υπερδυνάμεις: την Ωκεανία, την Ευρασία και την Ανατολική Ασία. Ο Γουίνστον Σμιθ είναι υπάλληλος στο Υπουργείο Αλήθειας υπό του απολυταρχικού καθεστώτος της Ωκεανίας, οι πολίτες της οποίας παρακολουθούνται συνεχώς και αδιαλείπτως από το «μάτι» του Μεγάλου Αδελφού. Δουλειά του είναι να επιμελείται άρθρα εφημερίδων, εξαλείφοντας αναφορές σε άτομα που έχουν χαρακτηριστεί ως προδότες του έθνους από το Κόμμα. Αν και κατά βάθος γνωρίζει πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα ουσιαστικό ώστε ν’ αλλάξει την εφιαλτική πραγματικότητα, δεν παύει να ελπίζει, μη μπορώντας να συμφιλιωθεί με την κατάσταση στην οποία είναι αναγκασμένος να ζει. Όταν λαμβάνει ένα σημείωμα με λόγια αγάπης από τη συνάδελφό του Τζούλια, μια αχτίδα φωτός σχηματίζεται έξαφνα εμπρός του. Με τη βοήθεια της κρυφής του αγαπημένης, ο Γουίνστον θα προσπαθήσει να ξετρυπώσει θρυλικό αρχηγό παρακρατικού κινήματος, ώστε να ηγηθούν της εξέγερσης εναντίον του καθεστώτος. Ο Μεγάλος Αδελφός, όμως, έχει λάβει τα μέτρα του για επικίνδυνους επαναστάτες σαν τον Γουίνστον και την Τζούλια.
Ο πρόλογος που τοποθετεί τα γεγονότα στον κατεστραμμένο από τα πυρηνικά κόσμο του 1984, μοιάζει να αντλεί έμπνευση από τον ψυχροπολεμικό παροξυσμό της εποχής του ‘50, καθώς και από τις αμέτρητες b-movies της ίδιας περιόδου, όπου διάφορες φυλές εξωγήινων ή… εντόμων επιτίθονταν στον πλανήτη Γη σπέρνοντας την καταστροφή. Ξενίζει ίσως η τόσο άμεση και ξεκάθαρη σεναριακή οριοθέτηση, πλην όμως το φιλμ γυρίστηκε επτά μόλις χρόνια έπειτα από την κυκλοφορία του βιβλίου και δεν μπορούσε παρά να αφουγκραστεί τις φοβίες και τη νοοτροπία του καιρού εκείνου. Στο ίδιο ακριβώς κλίμα κινείται η εναρκτήρια σεκάνς της αεροπορικής επιδρομής (για τις ανάγκες της οποίας χρησιμοποιήθηκαν ως φυσικό σκηνικό βομβαρδισμένες γειτονιές του Λονδίνου), με τις σειρήνες και τον πανικόβλητο κόσμο να τρέχει, εικόνες με τις οποίες το κοινό της εποχής είχε εξοικειωθεί στην πραγματική του ζωή, ελάχιστα χρόνια πριν. Καθώς οι γνωστές παράμετροι του οργουελικού σύμπαντος εισέρχονται στην πλοκή, το «1984» φαίνεται να μπαίνει στις ράγες που η αρχική πηγή ορίζει.
Η επιστροφή του Γουίνστον Σμιθ στο διαμέρισμά του και η προσπάθειά του να κρύψει το παράνομό του ημερολόγιο, κλωτσώντας το κάτω από την πόρτα ώστε να μην γίνει αντιληπτός από την οθόνη που παρακολουθεί νυχθημερόν τις κινήσεις του, η τόλμη του να κάτσει στην καρέκλα και να γράψει στις σελίδες του το σύνθημα «Κάτω ο Μεγάλος Αδελφός» και η επίσκεψη του καλόκαρδου γείτονα Πάρσονς (μετά της κορούλας του, η οποία κατηγορεί τον εμβρόντητο Σμιθ για κατάσκοπο), αναδύουν πιστότητα και σεβασμό στο αυθεντικό έργο. Το αυτό ισχύει και για την επίσκεψη στην antiquerie του κυρίου Τσάρινγκτον, σκηνή η οποία δημιουργεί νοσταλγία για ένα παρελθόν που με βίαιο τρόπο έχει πια παρέλθει, ένεκα της ζοφερής απολυταρχικότητας. Η τελευταία προσωποποιείται άψογα από τον Μάικλ Ρέντγκρεϊβ, που υποδύεται με την απαιτούμενη ψυχρότητα τον ασυναίσθητο γραφειοκράτη και ως ταπεινός υπηρέτης του Κόμματος δεν έχει κανένα πρόβλημα να κάνει ό,τι είναι απαραίτητο ώστε να εξαλείφει «κινδύνους» άμα τη δημιουργία τους.
