Μπερλινάλε 66: Ψάχνοντας μια σπουδαία ταινία.
Αναζητώντας την ταινία που θα κερδίσει το χρυσό αρκούδι, ξεκίνησαν πια για τα καλά τα φιλμ του επίσημου διαγωνιστικού, αλλά και όλων των προγραμμάτων. Δίχως να διακρίνεται κάποια από τις ταινίες ακόμη, για μια ακόμη φορά, νιώθεις ότι το σημαντικό στον κόσμο των Φεστιβάλ είναι… τα πηγαδάκια στα οποία ζυμώνονται οι απόψεις και διασταυρώνονται οι άνθρωποι.
Από τη μια προβολή στην άλλη, συναντάς φίλους που είχες καιρό να δεις, κουβεντιάζεις για τις ταινίες, μαθαίνεις πράγματα, γνωρίζεις νέους ανθρώπους και βλέπεις τις όψεις των οπτικών, ειδικά σε ένα διεθνές Φεστιβάλ. Πιο συγκεκριμένα, παρακολουθήσαμε στο Διαγωνιστικό ένα ενδιαφέρον τυνησιακό φιλμ με τον τίτλο «Hedi», που αφηγείται την ιστορία του 25χρονου Χέντι, ο οποίος προορίζεται να παντρευτεί με προξενιό, δουλεύει πωλητής στην Peugeot, μένει με τη μάνα του και κάνει ό,τι του λέει. Αλλά δεν αντέχει και θέλει κάτι περισσότερο από τη ζωή του. Γνωρίζει την όμορφη Mάντια, την ερωτεύεται και ανοίγεται ένας άλλος κόσμος, διαφορετικός, που αν και δεν θα οδηγήσει στη θεμελιώδη μετάβαση, θα σηματοδοτήσει τη μεγάλη αλλαγή. Αυτή την επανάσταση, η οποία τελείται με φόντο τα μουσουλμανικά ήθη, πολλάκις την έχουμε δει στο σινεμά και συνειρμικά ήρθε στην επιφάνεια το «Αe Fond Kiss» του Λόους ή ακόμη και «Οι Γέφυρες του Μάντισον» του Ίστγουντ, που αναπαριστούν όπως και σε αυτό το φιλμ τον «μοναχικό καβαλάρη» που πορεύεται κόντρα σε έναν κόσμο διαφορετικό και ερμητικά κλεισμένο.
Το «Midnight Special» του Τζέφ Νίκολς ήταν το πρώτο φιλμ του Διαγωνιστικού που πήρε γενναίες κριτικές, αλλά και με μεγάλο μέρος του Τύπου να το αντιμετωπίζει αδιάφορα. Είναι ένα ανεξάρτητο sci-fi, όπου κοντολογίς ένας πατέρας τον οποίο κυνηγάει όλη η Αμερική έχει αρπάξει το παιδί του για να το πάει σε έναν προορισμό που αυτό έχει διαλέξει: αυτό το αγοράκι δεν είναι οποιοδήποτε παιδάκι αλλά έχει τρομερές ικανότητες, από τα μάτια του βγαίνουν λάμψεις και προκαλεί σεισμούς, η αντιληπτικότητά του είναι προηγμένη και μαθαίνουμε ότι ανήκει σε έναν άλλο, ανώτερο κόσμο. Στη συνέντευξη Τύπου, ο σκηνοθέτης μάς είπε ότι έκανε την ταινία εμπνευσμένος από μια ασθένεια του παιδιού του και θέλησε να αφιερώσει το φιλμ στη σχέση πατέρα – γιου υπό την απειλή της απώλειας. Η έκβαση του φιλμ είναι απολύτως προβλέψιμη και ως εκ τούτου δεν απόρησα ούτε στιγμή κατά την εξέλιξή του πού το πάει, απόρησα όμως για το τι δουλειά ακριβώς έχει το φιλμ αυτό μέσα στο επίσημο πρόγραμμα. Πιο ενδιαφέρουσα, πρέπει να πω, ήταν η συζήτηση που είχα στη συνέντευξη Τύπου με δυο Αμερικανούς δημοσιογράφους για το πόσο άσχημο παιχνίδι παίζουν οι Γερμανοί (λέει) και έχουν χαντακώσει την Ευρώπη (λέει, πάλι). Πάντως, στις συνεντεύξεις οι Αμερικανοί ηθοποιοί κερδίζουν στα σημεία. Είναι ενδιαφέροντες, δεν έχουν τουπέ και είναι διαθέσιμοι να απαντήσουν με χιούμορ. Εκτός από τον Μάικλ Σάνον, που ήταν σαν να έχει καταπιεί μπαστούνι. Μηδέν εκφραστικότητα.
