FreeCinema

Follow us
20.0222:00

Μπερλινάλε 68: Άλλος έχει το όνομα, ο ίδιος έχει τη χάρη.


Ο τίτλος, επειδή πανθομολογουμένως το διαγωνιστικό του Βερολίνου έχει αδυναμία τα τελευταία χρόνια – και όντως επιβεβαιώνεται ακόμη μια χρονιά, δίχως ΤΗΝ σημαντική ταινία να συζητιέται σοβαρά στα πηγαδάκια του Φεστιβάλ.

Η Μπερλινάλε αισίως έφτασε στο μέσο της και αληθινά περνάμε υπέροχα. Βλέπουμε φίλους, πηγαίνουμε σε ωραία gatherings και parties, η οργάνωση είναι καταπληκτική, όπως πάντα, δεν ταλαιπωρείται ο κόσμος με τις ουρές και τις ατέλειωτες ώρες αναμονής παντού για να παρακολουθήσει ταινίες και κάνει πράματα φτηνά (ακόμη) σε προσιτές τιμές. Έτσι όπως είναι το film industry και οι δημοσιογράφοι με τη σταδιακή απαξίωση οικονομικά της δουλειάς τους, το Φεστιβάλ Βερολίνου αποτελεί μια όαση σε σχέση με άλλα πανάκριβα φεστιβάλ ανά τον κόσμο, όχι μόνο για τους Έλληνες επισκέπτες αλλά και για τους ξένους. Τη Δευτέρα το βράδυ ήμουν στο καταπληκτικό Nespresso lounge με ξένους συναδέλφους, σε ένα από τα rooftops της Potsdammerplatz και συζητιόταν ακριβώς η πενία στα δημοσιογραφικά πράγματα κυριολεκτί, δηλαδή στην απόδοση. Είναι ένας χώρος δύσκολος οικονομικά και πια για να πεις ότι βγάζεις αξιοπρεπή χρήματα, είτε δεν δουλεύεις σε αυτόν τον χώρο είτε… πας στο Χόλιγουντ. Η Μπερλινάλε επιτρέπει να είμαστε εδώ – αν και όχι όλοι. Είναι λιγότερο δυναμικές οι παρουσίες επαγγελματικώς απ’ ό,τι σε άλλες ηπείρους γιατί – κι εδώ ερχόμαστε στην ουσία και το περιεχόμενου του φεστιβάλ – το πρόγραμμα δεν είναι πολύ δυνατό.

Πιο αναλυτικά, είδαμε το «Damsel» (φωτό) με τον Ρόμπερτ Πάτινσον και τη Μία Γουασικόφσκα, ένα female western (αυτό που είναι το θετικό της) που θέλει να είναι κομεντί με χιούμορ, καταφέρνοντάς τα σε κάποια σημεία, όμως η επίγευση είναι αποκαρδιωτική για διαγωνιστικό τέτοιου φεστιβάλ. Η «Eva» του Μπενουά Ζακό με την Ιζαμπέλ Ιπέρ και τον Γκασπάρ Ουλιέλ είναι ένα δράμα: ο Μπερτράν, επίδοξος συγγραφέας που χρησιμοποιεί τις ζωές των άλλων για να παράγει τα γραπτά του, γνωρίζει και εμπλέκεται με την Εύα, μια μεγαλύτερή του πόρνη που πίσω από τη φασάντα κρύβει την τραγωδία της, καθώς κάνει αυτή τη δουλειά για να αντεπεξέρχεται στα έξοδα των δικηγόρων για τον άντρα της που είναι φυλακή. Οι χαρακτήρες ξεκινούν σε κίνητρα από δύο διαμετρικά αντίθετες αφετηρίες, εκείνος του Ουλιέλ είναι τόσο μονόμπατα άσχημος που με το καλημέρα σας τον βλαστημάς, ενώ η Ιπέρ είναι μια από τα ίδια, ένα ψυχρό θύμα της απάτης προς την οποία όμως αντιδρά. Η ερμηνεία της υπέροχη αλλά σχεδόν τυποποιημένη.

