Μπερλινάλε 67: Κρύο. Έξω και μέσα.
To Βερολίνο είναι παγωμένο. Οι περισσότεροι διαπιστευμένοι αναζητούν διαρκώς αίθουσες να μπουν μέσα ή χώρους να ζεσταθούν. Και δεν χιονίζει, δυστυχώς, για να σπάσει το κρύο και να συνέλθουμε. Όντας στην καρδιά της Μπερλινάλε και μην έχοντας φέτος μεγάλα ονόματα παρόντα, αλλά και αισθητά λιγότερο κόσμο, το Φεστιβάλ Βερολίνου νιώθεις ότι χάνει λίγη από την αίγλη του κάθε χρόνο.
Μπορεί να φταίει και η μεταναστευτική ταραχή στην Ευρώπη ή τα τρομοκρατικά χτυπήματα ή και η οικονομική κρίση που δεν επιτρέπει 10ήμερη διαμονή στο Φεστιβάλ, πάντως οι διαπιστευμένοι είναι πολύ λιγότεροι. Από την άλλη, πρέπει να το πούμε: οι αίθουσες για τον κόσμο είναι ασφυκτικά γεμάτες. Γιατί σε αντίθεση με άλλες διοργανώσεις, αυτή του Βερολίνου είναι ένα Φεστιβάλ και για τον κόσμο – όχι μόνο για επαγγελματίες – και πολύ καλά κάνει. Οι δημοσιογράφοι έχω την αίσθηση ότι βαριούνται, οι επαγγελματίες διανομείς, πωλητές, παραγωγοί βρίσκονται στο Gropius για τα deals τους και εκεί κινείται δυνατά η κατάσταση, και ο κόσμος βλέπει ταινίες σε fully-booked αίθουσες.
Αν εξαιρέσεις το «Viceroy’s House» της Γκουρίντερ Τσάντα (εκτός συναγωνισμού) που ήταν τηλεοπτικό κακέκτυπο της δεκαετίας του ’80, άλλες ταινίες που παρακολουθήσαμε δεν ήταν καθόλου κακές. Για να μην αδικήσω εντελώς την ταινία της Τσάντα, να πω ότι είναι σχεδόν αυτοβιογραφικό φιλμ, αφού πρόκειται για την ιστορία της γιαγιάς της και αναφέρεται στον μεγάλο, οδυνηρό μεταναστευτικό σπαραγμό μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν και τις θρησκευτικές ομάδες Ινδουιστών, Σιχ και Μουσουλμάνων, που αναγκάστηκαν να επιλέξουν πού θα ζήσουν, πράγμα το οποίο άλλαξε ριζικά τη γεωγραφική και ανθρωπολογική εικόνα αυτού του μέρους του πλανήτη. Αυτά όλα παρουσιάζονται με έναν πολύ παιδαριώδη τηλεοπτικό τρόπο, αλλά… η Αιγύπτια συνάδελφος που την παρακολουθήσαμε παρέα δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει. Είναι θέμα καταβολής τι σου πιάνει την καρδιά.
Το «The Dinner» του Όρεν Μόβερμαν, που προσωπικά εκτιμώ πολύ, δεν άρεσε ιδιαίτερα: δυο αδέλφια, ένας πολιτικός, ο Ρίτσαρντ Γκιρ, και ένα επιστήμονας, ο Στιβ Κούγκαν, συναντιούνται σε ένα δείπνο για να αποφασίσουν τι θα γίνει με ένα έγκλημα που διέπραξαν τα παιδιά τους. Πολύ βίαιο φιλμ, λεκτικά και επί του πρακτέου, χαλάει λίγο από τα flashback τού τι έγινε στο παρελθόν και δεν αφήνει την παρούσα ροή του σπαραγμού των δυο αδελφών να ξετυλίξει τις πυώδεις σχέσεις των ανθρώπων του. Προσωπικά, μου άρεσε, αν και πιο κάτω από τις προσδοκίες.