Φίλη με παρέσυρε να πάμε να δούμε το «Boris Without Beatrice», ένα πολύ περίεργο, σουρεάλ δράμα με πάρλα μπόλικη και συμβολισμό που ενέπλεκε ακόμη και τα συμβολιζόμενα. Η ίδια φίλη με παρέσυρε να παρακολουθήσω και Forum και «We Are Never Alοne» και ένα ακόμη ρώσικο από το Forum που… ούτε τον τίτλο δεν θυμάμαι, και η απόφασή μου σταθεροποιήθηκε σχετικά με το τμήμα. Τα κριτήρια για να κλείσουν οι ταινίες είναι… όσο πιο σαβούρα τόσο πιο καλά! Από το Panorama παρακολουθήσαμε το αργεντίνικο «The Tenth Man», μια ενδιαφέρουσα μαύρη κωμωδία με εξαιρετικό υπόγειο χιούμορ που διασκέδαζε με τη σχέση ενός γιου με τον πατέρα του και την μπίζνα που είχαν σε ένα κοινωνικό παντοπωλείο. Το οποίο ακούγεται σοβαρό και συγκινητικό αλλά με μια πολύ υπονομεύουσα ματιά σε τούτη τη σοβαρότητα, πράγμα που έβγαινε από τον ήρωα – καρικατούρα και τα καμώματά του.
Και η Ιζαμπέλ Ιπέρ παρούσα στο Διαγωνιστικό της Μπερλινάλε με το γαλλικότατο «L’Avenir» της Μία Χάνσεν-Λόβε. Μάλιστα, να την πω την τύχη μας, την ταινία αυτή παρακολουθήσαμε παρέα με τη Μέριλ Στριπ και την Επιτροπή της και φάνηκε ότι δάκρυσε η Μέριλ με το πορτρέτο αυτό της Ιπέρ. Η οποία παίζει μια καθηγήτρια Φιλοσοφίας, που τα παιδιά της φεύγουν από το σπίτι, ο άνδρας της την παρατάει για άλλη, ο εκδότης της θέλει να αλλάξει τα βιβλία της για να πουλάνε πιο πολύ, ο κόσμος γύρω της αλλάζει, αλλάζει, αλλάζει και εκείνη με δύναμη και αποφασιστικότητα προχωράει. Μόνη με το κεφάλι ψηλά προχωράει. Δεν είναι καθόλου σπουδαία ταινία, κατά την ταπεινότατη εκτίμησή μας, αλλά έχει μια σπαραχτικότητα το όλο concept, μια απέραντη θηλυκότητα και μια δυναμική ευαισθησία, πάντα με τη γαλλική σφραγίδα της κουλτούρας και κυρίως της ακατάπαυστης πρόζας που είναι… απίστευτα κουραστική. Πάνω από όλα, δεν έχει το συναίσθημα το οποίο θα έπρεπε να είχε αλλά χάνεται μέσα στη γαλλική ψυχρότητα που δε σε βάζει με τίποτα μέσα στο παιχνίδι. Από την άλλη, η Μέριλ δάκρυσε. Και εδώ λες… ή στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε. Ή αλλιώς, καταλαβαίνεις ότι τα βιώματα είναι ο καθοριστικός παράγων. Simple as that.