Είδαμε δύο ενδιαφέροντα πράγματα στο Πανόραμα, το ουγγρικό «Genesis», που θεματικά φέρνει στο «Άνεμος Ψυχής» του πολύ καλού Μπένεντεκ Φλίγκαουφ, γιατί η υπόθεση των τριών διαπλεκόμενων ιστοριών τού φιλμ εστιάζει στις δολοφονικές επιθέσεις εναντίον των Ρομά της Ουγγαρίας. Σ’ αυτό το δράμα που σε αγγίζει με όμορφες και ρεαλιστικές ερμηνείες και έκβαση λυτρωτική για τον θεατή γιατί λύνονται – πολύ εύκολα – όλα προς το φινάλε, οι τρεις ιστορίες δεν είναι εξίσου ανεπτυγμένες αλλά η τελική γεύση είναι σχετικά θετική. Ενδιαφέρον από το Πανόραμα και το γαλλικό «Journal de ma Tête» με τη Φανί Αρντάν, ένα φιλμ μεγάλης οικονομίας που καταγράφει το χρονικό της δολοφονίας δύο γονιών από έναν 18χρονο και την ηθική αυτουργία της καθηγήτριάς του στην πράξη. Τίθεται εδώ σοβαρά το θέμα της εκπαίδευσης στη δημιουργία των serial killers και το φιλμ, δίχως να αναζητά αποκαλυπτικές αιτιάσεις, επιχειρεί να μπει στο μυαλό του φονιά και να σου μιλήσει για την ψυχική ταραχή που μπορεί να προέλθει από την παρακίνηση της ελεύθερης έκφρασης των ενστίκτων εκ μέρους του σχολείου. Είναι πολύ ενδιαφέρον, μεγάλο κοινωνικό θέμα με πινελιές – που τους λείπει η πλήρης ανάπτυξη – για τον ρόλο των γονιών σε όλο αυτό. Τόλμησα να δω και Forum, αλλά πρέπει να πω ότι δεν θα το ξανακάνω: στο «La Cama» από την Αργεντινή είναι ένας άνδρας και μια γυναίκα και ένα κρεβάτι, και σκέφτηκα «ώπα, αυτό είναι η ταινία μου, θα βγάλουν τα σώψυχά τους, δράμα και melo και κλάμα και σπαραγμός», αλλά την πάτησα διότι τούτο το φιλμ φαίνεται ότι έχει ξεχάσει βασικούς κανόνες του σινεμά, αφήγηση, διάλογο, υπόθεση, ανάπτυξη και όλα αυτά που κάνουν… τις ταινίες. Ακόμη ένα ασπρόμαυρο φιλμ, το «3 Tage in Quiberon» (φωτό) «κλέβει» τρεις ημέρες από τη ζωή της μεγάλης, αγαπημένης ηθοποιού Ρόμι Σνάιντερ, αποτυπώνοντας το χρονικό μιας συνέντευξής της στο περιοδικό Stern. Ήδη η ηθοποιός βρίσκεται στον ονειρικό κόσμο του αλκοόλ και των χαπιών, αδυνατώντας να αντιμετωπίσει συναισθηματικά την πραγματικότητα. Η ομοιότητα της ηθοποιού με τη Σνάιντερ είναι διαβολική πραγματικά. Και επειδή την αγαπώ τη Ρόμι πολύ, με τράβηξε όλο το πράγμα, απλώς είναι δύσκολο να έχει ευρύ ενδιαφέρον δίχως τον συσχετισμό με τη μεγάλη ηθοποιό, και ειδικά σε ασπρόμαυρο γίνεται ακόμη πιο δυσχερής η ευρεία θέαση.

Το καλύτερο, πάντως, που κάναμε ήταν ότι πήγαμε στο event screening της νέας ταινίας του Στράτου Τζίτζη με τον τίτλο «Night Out», εκτός προγράμματος Μπερλινάλε αλλά εντός του χρόνου διεξαγωγής της. Πέρα από την ταινία που είναι ένα χρονικό στην περιλάλητη νυχτερινή ζωή του Βερολίνου, μεγάλο μέρος της έκανε το κατόρθωμα να γυριστεί μέσα στο θρυλικό sex bar KitKat, όπου και έγινε αυτή η καταπληκτική προβολή. Ήταν μια διοργάνωση της εταιρείας πωλήσεων του φιλμ, WIDE, του σκηνοθέτη και του ίδιου του club που μάζεψε και κάποιον από τον απίστευτο κόσμο του. Το KitKat είναι αδύνατο να περιγραφεί σαν μέρος, είναι κάτι το μοναδικό, και οι θαμώνες του, που ήταν οι απολύτως κατάλληλοι για τούτο το φιλμ, επίσης απερίγραπτοι. Βλέπαμε την ταινία με dress code των περισσοτέρων ημίγυμνων, γυμνών ή υποτυπωδώς ή ιδιαιτέρως ντυμένων με «κάτι», δίχως αιδώ, με μια ελευθερία της χαράς της ζωής. Θαυμάσια εμπειρία.