FreeCinema

Follow us
28.0210:00

Μπερλινάλε 73: Περασμένα μεγαλεία;


Μία Μπερλινάλε πλήρης, με την Αγορά της, τους καλεσμένους της, τα celebrit-ά της και τα όλα της, ολοκληρώθηκε πριν από λίγες μέρες στο Βερολίνο. Μετά από τρία χρόνια πανδημικής αποχής, απόλυτης φοβίας και απεριόριστων μέτρων, η μεγάλη γερμανική φεστιβαλική διοργάνωση μπήκε ξανά στη συνήθη ρότα της με πολλές αλλαγές… όχι ιδιαίτερα ευχάριστες.

Καταρχάς να πούμε ότι το φεστιβαλικό κέντρο που βρίσκεται στην Potsdammer Platz έχει αλλάξει ριζικά. Παντού γίνονται έργα ανάπλασης και τίποτα δεν θυμίζει αυτό που είχαμε παλιά, να περπατάμε ελεύθερα στους γύρω δρόμους. Απλά και μόνο διότι όλα αυτά τα σημεία είναι πια ένα… εργοτάξιο. Στο Sony Center έχουν κλείσει τους 18 υπόγειους κινηματογράφους Cinestar (είναι άγνωστοι οι λόγοι, προφανώς έχει να κάνει με επενδύσεις και σχέδια της πόλης) και στα πέριξ της πλατείας έσω, εστιατόρια και café έχουν κλείσει, με ένα μόνιμο εργοτάξιο στην μέση. Το Arkaden, το εμπορικό κέντρο που πήγαιναν όλοι οι διαπιστευμένοι, έχει ανακαινιστεί, έχει δυο-τρία café για να καθίσει κανείς και δεν υπάρχουν πια τα μαγαζιά και οι αγορές όπου έβλεπες κόσμο να τριγυρνά. Μια ζωντάνια, δηλαδή. Αυτό από μόνο του δυσχέραινε πάρα πολύ τη συνεύρεση με συναδέλφους, και χάναμε τον μισό μας χρόνο ψάχνοντας πού να πάμε για ένα γρήγορο snack ή για να πιούμε κάτι. Οι χώροι, λοιπόν, δεν είχαν τίποτα από φεστιβαλικό κλίμα. Δυστυχώς.

Η απώλεια των Cinestar έχει καταδικάσει την διοργάνωση σ’ έναν κατακερματισμό σε ολόκληρη την πόλη, καθώς για να παρακολουθήσεις ταινίες πρέπει να πας στην Alexanderplatz και σε πιο απομακρυσμένα σημεία. Η όλη αίσθηση είναι τύπου «περασμένα μεγαλεία», πράγμα οδυνηρό για εμάς που αγαπάμε αυτό το Φεστιβάλ κι έχουμε ζήσει πολύ ωραία πράγματα στο Βερολίνο.

Από πέρσι, οι διαπιστευμένοι δημοσιογράφοι κόβουν και (μηδενικά) εισιτήρια, τα οποία συνοδεύουν το badge ώστε να μπαίνεις στις προβολές, κάτι που υιοθέτησαν πρώτες οι Κάννες για ν’ αποφύγουν τις τεράστιες ουρές δύο, τριών ή ακόμη και τεσσάρων ωρών (!) για να μπεις σε αίθουσα. Αυτό δεν γνωρίζω πόσο απαραίτητο ήταν για το Βερολίνο, αφού σε τούτο το Φεστιβάλ δεν είχε ποτέ ουρές για να δεις ταινία, γενικά. Οι Γερμανοί υπήρξαν πάντα άψογοι στην οργάνωσή τους και δεν υπήρχε περίπτωση να χάσεις ταινία. Τώρα, έπρεπε να ξυπνάμε στις 07:00 για να κλείσουμε εισιτήρια, τα οποία ομολογουμένως πάντα έβρισκες και πάντα είχαν διαθεσιμότητα. Για τις προβολές και του κοινού (που οι δημοσιογράφοι μπορούν να μπαίνουν εναλλακτικά), όμως, έπρεπε μετά να μπεις στο σύστημα και στις 10:00 το πρωί που άνοιγε το online booking του κοινού. Αυτό είναι κάτι που, φυσικά, δεν έκανα ποτέ. Είχα φύγει και έβλεπα ταινία ήδη ή είχα φύγει για τα ραντεβού μου.

Το online σύστημα για το κοινό ήταν ένα θρίλερ: τα εισιτήρια εξαφανίζονταν σε δευτερόλεπτα! Ο σκηνοθέτης Βασίλης Κατσούπης μας αφηγήθηκε τον αγώνα που έκανε για να βγάλει εισιτήρια σε κάποιους ανθρώπους (πέραν από εκείνα που του διέθετε η Μπερλινάλε), όπως (για παράδειγμα) στους γονείς του. Περίμενε το άνοιγμα του συστήματος, κάποιος δικός του κατάφερε να βγάλει μερικά εισιτήρια και ο ίδιος, απελπισμένος, ζήτησε βοήθεια από τους διοργανωτές, οι οποίοι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα!

