Μπερλινάλε 65: Κύριε Βέντερς, «Every Thing Will (Not) Be Fine».
H Tρίτη ήταν για την Μπερλινάλε η μέρα του Βιμ Βέντερς, αναμφίβολα. Ντόπιος, αγαπημένος, πολυαναμενόμενος, μιας και τα τελευταία χρόνια δεν μας έχει συνηθίσει στις μυθοπλασίες, για τους λιγότερο αισιόδοξους κι όσους δεν τον αγαπάνε και τόσο (όσο εμείς) ήταν ελαφρώς επίφοβη τούτη η ταινία. Και, δυστυχώς, δεν έπεσαν έξω…
Καταρχάς, στους χώρους του Cinemaxx όπου θα γινόταν η προβολή για τους δημοσιογράφους, περίπου 45 λεπτά πριν ξεκινήσει το «Every Thing Will Be Fine», γινόταν… ο κακός χαμός. Ίσα που πρέπει και οι 4.200 διαπιστευμένοι του Τύπου που παρευρίσκονται στο Φεστιβάλ Βερολίνου να ήταν παρόντες. Καθώς πλησιάζαμε την αίθουσα, αυτή την εικόνα αντιμετωπίζαμε…
Οι Γερμανοί, βέβαια, ποτέ δεν πάνε ξεβράκωτοι στ’ αγκάθια και ήταν προετοιμασμένοι. Το καλό που έχει το Βερολίνο, με την οργανωτικότητα που το διαπνέει, είναι ότι και λίγη ουρά να περιμένεις, σίγουρα θα δεις ταινία στο φινάλε. Μας ξαπόστειλαν, λοιπόν, μέσα στο Sony Center (με λίγες, αλλά θεμιτές γκρίνιες) και θα πρέπει να ήταν η τρίτη ή η τέταρτη αίθουσα στην οποία γινόταν η προβολή της ταινίας. Και μάλιστα 3D προβολή, μιας και το φιλμ είναι γυρισμένο τρισδιάστατο. Πρωταγωνιστής ο Τζέιμς Φράνκο, ο οποίος έχει κατασκηνώσει κανονικά στο Βερολίνο εδώ και αρκετές μέρες (έπαιζε και στον Χέρτσογκ, εκτός από τις μισές αμερικάνικες ταινίες – διεκδικεί σε υπεραπασχόληση τα πρωτεία από τον Ντάνι Τρέχο, δηλαδή) και ήταν παρών χαμογελαστός και κεφάτος και στη συνέντευξη Τύπου. Μαζί του στην ταινία η Ρέιτσελ ΜακΆνταμς και η Σαρλότ Γκενσμπούργκ. Το στόρι είναι γραμμένο από τον Νορβηγό Μπγιόρν Όλαφ Γιοχάνεσεν και ο Βέντερς δούλεψε αρκετό καιρό αφού είχε ολοκληρωθεί το σενάριο με τους ηθοποιούς και την επιλογή των χώρων (τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στον Καναδά).
Στο διά ταύτα, ο Φράνκο παίζει έναν συγγραφέα, που τον βρίσκουμε να έχει χάσει την έμπνευσή του, να έχει κάνει απόπειρα αυτοκτονίας και να βρίσκεται εκούσια στην εκπνοή της σχέσης του με την κοπέλα του, τη ΜακΆνταμς. Με το αμάξι του χτυπάει δυο παιδάκια, και με μια τραγική έκβαση του γεγονότος σημαδεύεται, κάνει κάποιες αλλαγές, και στο πέρασμα των χρόνων τον βρίσκουμε με μια άλλη σύντροφο, να έχει γράψει ακόμη δυο πετυχημένα βιβλία, και τη μητέρα και τον ένα γιο που ενεπλάκησαν στο τότε δυστύχημα να επανέρχονται σαν Ερινύες στη ζωή του. Πρόκειται, δηλαδή, για το κλασικό στόρι ενός συγγραφέα που όλα τα βλέπει από απόσταση, πάνω και πρώτα από όλα είναι αυτό που κάνει και όχι οι σχέσεις και οι άνθρωποι που ορίζουν την ύπαρξή του. Το σημείο αυτό να πούμε ότι είναι το ενδιαφέρον – καθόλου πρωτότυπο επουδενί: Το πόσο κρυστάλλινα εγωιστές μπορούν να είναι οι δημιουργοί, γιατί νιώθουν ότι επιτελούν ένα έργο ανώτερο από όλους εμάς τους κοινούς θνητούς. Ένας τέτοιος είναι και ο Τομά, που τα λόγια του λες πως κάνουν οικονομία για να τυπωθούν μόνο στο χαρτί και τα συναισθήματά του, μια από τα ίδια, λες και φυλάγονται για να περιγραφούν μέσα στις σελίδες των βιβλίων του. Το πρόβλημα είναι ότι ο Τομά δεν είναι καθόλου ενδιαφέρων και το παίξιμο του Τζέιμς Φράνκο είναι τόσο άνευρο και εκνευριστικό που μου θύμισε τον… Στράτο Τζώρτζογλου, ο οποίος κινούνταν ωσάν ζόμπι στο «Τοπίο στην Ομίχλη», για να χαριτολογήσουμε (ο Φραγκούλης γελάει στο βάθος).
Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι η διάδραση των προσώπων δεν έχει κανένα δραματουργικό βάρος, ώστε να μπεις και να μην έχεις την αίσθηση ότι βλέπεις ένα χάρτινο κατασκεύασμα. Δεν μπορείς να συμμετάσχεις γιατί δεν υπάρχει συναίσθημα και από τις γυναίκες, απέναντι στις οποίες ο Βέντερς παραδοσιακά είναι αμήχανος, αλλά και με τον ίδιο του τον αρσενικό ήρωα, νιώθεις ότι είναι σαν να τον κοιτάει να κουνιέται πέρα-δώθε στα τρισδιάστατα πλάνα του. Και γιατί όλο αυτό να γίνει τρισδιάστατο, δηλαδή; Δεν το πολυκατάλαβα και σκέφτηκα ότι ο μόνος λόγος είναι ότι ο Βέντερς μπορούσε και ήθελε για την εμπειρία και… το έκανε. Δεν μπορώ να φανταστώ τι εξυπηρετεί κάτι τέτοιο, αν και ο ίδιος μας είπε ότι ήθελε να φωτίσει καλύτερα τις εκφράσεις και να κάνει πιο ευκρινή τα πρόσωπα. (Τώρα ποιες εκφράσεις και ποια πρόσωπα, όταν ο Φράνκο «παίζει» σα ζόμπι, είναι άλλο θέμα…). Το ξεψυχισμένο χειροκρότημα ήταν ευγενείας και τρομοκρατήθηκα με την ιδέα ότι μπορεί να νομίζει πως «όλα πήγαν καλά».
Στο Cubix της Αλεξάντερπλατς παρακολουθήσαμε και το «Nasty Baby» από το Πανόραμα. Πρόκειται για μια ιστορία στη σύγχρονη Νέα Υόρκη όπου ένα gay ζευγάρι, ένας μαύρος και ένας λευκός, αποφασίζουν να κάνουν μια φίλη τους παρένθετη μητέρα για να αποκτήσουν ένα παιδί. Τόνοι ξεκάθαρου ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά, θεματική που την έχουμε ξαναδεί πάμπολλες φορές και έχει καταντήσει εντελώς κλισέ. Για να είμαι ειλικρινής, κόντεψε να με πάρει στις αγκάλες του ο Μορφέας…
Να σημειώσω για το κλείσιμο το υπέροχο δίωρο που μας χάρισε ο Ένιο Μορικόνε στη συναυλία του στην Ο2 αρένα, την Τρίτη το βράδυ. Η συναυλία δεν διοργανώθηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, ωστόσο πάρα πολλοί γνωστοί και γνωστές φάτσες διαπιστευμένων βρέθηκαν εκεί. Είναι όμορφο σε τούτες τις δέκα μέρες που μπαινοβγαίνουμε στις σκοτεινές αίθουσες να ακούμε λατρεμένες μουσικές από τον «Επαγγελματία» μέχρι τα spaghetti και την «Αποστολή», μουσικές που μας κάνουν να αισθανόμαστε ότι το σινεμά είναι όντως… παράδεισος. Σεμνός, γνήσιος καλλιτέχνης, τιμήθηκε στην ίδια συναυλία, ως έκπληξη, με το βραβείο Cinema for Peace, το οποίο έλαβε δια χειρός εγγονού Νέλσον Μαντέλα και της Ναστάζια Κίνσκι. Και σκέφτηκα ότι μπορεί κάποιες ταινίες να μην τις θυμάμαι ούτε σε τίτλους ούτε σε υπόθεση, θυμάμαι όμως τις μουσικές που τις συνοδέψαν και ποιος τις έγραψε!