Το πρόβλημα του «1984», από την άλλη, είναι πως ο Μάικλ Άντερσον δεν ήταν και κάποιος σπουδαίος σκηνοθέτης, ικανός να δώσει στο φιλμ κάτι πέραν των (σε γενικές γραμμές) τυπικών προαπαιτούμενων. Την προηγούμενη χρονιά, ο Άντερσον είχε παρουσιάσει το classic για τον αγγλικό κινηματογράφο πολεμικό φιλμ «Τα Φρούρια Καταρρέουν», για να γνωρίσει λίγους μήνες έπειτα τη μεγαλύτερη επιτυχία της καριέρας του με το πολυβραβευμένο στα Όσκαρ (νικητή έως και στην κατηγορία καλύτερης ταινίας) «Ο Γύρος του Κόσμου σε Ογδόντα Μέρες» (1956). Από όλα αυτά, μάλλον η φαντασμαγορική διασκευή του στο πασίγνωστο βιβλίο του Ιουλίου Βερν είναι εκείνη που αποτελεί το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της καριέρας του, κάτι που γίνεται φανερό στα πιο απαιτητικά μέρη του «1984». Ο Έντμοντ Ο’Μπράιεν ήταν καλός ηθοποιός, διακρινόταν όμως κυρίως σε δεύτερους ρόλους, το δε παρουσιαστικό του δεν προδιαθέτει για την απαραίτητη «υπόγεια» επαναστατικότητα που κρύβει ο ρόλος του Γουίνστον. Με τον τρόπο που παρουσιάζεται εδώ, το ρομάντζο του με την Τζούλια της Τζαν Στέρλινγκ θα ταίριαζε ίσως περισσότερο σε αισθηματικό δράμα, αφού στερείται της απύθμενης οργής που σαν σπίθα θα άναβε τον έρωτα τους. Προς υπεράσπιση της συγκεκριμένης «αποστειρωμένης» ατασθαλίας, πάντως, ας δεχτούμε πως εν έτει 1956 δύσκολα θα μπορούσε να παρουσιαστεί κάτι πολύ πιο παθιασμένο (ή «αναρχικό»).
Τα συνέδρια του μίσους, η απαγόρευση των ερωτικών σχέσεων, η α λα νεολαίας Χίτλερ στρατολόγηση παιδιών στην υπηρεσία του σκοπού του Κόμματος, τα βασανιστήρια στο Δωμάτιο 101 και το «μάτι» του «Μεγάλου Αδελφού» (που εδώ παραπέμπει πράγματι σε κάτι που μοιάζει με αληθινό βολβό ματιού), κινούνται εντελώς εντός του επιδιωκόμενου δυστοπικού ζόφου, αναδύοντας παράλληλα έναν τρόμο περί… κομμουνισμού, όπως πρόσταζε η περίοδος εκείνη. Όλα τα παραπάνω δεν στοιχειοθετούν αποτυχία για τούτη την πρώτη κινηματογραφική εκδοχή του «1984», όμως, κάπου αφήνουν μια γεύση ανισότητας. Ακόμη κι έτσι, αξίζει να έχει κανείς υπόψη του το φιλμ, έστω σαν μέτρο σύγκρισης με το πιο αναγνωρισμένο «αδελφάκι» του της χρονιάς του ’84. Άλλωστε, όπως ο αφηγητής της ταινίας αναφέρει, «αυτή είναι μία ιστορία του μέλλοντος, που θα μπορούσε να ήταν η ιστορία των παιδιών μας».