Αναφορικά με τις διαπιστεύσεις των ανθρώπων του Market (που κοστίζει 300 ευρώ), αν δεν είχες badge buyer ή festival, ήσουν υποχρεωμένος να βλέπεις τη σαβούρα των προβολών των sales και όχι τις ταινίες του προγράμματος! Αυτό ήρθε σαν ειδοποίηση στο Market δέκα μέρες πριν αρχίσει η Μπερλινάλε: ότι θα έχουν πρόσβαση μόνο στις προβολές του Market και πουθενά αλλού. Και αυτές οι προβολές είναι γεμάτες πραγματικό «σκουπίδι», γιατί τις εταιρείες δεν τις συμφέρει να κάνουν market screenings μέσω του επίσημου επίσημου, αφού στοιχίζει ένα σκασμό λεφτά.

Εντάξει όλα αυτά, Μπερλινάλε μου σ’ αγαπώ και το λέω ειλικρινά. Ανεξάρτητα από όλα. Ανεξάρτητα από το ότι τα πράγματα έγιναν πιο δύσκολα, πιο πολύπλοκα, όπως γίνεται όλη μας η ζωή. Από το πρόγραμμα και εξαιτίας του τρεξίματος σε άλλες περιοχές και ανέβα-κατέβα τα Metro και τα παρελκόμενα, αφενός, έγινα κομμάτια από κόπωση και, αφετέρου, δεν κατάφερα να δω περισσότερες από δέκα ταινίες, βάλε τα γραψίματα και βάλε και τις συνεντεύξεις και τις επαφές με τις εταιρείες κι όλα αυτά. Το έχω γράψει και στο παρελθόν, ότι δεν είμαι φίλος του προσανατολισμού του νέου Καλλιτεχνικού Διευθυντή. Αγαπά το σινεμά conceptual, πολιτικό, ακαδημαϊκό, ένα σινεμά που δεν είναι του γούστου μου. Ωστόσο, έχει ένα στίγμα, ξέρεις τι θα δεις και τι να περιμένεις. Ανεξάρτητα από το αν σου αρέσει ή όχι, οι σημαντικοί φεστιβαλικοί προγραμματιστές (αυτοί οι απειροελάχιστοι στον κόσμο, κι όχι απαραίτητα των μεγάλων διοργανώσεων που κάνουν / ασκούν και πολιτική) είναι συνεπείς και άγονται από έναν «δαίμονα»: διαλέγουν στ’ αλήθεια ταινίες κοινού παρονομαστή. Ξέρεις γιατί τις διαλέγουν, πράγμα που είναι χάρισμα και σπανιότατο σε μικρά ή μεγάλα Φεστιβάλ. Αυτό το αναγνωρίζω απόλυτα στον Κάρλο Σατριάν, παρά το γεγονός ότι οι ταινίες του διαγωνιστικού θα μπορούσαν να πάνε σε μικρότερες διοργανώσεις και όχι τέτοιου βεληνεκούς και κύρους.

Από την άλλη, για μένα δεν είναι σαφής ο διαχωρισμός του τμήματος Encounters (όπως και σε πολλούς επαγγελματίες που έχω συζητήσει) και το γιατί μπαίνει μια ταινία εδώ και μια εκεί. Στο Πανόραμα, επίσης, αναγνωρίζει κανείς γιατί επιλέγεται μια ταινία και είναι ένα συνεπές τμήμα το οποίο έχει την έξοχη γραμμή του σπουδαίου Βίλαντ Σπεκ. Ομολογουμένως, βασικά εκεί κινούμαι (όπως και στο Generation) με πολύ μεγαλύτερη ασφάλεια.

Από ταινίες που είδα, το (άνοιγμα του Φεστιβάλ) «She Came to Me» της Ρεμπέκα Μίλερήταν ένα συμπαθητικό και μικρό εργάκι (με τίποτα αντάξιο ενός opening, δηλαδή), πάνω στις νευρώσεις και την δημιουργία (τουλάχιστον για μένα). Παίζει ο Πίτερ Ντίνκλετζ, η Ανν Χάθαγουεϊ και η Μαρίσα Τομέι (αιθέρια και υπέροχη, μια κανονική όμορφη γυναίκα που χάζεψα περισσότερο από οτιδήποτε). Μου άρεσε πολύ το γερμανικό «Irgendwann Werden Wir Uns Alles Erzählen» (από το Διαγωνιστικό, παραδόξως) (φωτό). Αυτή ήταν μάλλον η ταινία μου. Πρόκειται για φιλμ της Έμιλι Ατέφ (η προηγούμενή της, η σχεδόν βιογραφία της Ρόμι Σνάιντερ, είχε παίξει κι αυτή στο Διαγωνιστικό πρόγραμμα). Η ιστορία εκτυλίσσεται στο 1990, λίγο μετά την πτώση του Τείχους, στην αγροτική Θουριγκία. Εκεί πάει να μείνει η 19χρονη Μαρία με την μεγάλη οικογένεια του φίλου της, που είναι αγρότες. Μια κατακερματισμένη οικογένεια με τον ένα γιο στο Μόναχο που τώρα ενώνεται ξανά με την οικογένεια, με μια δυτική ελευθερία που αιωρείται πάνω από τα κεφάλια τους και τους νεότερους ν’ αναζητούν τι να την κάνουν. Η Μαρία ερωτεύεται τον 40χρονο αγρότη γείτονα που βλέπει κρυφά, είναι ένα αμοιβαίο πάθος, τραχύ, και οι δύο ηθοποιοί έχουν μια ταιριαστή σωματικότητα και μια ένταση δίψας, εξερεύνησης. Έρωτας, σεξ, αγωνία, ψέματα, στην πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, που στολίστηκε με μια ελευθερία αμήχανη και δύσκολη, και μια Μαρία που θέλει να φύγει και να ζήσει ελεύθερα τον έρωτά της. Η ελευθερία, όμως, έχει κόστος, βάφεται με αίμα και περιέχει μέχρι και αυτοθυσία. Και, κυρίως, είναι πολύ σκληρή κι ενίοτε οδυνηρή όταν στη δώσουν δίχως να την ζητήσεις. Δείτε το, το βρήκα εξαιρετικό.

