FreeCinema

Follow us

ΤΟ ΜΟΝΟ ΑΓΟΡΙ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ (2017)

(THE ONLY LIVING BOY IN NEW YORK)

  • ΕΙΔΟΣ: Ρομαντική Δραματική Κομεντί
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μαρκ Γουέμπ
  • ΚΑΣΤ: Κάλουμ Τέρνερ, Τζεφ Μπρίτζες, Πιρς Μπρόσναν, Κέιτ Μπέκινσεϊλ, Κίρσι Κλέμονς, Σίνθια Νίξον
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 88'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS

Ο graduate του κολεγίου Τόμας ποθεί την κολλητή του, να μείνει μακριά απ’ τους γονείς του, να εκδοθεί. Του σκάει απ’ το πουθενά υποστηρικτικός ομότεχνος, πατρική κουτσουκέλα, νταραβεράκι με την πέτρα του σκανδάλου. Living is learning. (Ακόμα) τι;

To fan club των Σάιμον και Γκαρφάνκελ και του «Πρωτάρη» (1967) θα ακούσει στο πίσω μέρος του μυαλού του πώς ο τίτλος παρά το περιεχόμενο ενός άσματός τους και το classic του Μάικ Νίκολς τη διαπερνούν ευθέως (το anthem στο soundtrack, το εκκρεμές μετά τις σπουδές του παλικάρι) ή πλαγίως (το «ένας άνδρας, δυο γυναίκες» μοτίβο μετασχηματίζεται στο «μια γυναίκα, δύο άνδρες» αντίστοιχό του). Οι αμετανόητα πιστοί στον Γούντι Άλεν θα ανατρέξουν, ακόμη κι αν υφίστανται μόνο εκλεκτικές συγγένειες (το Μεγάλο Μήλο του… πνεύματος, μια ο-νέος-είν’-ωραίος-μα-ο-παλιός-είναι-αλλιώς άτυπη μαθητεία στην καλλιτεχνία και τη ζωή), στα «Έρωτας και Τίποτα Άλλο» (2003) και «Κι αν Σου Κάτσει;» (2009) σε μια λιγότερο ιλαρή και «προσωπική» μεικτή εκδοχή τους. Οι θαυμαστές τού Μαρκ Γουέμπ θα καταλάβουν γρήγορα γιατί είπε ναι σ’ αυτή την παραγγελία για λογαριασμό κατά το ήμισυ της Amazon και, μολονότι θα δυσκολευτούν να εντοπίσουν το οπτικό του αποτύπωμα, θα τον βρουν να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις της και να αντεπεξέρχεται με αποτελέσματα μόλις λίγο κατώτερα απ’ ό,τι στα «500 Μέρες με τη Σάμερ» και τα δύο «The Amazing Spider-Man». Και η ειλικρινώς υμέτερη, εν είδει ενός φανταστικού pitch κατόπιν μιας τρικυμίας εν κρανίω έμπνευσης ως συνήθως, είδε ένα φάσωμα του «Ανακαλύπτοντας τον Φόρεστερ» (2000) με την «Αναστασία» (το, πολύκροτο στην εποχή του, serial του ΜEGA εννοώ), με τα καλά και τα κακά του.

Είναι όσοι γνωρίζουν την προϋπηρεσία του ανθρώπου που επινόησε το άπαν και το έβαλε στο χαρτί (επειδή για ταινία σεναρίου παρά για οτιδήποτε άλλο πρόκειται) αυτοί που θα πάθουν την πλακάρα τους, πάντως. Πρώτον γιατί είναι ο ίδιος άνθρωπος του οποίου προσφάτως η κούτρα κατέβασε μεϊνστριμάδικα στη… σειρά τα επιεικώς αποτυχημένα «Το Διάστημα Ανάμεσά μας», «Κρυφή Ομορφιά» και «Τακούνια… σε Μυστική Αποστολή», αφού είχε αναδειχθεί σε go-to guy των studio αναλαμβάνοντας σιγουράκια από το «Wall Street: Το Χρήμα Ποτέ δεν Πεθαίνει» (2010) και το «Rock of Ages» (επίσημα) μέχρι το «San Andreas: Επικίνδυνο Ρήγμα» (άνευ credit). Και δεύτερον επειδή το σοβαρότερο υλοποιημένο προϊόν της διανοίας του από την εποχή του άπαιχτου εδώ δράματος «Όσα Χάσαμε στη Φωτιά» (2007) μέχρις ενός σημείου δικαιώνει τη φήμη που είχε αποκτήσει στο κύκλωμα αλλά και στο … ράφι τού pre και in production όπου βρισκόταν εδώ και 12 χρόνια, αφότου ο σχεδόν άφραγκος, παρατημένος απ’ τον ατζέντη του και σε ανάνηψη απ’ τον παθολογικό τζόγο (εμ, πώς θα ‘γραφε και το «21» του 2008;) Άλαν Λόουμπ μετακόμισε στην πόλη που ποτέ δεν κοιμάται, το έγραψε και το πούλησε ως το πρώτο του από το Α ώς το Ω script.

