SAN ANDREAS: ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΡΗΓΜΑ (2015)
(SAN ANDREAS)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Καταστροφής
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπραντ Πέιτον
- ΚΑΣΤ: Ντουέιν Τζόνσον, Κάρλα Γκουτζίνο, Αλεξάντρα Νταντάριο, Χιούγκο Τζόνστοουν-Μπαρτ, Αρτ Πάρκινσον, Πολ Τζιαμάτι, Γιόγουαν Γκρίφιθ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 114'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Διασώστης – πιλότος ελικοπτέρου και η εν διαστάσει σύζυγός του συνταξιδεύουν από το Λος Άντζελες ως το Σαν Φρανσίσκο, σε αναζήτηση της κόρης τους που αγωνίζεται να βρει κρησφύγετο από τα 9+ ρίχτερ κι ένα τρομακτικό tsunami, αποτέλεσμα της ενεργοποίησης του ρήγματος του Αγίου Ανδρέα.
Τα εντυπωσιακά εφέ και οι δραματικές (ή μελοδραματικές, αν προτιμάς) εντάσεις είναι τα βασικότερα χαρακτηριστικά τού είδους των ταινιών καταστροφής που μεσουράνησαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 στο Χόλιγουντ. Ενίοτε, τα studios επιστρέφουν σε αυτά (βλέπε τα επικά «Μετά την Επόμενη Μέρα» και «2012» του Ρόλαντ Έμεριχ), τεστάροντας τις πιο πρόσφατες δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας και επιτρέποντας στο κοινό να τσιρίξει χαβαλετζίδικα, να πετάξει ανέμελα το popcorn του στον αέρα ή… να φρικάρει στα σοβαρά με τη σκέψη ότι και στην αληθινή ζωή μπορεί να είναι έρμαιο της Φύσης. Γιατί, πέρα από τις τρελές απιθανότητες αυτών των σεναρίων, ένα στοιχείο ρεαλιστικής απειλής και κινδύνων υφίσταται.
Στα πρόθυρα του διαζυγίου (ύστερα τον πνιγμό της νεαρότερης κόρης του, που έφερε βαθύτατη ψυχολογική κρίση στην οικογένεια), ο Ρέι Γκέινς, διασώστης του Πυροσβεστικού Σώματος του Λος Άντζελες, αναζητά τη λύτρωση μέσα από την επιχείρηση σωτηρίας της μεγαλύτερης θυγατέρας, η οποία βιώνει τα επακόλουθα του μεγαλύτερου καταγεγραμμένου σεισμού στην ιστορία, σε ένα Σαν Φρανσίσκο σχεδόν ισοπεδωμένο, το οποίο πρόκειται να χτυπηθεί και από ένα πελώριο tsunami!
Από την αρχή αντιλαμβάνεσαι πως όλα τα κλισέ τού είδους βρίσκονται συγκεντρωμένα εδώ. Από την άλλη, όμως, γνωρίζεις και τι πρόκειται να δεις, και τους κώδικές του, και την… ανοησία του. Εάν έχεις μεγαλώσει με αυτά τα φιλμ, στην εποχή τους, εάν δεν έχει μείνει περίπτωση καταστροφής που να μην είχες καταναλώσει τότε (όπως εγώ) στη μεγάλη οθόνη, παρακολουθείς το «San Andreas» ως κάτι το απόλυτα… προφανές και αποδεκτό. Εάν δεν κατανοείς τις βάσεις τού συγκεκριμένου είδους, θα σου μείνουν τα εφέ, τα αμέτρητα «Oh, my God!» και μια αμερικανική σημαία που κυματίζει (μαζί με την ελπίδα και το όνειρο) στο φινάλε. Και ο σαρκασμός…
Γιατί να σαρκάσεις, όμως; Τι περισσότερο είχε ο αντίστοιχος «Σεισμός» του 1974; Απλά, μερικές ακόμη δραματικές υποπλοκές και χαρακτήρες. Στο «San Andreas» το σενάριο δεν ξανοίγεται ιδιαίτερα, ο Ντουέιν Τζόνσον είναι ο πάτερ φαμίλιας που… θα παρατήσει όλη την υπόλοιπη Καλιφόρνια για να σώσει την κόρη του (κοινώς, το καθήκον πάει κατά διαόλου, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων όπου η δημόσια ασφάλεια εμφανίζεται ως «αναλαμπή» μπροστά του, βλέπε τη σκηνή στην είσοδο του γηπέδου) ή και τον γάμο του, εντέλει. Παραδίπλα, το ρομαντικό «κονέ» εκείνης με τα δύο αδέλφια που την απεγκλωβίζουν από ένα υπόγειο parking και γίνονται οι συνοδοιπόροι της, κάνει την ιστορία της Μπλέικ λιγότερο βαρετή. Περισσότερο παραμελημένος είναι ο σεισμολόγος του Τζιαμάτι, ο οποίος δεν «πλησιάζεται» ποτέ ως χαρακτήρας και ο μέλλοντας πατριός της Μπλέικ που περπατάει αλαφιασμένος στους δρόμους του Σαν Φρανσίσκο, αποκτηνωμένος από το ένστικτο της επιβίωσης, όποτε το σενάριο θυμάται ότι ζει ακόμη…
Το «San Andreas» αποτελεί κυρίως μια νίκη του Ντουέιν Τζόνσον, που σηκώνει όλο το φιλμ πάνω του, ουχί μονάχα ως… σωματότυπος μπρατσαρά ήρωα, αλλά και πείθοντας για την αγωνία και το δράμα τού πατέρα τον οποίο υποδύεται, κάτι που δύσκολα φαντάζεσαι να είναι ικανός να πράξει άλλος ηθοποιός… των κυβικών του στο Χόλιγουντ σήμερα. Ο Τζόνσον είναι μια φιγούρα που καταφέρνει να σου κλέψει και το συναίσθημα, μέσα σε μια ταινία της οποίας η δράση και το καταστροφικό θέαμα δεν αφήνουν χρόνο για δεύτερη σκέψη (ή για να πάρεις τα πράγματα τόσο… στα σοβαρά). Σε αυτόν τον τομέα, τα οπτικά εφέ χαρίζουν απολαύσεις έντονες, ανασηκώματα αγωνίας από το κάθισμα και αγγίζουν εντυπωσιακά το ρεαλιστικό, αποδεικνύοντας πόσο μπροστά βρίσκεται η βιομηχανία του θεάματος σε σχέση με το πιο… αγαθό παρελθόν ενός – σαφώς αρχετυπικού – «San Francisco» (1936), για παράδειγμα. Τώρα, αν πας να δεις ταινία καταστροφής και «κολλάς» στο… κατεστραμμένο της σενάριο, τι να πω, μπορείς πάντα να κατεβείς από τις σκάλες ή να πάρεις και το ασανσέρ ακόμη…