ROCK OF AGES (2012)
- ΕΙΔΟΣ: Μιούζικαλ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άνταμ Σάνκμαν
- ΚΑΣΤ: Τζουλιάν Χάου, Ντιέγκο Μπονέτα, Άλεκ Μπόλντουιν, Ράσελ Μπραντ, Τομ Κρουζ, Κάθριν Ζίτα-Τζόουνς, Πολ Τζιαμάτι, Μαλίν Άκερμαν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 123'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: VILLAGE FILMS
Το κορίτσι από την επαρχία. Το αγόρι από τη μεγάλη πόλη. Θα συναντηθούν, θα ερωτευθούν και θα κάνουν όνειρα στη Sunset Strip. Τραγουδιστά!
Το «Rock of Ages» ανήκει στην κατηγορία των «jukebox musicals», όπου το ρεπερτόριο αποτελείται από «δανεικά» pop/rock hits, με τα οποία το κοινό ταυτίζεται σχεδόν συναυλιακά. Σχεδόν όπως συνέβαινε και με το «Mamma Mia!» (2008), με τη διαφορά ότι εκεί τα τραγούδια των ABBA κατόρθωναν να στήσουν το σκελετό μιας ιστορίας και να σχολιάζουν τα δρώμενα αυτής λες και είχαν γραφτεί γι’ αυτό το σκοπό. Στο φιλμ του Άνταμ Σάνκμαν («Hairspray»), τα τραγούδια μεταδίδουν την ενέργειά τους όπως την έχουμε βιώσει στην πραγματική μας ζωή, αλλά σπάνια εμψυχώνουν μια ιστορία που θέλεις να παρακολουθήσεις στην οθόνη. Κοινώς, έχεις πετύχει γαμάτο αφιέρωμα με σουξέ από τα 80’s σε μουσικό τηλεοπτικό κανάλι, αλλά στα ενδιάμεσα σκάνε και κάτι ενοχλητικοί «παρουσιαστές»…
Το σενάριο συνδυάζει τη στερεοτυπική ρομαντική ιστορία της τυχαίας γνωριμίας που θα φέρει τον κεραυνοβόλο έρωτα, με ολίγη από υποπλοκές οι οποίες αφορούν σε «λαϊβάδικο» – nightclub (που παραπέμπει στο Whisky a Go Go) στα 1987, με ιδιοκτήτη καταχρεωμένο (Άλεκ Μπόλντουιν), βοηθό – τεχνικό σαλεμένο (Ράσελ Μπραντ), μια θεούσα – σύζυγο Δημάρχου που θέλει να τους το κλείσει (Κάθριν Ζίτα-Τζόουνς), rock star – θεότητα (Τομ Κρουζ) στην τελευταία του ζωντανή εμφάνιση με τη μπάντα του, κερδοσκόπο μπαζο-ατζέντη (Πολ Τζιαμάτι) και δημοσιογράφο – παρθενόπη από το Rolling Stone (Μαλίν Άκερμαν) που επιδιώκει να ξυπνήσει το αληθινό νόημα της ψυχής της rock στο ίνδαλμα. Πολλά πρόσωπα για μια ταινία (πόσω μάλλον για ένα μιούζικαλ…), ελάχιστη η δουλειά που πραγματικά κάνουν για να «ντύσουν» την ιστορία.