Πολύ ωραίο και το «Inside» του Βασίλη Κατσούπη, με αξιοθαύμαστη καθοδήγηση προς τον Γουίλεμ Νταφόου, που ερμηνεύει υποδειγματικά έναν κλέφτη έργων Τέχνης, ο οποίος παγιδεύεται σ’ ένα super high tech νεοϋορκέζικο ρετιρέ. Ενώ εκείνος δεν έχει σχεδόν ούτε να φάει, γύρω του υπάρχουν έργα αμύθητης αξίας! Όλη η ταινία γυρίστηκε με χρονολογική σειρά (κάτι που αγάπησε πολύ στο project ο Νταφόου) και δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, αφού ο χώρος, με την προσπάθεια που κάνει ο ήρωας για να βγει έξω, καταστρέφεται κανονικά. Μέσα σου, ως θεατής, περνάς διάφορα συναισθηματικά στάδια, ακριβώς όπως και ο ήρωας, καθώς παρακολουθείς αυτή την μαρτυρική παραμονή σε μια… χρυσή φυλακή. Είναι μια παραβολή πάνω στην τιμωρία, πάνω στην αξία της Τέχνης, την αποδόμηση της τελευταίας μπροστά στην ανθρώπινη επιβίωση – ή ίσως και όχι. Μας αφήνει εσκεμμένα εκκρεμείς ο σκηνοθέτης. Και μας γαργαλάει ακόμα.

Μου άρεσε πολύ και μια βραζιλιάνικη ταινία με τίτλο «Propriedade». Δύο αστοί Βραζιλιάνοι έχουν ένα τεράστιο υποστατικό κάπου στην επαρχία και πάνε να το πουλήσουν. Το μυρίζονται οι εργάτες, οι οποίοι κάνουν κατάληψη, σκοτώνουν τον κύριο και η γυναίκα του μένει έξω από το σπίτι σ’ ένα αλεξίσφαιρο αμάξι το οποίο δεν μπορεί να διαπεράσει τί-πο-τα! Τίποτα απολύτως. Μένει εκείνη ακριβώς μπροστά από το σπίτι και δεν μπορούν οι προλετάριοι να την πειράξουν. Μιλάμε για ταξικό αγώνα άγονο, όπου συμβαίνουν πολλά, αλλά η ιδέα του προλεταριάτου, να έχει μπροστά στη μούρη του τον αστό δίχως να μπορεί να τον αγγίξει, είναι και λίγο αστεία, αρκετά «passé», αλλά οξυδερκής μέσα στο συμβολισμό της. Η οργή λαού, βέβαια, έχει πάντα τον τελευταίο λόγο ιστορικά. Μέχρι τώρα. Οι καιροί μας θ’ αποδείξουν αν ισχύει πλέον…

Και μ’ αυτό το τελευταίο, να πω ότι είδα αγαπημένους φίλους, συνεργάτες, συναδέλφους. Γιατί αυτό είναι ένα Φεστιβάλ. Τα πράγματα που μου φάνηκαν πιο δύσκολα; Το σύστημα με το ticketing και η ακρίβεια (γιατί και το Βερολίνο έχει ακριβύνει πάρα πολύ, σκεφτείτε μόνο ότι τα εισιτήρια για το κοινό στοίχιζαν 15 ευρώ!). Πάει για να γίνει και το Βερολίνο… Λονδίνο και Παρίσι, παρά το σχετικά καλό βιοτικό επίπεδο που υπάρχει ακόμα. Επίσης, όλα πρέπει να τα προγραμματίζεις από πολύ νωρίς, όλα online (η μόδα είναι «we go green» και η λέξη κλειδί η βιωσιμότητα – ήμαρτον!), αποκλείοντας επιπρόσθετα τους μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν δεξιότητες στην τεχνολογία και δεν μπορούν να την ακολουθήσουν. Ναι, ένα τέτοιο Φεστιβάλ είναι μεγάλη χαρά, αλλά και μεγάλη κόπωση. Ίσως γιατί μεγαλώνουμε κιόλας. Ίσως να είναι κι αυτό.