Ναι. Είναι σαν κάτι, και όχι λίγο, από την ψυχικά επώδυνη μύηση και εύρεση της θέσης (μαζί με τον εαυτό) του ανδρός στη βιομηχανία τού οπτικοακουστικώς ιστορείν να αναπλάθεται όχι ασύνθετα και με (ευπρόσδεκτα περιπεπλεγμένους) άλλους όρους, εκείνους του οικογενειακού melo, και του τετραγωνικού ρομάντζου, και του αλληλοεπουλωτικού διαγενεακού buddy movie, σ’ αυτή την ιστορία. Της σμίλευσης ενός άπειρου αρσενικού κι εκκολαπτόμενου μυθοπλάστη από την ανεκπλήρωτη πρώτη ή την απροσδόκητη δεύτερη καψούρα, τη στοργική καθοδήγηση ενός ήδη βαρεμένου με τις λέξεις στο σινάφι και τη βιοτή, το καταστάλαγμα των γνώσεων και των σφαλμάτων που θα αποκρυσταλλώσουν οι εμπειρίες τού μικρού μέσα κι έξω απ’ τα πλαίσια των… μυστικών τού σοφιστικέ ενδιαφερόντων κύκλου του. Ίσως γι’ αυτό ο Λόουμπ στοιχειοθετεί εξαρχής ανάγλυφα δυναμικά, αρκούντως ελκυστικά (με την πολύτιμη βοήθεια του ο-Έντι-Ρέντμεϊν-συναντάει-τον-Τζέιμς-Φράνκο Κάλουμ Τέρνερ), περισσότερο και περισσότερο πειστικά απ’ όλες την κεντροπερσόνα του: του σαλονάτων καταβολών Τόμας, πανεπιστημιακού απόφοιτου προικισμένου σε φαιά ουσία και φλεγόμενου από επιθυμία για κάτι παραπάνω από τη μία νύχτα μεθυσμένου πάθους που του διέθεσε η αδελφή ψυχή αλλά σε σχέση εξ αποστάσεως με άλλον Μίμι. Το «αγόρι» ψάχνεται για τη συνέχεια γενικώς, κουβαλώντας τήν σε ευαίσθητη ηλικία «επαγγελματική» απόρριψη του εκδότη πατέρα και τον διπολισμό της αρτίστας μητέρας του, και σε δικό του διαμέρισμα θα βρεθεί χωρίς να το καταλάβει υπό την προστασία των χαλαρών συμβουλών νέου γείτονα, ενός λειτουργικά αλκοολικού συγγραφέα. Αλλά και υπό την επήρεια μιας 40άρας επιμελήτριας, που από το κρεβάτι τού «γέρου» του θα βρεθεί (και) στο δικό του, κι αυτή μπερδεμένη. Τι θα βάλει τέρμα στα ψέματα και τι άλλο κεφαλαιώδες δεν έχει ειπωθεί (και μπορεί να αλλάξει τα πάντα) ανάμεσα σε όλους τους;