Όσο όλοι αυτοί τραγουδάνε (από Def Leppard, Journey, Foreigner, Bon Jovi, REO Speedwagon, Guns N’ Roses, Twisted Sister, Poison και βάλε…), το κάθισμα δονείται και σείεται ρυθμικά, το κεφάλι βρίσκεται στα πρόθυρα του headbanging και οι… μεγαλύτεροι ψάχνουν και για χαρτομάντιλα! Όταν σταματάνε, όμως, αισθάνεσαι ένα χάσμα πλήξης, για να μη σου μιλήσω και για το χάσμα… των γενεών! Με λόγια απλά: το «Rock of Ages» και τα τραγούδια του «μιλάνε» καλύτερα στον θεατή που τα έζησε… κυριολεκτικά – κι άντε μετά να εξηγήσεις στη σημερινή πιτσιρικαρία πως όλα αυτά γράφτηκαν στα 80’s και όχι για την ταινία! Ή, ακόμη χειρότερα, πάρε το (gay) target group του είδους του μιούζικαλ και πείσε το να «ροκάρει» αντί να πνιγεί μέσα στη μελοδραματική τσιρίδα. Οι ήττες είναι απανωτές…
Σκηνοθετικά, ο Σάνκμαν δεν αξιοποιεί τις γνώσεις από το προηγούμενο επάγγελμά του (τη χορογραφία) και έχει γυρίσει ένα κινηματογραφικό μιούζικαλ που δεν κινείται ανάλογα, αν και πετυχαίνει το βιντεοκλιπίστικο σε ουκ ολίγα νούμερα. Η αμηχανία του, όμως, είναι φανερή. Δεν ξέρει τα βήματα. Και γαντζώνεται πάνω στα τραγούδια και το καστ του. Αφήνοντας το πρωταγωνιστικό ζευγάρι που θα ξεχαστεί, τον Μπραντ που βολτάρει με προβλέψιμη άνεση σ’ ένα ρόλο τόσο συγγενή με την περσόνα που έχει δημιουργήσει στο χώρο της showbiz εδώ και χρόνια, τους ανεκμετάλλευτους Μπόλντουιν και Τζιαμάτι, τη γεννημένη για το μιούζικαλ Ζίτα-Τζόουνς που απολαμβάνει το κάθε λεπτό της παρουσίας της μπροστά από το φακό της κάμερας, μας μένει το βασικό ατού, το πιο δυνατό χαρτί, ό,τι πιο απίστευτο να χωνέψεις στο «Rock of Ages»: ο Κρουζ!
Όσες διαφωνίες και να έχεις για τις υποκριτικές ικανότητες του Τομ Κρουζ, όσο κι αν πιστεύεις πως η κωλοφαρδία ήταν ο καλύτερος σύμμαχος στην καριέρα του, υπάρχουν στιγμές στη φιλμογραφία του που σε κάνουν να αντιλαμβάνεσαι πως ο άνθρωπος δεν είναι τυχαίος, ούτε μονάχα ένα πιασάρικο χαμόγελο. Όπως έχει αποδείξει σε μικρότερους ρόλους, στο «Magnolia» (1999) και στο «Tropic Thunder» (2008) ακόμη, μπορεί να λειτουργήσει άψογα και σαν καρατερίστας απαιτήσεων. Αυτό κάνει κι εδώ. Υποδύεται ένα απομεινάρι των συμβολισμών της βιομηχανίας της αμερικανικής rock σκηνής του ’80, μια τρομακτική ρέπλικα του Άξελ Ρόουζ, που καταναλώνει σεξ, αλκοόλ και παραισθήσεις μεγαλείου non-stop, μέχρι να βγει μπροστά στο κοινό του για να συνειδητοποιήσει πως είναι αληθινός, larger than life και… ακόμη ζωντανός. Περίπου ό,τι συμβαίνει και με το φιλμ, δηλαδή. Όσο παίζει το jukebox, όλα είναι… «Pour Some Sugar On Me». Την υπόλοιπη ώρα, η βελόνα κυλάει τζάμπα στ’ αυλάκι…
Και μιλώντας για τραγούδια, υπάρχουν δύο σκηνές απόλυτης ανθολογίας, ειλικρινά, χωρίς να με βρίζεις για τα spoilers, περίμενε ν’ ακούσεις (και να δεις τι γίνεται σ)τα «Can’t Fight This Feeling» και «I Want To Know What Love Is», που ξέρεις σαν μπαλάντες, αλλά εδώ θα σε κάνουν να… λιώσεις από τα γέλια! Εγώ σε προειδοποίησα.