Θα σταθώ στις δύο ταινίες που κρατάνε το λάβαρο των γυναικών με δύναμη σε τούτο το φετινό πρόγραμμα της Μπερλινάλε. Η μία είναι το «Félicité» του Αλέν Γκομί. Ηρωίδα είναι η Φελισιτέ, μια τραγουδίστρια ενός bar στο Κονγκό της φτώχιας, που της συμβαίνει να πάθει ένα ατύχημα ο έφηβος γιος της και κινδυνεύει να χάσει το πόδι του. Κολλημένη στο πρόσωπό της η κάμερα – είναι ένα πρόσωπο που έχει σκληρύνει από τις συνθήκες και περιπλανιέται να μαζέψει τα χρήματα για να εγχειριστεί το παιδί, σε ένα σύστημα όπου η λέξη «παροχές» είναι άγνωστη και η αθλιότητα των συνθηκών ροκανίζει τις ζωές των καημένων ανθρώπων. Η Φελισιτέ προσπαθεί να βρει τα χρήματα κάνοντας κουραστικούς ποδαρόδρομους στους χωματόδρομους της παραγκούπολης όπου ζει, πάει και μέχρι τον πατέρα του παιδιού ρίχνοντας την περηφάνια της, όχι όμως την αξιοπρέπειά της. Γιατί η ταινία είναι μια ωδή στη γυναικεία αξιοπρέπεια και τη ρώμη που δε λυγίζει ούτε από την πέριξ αθλιότητα, ούτε από τη σκληρότητα των πολιτών που ζουν σε απάνθρωπες καταστάσεις. Θαυμάσια η πρωταγωνίστρια, τραχιά σκηνοθεσία, ναι, λίγο φλύαρη στο μακρύ της σενάριο, κούκλος πάντως ο σκηνοθέτης Αλέν Γκομί (όλα να τα λέμε!), μετά το μετάνιωσα που δεν πήγα στη συνέντευξη Τύπου για να τον θαυμάσω εκ του σύνεγγυς.
Πολυαναμενόμενο το «Una Mujer Fantástica» του Σεμπαστιάν Λέλιο, του σκηνοθέτη του «Gloria» που αγάπησα πολύ στην Μπερλινάλε πριν από τρία χρόνια. Το πρώτο πολύ καλό φιλμ που είδα με μεγάλες αξιώσεις, πλέον, ακόμη και οσκαρικές, γιατί αγοράστηκε από τη Sony. Oπότε, ο δρόμος της είναι μακρύς και ο Αργεντινοχιλιανός Λέλιο γράφει πια ευδιάκριτα το όνομά του στον φεστιβαλικό αλλά και τον εμπορικό κύκλο παγκοσμίως. Πάλι στο επίκεντρο γυναίκα, η transsexual Μαρίνα, γκαρσόνα που λατρεύει το τραγούδι, είναι σε σχέση με τον 57χρονο Ορλάντο. Μια νύχτα που είναι μαζί, στον Ορλάντο συμβαίνει ένα θανατηφόρο περιστατικό και η Μαρίνα πια βρίσκεται στο επίκεντρο ενός κυκεώνα αναγκαστικής γραφειοκρατίας που την ευτελίζει και, κυρίως, στο έλεος των συγγενών του αγαπημένου της: η πρώην γυναίκα, ο γιος, το περιβάλλον βρίσκονται απέναντι στη Μαρίνα και της φέρονται σαν να είναι το απόλυτο παράσιτο. Αυτά με μια οικονομία, έναν σεβασμό στην προσωπικότητα της ηρωίδας, χωρίς υπερδραματοποιήσεις που απευθύνονται στο αμερικάνικο κοινό και συνεπώς δίχως να εκβιάζεται το δάκρυ, που προσωπικά δεν έριξα. Η επίδραση, όμως, της ταινίας με αυτή τη μετρημένη οικονομία σε όλα τα επίπεδα ενεργοποιεί τη σκέψη και μετά την καρδιά που δεν βγάζει κλάμα και από κει πάλι στο μυαλό και ξανά στην καρδιά. Μου προκάλεσε, δηλαδή, μια αξιοθαύμαστη ισορροπία ανάμεσα σε αυτά που αισθάνθηκα και αυτά που σκέφτηκα. Γιατί δεν αναλώνει τη Μαρίνα σε σκηνικά που θα ερεθίσουν με κραυγαλέο δράμα. Και γιατί το αξιοθαύμαστο είναι ότι η Μαρίνα είναι μια γυναίκα που νιώθει πως έχει τη θέση της ανάμεσα στις γυναίκες όλου του κόσμου, και το δάκρυ της και οι αντιδράσεις της στέκονται τόσο ισάξια και τόσο έξοχα πλάι σε αυτές μιας οποιαδήποτε γυναίκας, που, προσωπικά, αισθάνθηκα περηφάνια που ανήκει στο φύλο μου. «Μια γυναίκα φανταστική» είναι η Μαρίνα, και η Ντανιέλα Βέγκα η οποία την υποδύεται πανάξια για το μεγάλο βραβείο ερμηνείας.