Ισάξιος ενός Ροθ, όσον αφορά το chic μικροκόσμου και τα… θέματα, σε υψηλής λογοτεχνικής αλλά και συναισθηματικής νοημοσύνης ατάκες (τουλάχιστον 2 χωρία της υποτιθέμενης πένας τού πάλιουρα είναι τόσο wow που μπορεί να νομίσεις ότι βλέπεις μεταφορά λογοτεχνήματος, αν δεν γνωρίζεις περί του πρωτότυπου σεναρίου), ο Λόουμπ ακολουθεί κατά πόδας τον great Φίλιπ, δυστυχώς, και στο ελλιπές σκάρωμα των ψυχισμών (όχι τόσο των δύο έτερων ανδρών όσο) των γυναικών τού συμπλέγματος. Στην περίπτωση της δροσερότατης ως παρουσίας πάντως Κίρσι Κλέμονς, φταίει και ο τύπος τής ηθοποιού που δεν εγκολπώνει απόλυτα το wit τής υπαλλήλου παλαιοβιβλιοπωλείου. Στις περιπτώσεις της νευρασθενικής mom (πιο πολύ, καθώς δεν τη βλέπουμε ποτέ έτσι) και της hot επαγγελματία του χώρου που το ‘χει δίπορτο (κάπως λιγότερο, περισσότερη διακοσμητικότητα απ’ ό,τι του πρέπει εκ της υπόθεσης είναι που εκπέμπει ο συγκεκριμένος ρόλος) φταίει το ξεφύλλισμα κάποιων επεισοδίων που θα τις πάκτωναν χαρακτηρολογικά. Εκεί είναι που χρειάζεται ο Γουέμπ για να κάνει τα δικά του θαύματα, ορίζοντας την εκφραστική κλίμακα των Νίξον – Μπέκινσεϊλ και τον Άιβορι-αλλά-indie αέρα των γυρισμάτων κυρίως στο Ιστ Βίλατζ. Ο Μπρόσναν ανασύρει υποφερτά ένα κοστούμι από τη γνώριμη γκαρνταρόμπα των γιάπικων σιλουετών του ενώ την παρουσία του Μπρίτζες βαραίνει η τεξανή προφορά που, σε αντίθεση με τη μουστάκα και τη στολή του σερίφη, μοιάζει να έχει ξεμείνει ενοχλητικά και αχρείαστα από το «Πάση Θυσία».

Το «quod me nutrit me destruit» (που θα ‘λεγε και ο Κρίστοφερ Μάρλοου – και το υπογάστριο της Αντζελίνα Τζολί) του φιλμ στέκεται το πολύ καλά κρυμμένο ώς την αποκάλυψή του κλου, καρδιά της πλοκής που χτυπάει αφανώς παράλληλα και κλιμακωτά για έναν αποσιωπημένο (και από έναν άμεσα ενδιαφερόμενο, και από εμάς) δεσμό μεταξύ τεσσάρων από τους λεγάμενους. Ο οποίος επιστεγάζει το κυμαινόμενο συνήθως χαριτωμένα από τη φαμίλια της μεσόκοπης διανόησης του Μανχάταν μέχρι τα ζωτικά ψεύδη των ενηλίκων κι από τα ερασιτεχνικά ντετεκτιβιλίκια της libido τού «Απιστίες και Αμαρτίες» (1989) μέχρι τον όσα-λένε-οι-άνδρες-μεταξύ-τους απογαλακτισμό του «Μαθήματα Γοητείας» (2002) αφήγημα, εωσότου το εμφανέστατο final cut γράψει τον επίλογο επεξηγηματικά ανόητα, διηγητικά αμήχανα, τονικά ξέπνοα. Αν ευθύνεται ο κινηματογραφικός βραχίονας (η χερούκλα, μάλλον) του Τζεφ Μπέζος που αυτός ο Θωμάς εξόν σοφότερος βγαίνει και πιο άπιστος απ’ ό,τι έδειχνε ότι θα είναι, ελπίζουμε να πήρε το μάθημά του. I know you’ve been eager to fly now / Hey, let your honesty shine, shine now / Do-n-do-d-do-n-do / Like it shines on me / The only living boy in New York. Το λέει το ίδιο το τραγούδι…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Must για την ιντελιγκέντσια της πένας και τους I ❤ NY τύπους. Οι αναζητούντες ένα θερινό αλενικό υποκατάστατο θα βολευτούν, αν δεν περιμένουν συνεχώς χωρατά. Μαρκγουεμπικοί, θα σας αρέσει αλλά προσοχή: δεν είναι «… Σάμερ» (ειδικά στο look), κι ας έχει κάτι από δαύτο στην ίντριγκα 20+ ειδυλλίου και στις διαθέσεις. Οι εραστές μόνο των υπερθεαμάτων θα βαρεθούν. Υ.Γ. Συγχαρητήρια στον διανομέα: δεν ξέρω πώς το κατάφερε, αλλά η ταινία προβάλλεται σε παγκόσμια πρώτη.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.