Μπερλινάλε 66: Υπό το χλωμό ψιλόβροχο (και το διαγωνιστικό).
To Βερολίνο αυτές τις δύο τελευταέες μέρες είναι μελαγχολικό. Δεν έχει ιδιαίτερο κρύο, αλλά ένα χλωμό ψιλόβροχο. Πέμπτη μέρα δίχως κάποιο φιλμ να έχει εντυπωσιάσει πραγματικά, δίνοντας τη γενική εικόνα μεγάλης μετριότητας, ιδιαίτερα στο διαγωνιστικό πρόγραμμα. Οι ελπίδες εναποτίθενται στον Βίντερμπεργκ με το «The Commune» και τον ωραίο Πολωνό Τομάς Βασιλέφσκι με το καλλί-τιτλο «United States of Love».
Οι καλύτερες ταινίες που παρακολουθήσαμε χθες ήταν δύο: η γερμανική «24 Weeks» της Αν Ζόχρα Μπέρασεντ και η γαλλική «Being 17» του Αντρέ Τεσινέ. Το πρώτο έχει ένα δύσκολο θέμα και είναι το χρονικό της διακοπής της κύησης από ένα ζευγάρι, όταν ανακαλύπτουν ότι το μωρό τους πάσχει από σύνδρομο Down. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει η Γιούλια Γεντς, η οποία μεγαλώνει όμορφα και θυμίζει όσο περνά ο καιρός στο physique την κόρη της Μέριλ Στριπ, Μέιμι Γκάμερ. Παίζει πολύ σπαρακτικά τη μητέρα και με μια κλιμακωτή ευφυία, φτιάχνοντας θαυμάσια το ψηφιδωτό τής μετάβασης των συναισθημάτων καθώς περνούν οι βδομάδες της εγκυμοσύνης.
Δεν νομίζω ότι το θέμα είναι τόσο ηθικό όσο συναισθηματικό, δηλαδή το πώς αποχωρίζεσαι το παιδί σου ενώ είναι μέσα στο σώμα σου. Ωραία φιλοτεχνημένος είναι και ο σύντροφός της, ένα ανδρικό μοντέλο που καταφέρνει να βρει τη θέση του σε μια ξεκάθαρα γυναικεία υπόθεση και παρότι η τελική απόφαση δεν είναι δική του (γιατί δεν είναι και το σώμα του, στην τελική) αποτελεί ισάξιο αντίβαρο σε μια στιβαρή σχέση. Το δίλημμα για εκείνη δεν είναι τόσο το τι πρέπει να κάνει από τη σκοπιά τού «πρέπει ή δεν πρέπει», αλλά πώς προχωράει η ζωή μετά τη γέννηση, με ένα παιδί ειδικής ανάγκης. Δύσκολα πράματα, θέματα ζόρικα συναισθηματικά, και σου το δίνει να το νιώσεις για τα καλά το φιλμ αυτό, έχοντας πάντα την αβάντα ενός ακούσιου μανιπουλαρίσματος στο πλαίσιο όπου σε βάζει.
Το «Being 17», δίχως να είναι καθόλου σπουδαίο σε σχέση με άλλες ωραίες ταινίες που έχει κάνει ο Αντρέ Τεσινέ, διαθέτει στα κάδρα του δυο 17ρηδες ήρωες που έχουν φρεσκάδα, τραχύτητα, επιθετικότητα, πρωτογονισμό, έναν διάχυτο ερωτισμό που αγνοούν μες στην αγαρμποσύνη τους και μια υπόγεια συνεννόηση ρεαλιστική και ιδιαίτερη: ο Νταμιάν και ο Τομά είναι δυο συμμαθητές που σιχαίνονται ο ένας τον άλλο. Χτυπιούνται, αλληλοβιάζονται λεκτικά ώσπου αυτή η αντιπάθεια με την παρέμβαση διαφόρων περιστατικών γίνονται τρυφερότητα και έρωτας με φόντο το αγροτικό νοτιογαλλικό περιβάλλον. Την περιμένεις τούτη τη βίαιη και συγκρουσιακή κατάσταση να μετουσιωθεί σε ερωτικό πάθος, αλλά, προσωπικά, δε με ενόχλησε. Θαύμασα τη νεανικότητα στη διαχείριση των νεαρών, την τόλμη σε κάθε βήμα όπου τα συναισθήματα μεταμορφώνονταν αλλά και την παρατηρητικότητα της κάμερας στις εκφράσεις, τις επιδερμίδες, τους χυμούς στην ανεπανάληπτα μοναδική ηλικία των 17. Το ίδιο πρωινό, στις 09:00 (που το έκανε αφάνταστα δύσκολο…), παρακολουθήσαμε το πορτογαλικό «Letters from War», ένα ασπρόμαυρο δράμα που δεν είναι άλλο παρά η voice-over ανάγνωση ερωτικών γραμμάτων ενός γιατρού στον πόλεμο στην Αγκόλα προς την (υποτιθέμενη;) αγαπημένη γυναίκα του. Όμορφες, ερωτικές αφηγήσεις, επαναλαμβανόμενες όμως, που ναι μεν καταπιάνονται με ένα πολεμικοϊστορικό πλαίσιο πολύ ενδιαφέρον, πλην όμως ατέρμονο, σαν να μην οδηγεί πουθενά.
Είχα ορκιστεί ότι θα άφηνα οτιδήποτε για να παρακολουθήσω το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Τζέιμς Σάμους, του παραγωγού και συχνά σεναριογράφου του Ανγκ Λι, με τίτλο «Indignation». Ο Σάμους καταπιάνεται με το ομώνυμο βιβλίο του Φίλιπ Ροθ που αφηγείται την ιστορία του νεαρού Εβραίου εργατικής τάξης Μάρκους και την πορεία του να ξεφύγει με ελαφρά πηδηματάκια από την επιρροή της εβραϊκής (μέχρι μυελού οστών) οικογένειάς του και τον μεγάλο πρώτο του έρωτα. Ουσιώδη δεν είναι τόσο αυτά που γίνονται, όπως στο συγκεκριμένο βιβλίο του Ροθ, αλλά υιοθετώντας το περίεργο, πολύ αρσενικό χιούμορ του συγγραφέα: η ταινία είναι διάσπαρτη με ένα οξύ, ροθικό χιούμορ, αυτοσαρκαστικό και καλοακονισμένο που, τελικά, κάνει μια επίπεδη, κινηματογραφικά τουλάχιστον, ιστορία αστεία και πολύ κυνική.
Με μεγάλη μας χαρά συναντήσαμε στην Press Conference την καταπληκτική Έμμα Τόμσον και τον Μπρένταν Γκλίζον για το «Alone in Berlin». Και η Έμμα είναι αυτό που περιμένεις, όπως περίμενες για τη Μέριλ. Κεφάτη, έξυπνη, με πάρα πολύ χιούμορ και αυτοσαρκασμό, μια θαυμάσια υπερταλαντούχα γυναίκα που μας είπε ξερά σε συμφραζόμενα την ηλικία της, και σχολίασε άνετα χωρίς να προσβάλλει ουδένα «την πρώτη ενδιαφέρουσα ερώτηση που δεν έχει καμιά σχέση με την ταινία». Το φιλμ όπου πρωταγωνιστεί βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο πάλι και είναι η αληθινή ιστορία ενός ζευγαριού από το Βερολίνο, που μετά τον θάνατο του μοναδικού γιου τους στον πόλεμο αρχίζουν να γράφουν αντιναζιστικά σημειώματα τα οποία διακινεί ο σύζυγος σε ολόκληρη την πόλη. Πάνω από 250 μηνύματα άφησε εδώ κι εκεί μέχρι να γίνει το λάθος και να κυνηγηθούν και καταδικαστούν από το ναζιστικό καθεστώς. Οι δυο πρωταγωνιστές είναι υπέροχοι, ο Ντάνιελ Μπρουλ (σε όποια γερμανική συμπαραγωγή μου φαίνεται ότι βάζουν οι Γερμανοί ως ρήτρα την παρουσία του!) μονοκόμματος και μονοδιάστατος, γιατί παίζει έναν αξιωματικό που κυνηγάει το ζευγάρι και κυνηγιέται από το δικό του αφεντικό. Και όσο κι αν αυτή η ιστορία είναι άκρως ενδιαφέρουσα, στ’ αλήθεια δεν μπορείς διόλου να παρασυρθείς συναισθηματικά από τον αγώνα τους, ούτε να γίνεις μέρος της μοναχικής τους αντίστασης στον ναζισμό. Η Έμμα Τόμσον μας έλεγε μετά ότι το φιλμ έχει να κάνει και με τις επιπτώσεις που έχει ο θάνατος του παιδιού στον γάμο, ο οποίος αποδεικνύεται με γερά θεμέλια, βάζοντας τους δυο συζύγους σε έναν κοινό στόχο, που είναι ο υπόγειος πόλεμος του ναζισμού σε μια χώρα ανελεύθερη και ελεγχόμενη. Οι Γερμανοί διαγράφονται γελοιωδώς σαν καρικατούρες και μάλλον στη θέαση οι ντόπιοι έβγαζαν καπνούς απ’ τα αφτιά. Εκτός ίσως από τους προγραμματιστές του Φεστιβάλ που περιέλαβαν αυτή την ταινία στο διαγωνιστικό πρόγραμμα. Γιατί δεν έχει εκεί καμιά θέση. Είχε, όμως, η Έμμα που την ευχαριστηθήκαμε.