FreeCinema

Follow us
12.1113:30

Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Αδέσποτα σκυλιά.


Οι… μοναχικές online προβολές του 61ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης συνεχίζονται, μακριά από την ανθρώπινη επικοινωνία και επαφή. Φέτος εστιάζω σε ελληνικές παραγωγές που, για διάφορους λόγους, μου τραβούν το ενδιαφέρον, ελπίζοντας ν’ ανακαλύψω κάτι το καινούργιο, μία φιλμική δύναμη ικανή να με βγάλει από την κατήφεια της απουσίας ταινιών στην εποχή του COVID-19.

Από σπιτικές οθόνες, δίχως την ατμόσφαιρα του φεστιβαλικού event, χωρίς ν’ ανταλλάσσεις απόψεις για την ταινία που είδες, χωρίς να σχολιάζεις με τους διπλανούς σου, χωρίς να πετάς κακιούλες, χωρίς να έχει νόημα το να χειροκροτήσεις. Το 61ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είναι το πρώτο που βιώνω… «καραντινάτα», ενώ η πόλη εκεί βρίσκεται σε άθλια κατάσταση υγειονομικά, με την πλέον ραγδαία εξέλιξη του κορονοϊού, σε χειρότερη μοίρα από κάθε άλλο μέρος της Ελλάδας, ίσως.

Συνεχίζω να παρακολουθώ ελληνικές πρεμιέρες, κάνοντας focus στην παρούσα κατάσταση της ντόπιας παραγωγής. Αναζητώ μία ανάσα ανακούφισης, μία νέα «ανακάλυψη» στο χώρο, τόλμη στην αφήγηση, κάτι που θα μείνει στη μνήμη. Μεγάλες απαιτήσεις για το ελληνικό σινεμά αυτές, το γνωρίζω. Εντελώς αναπάντεχα, όλα αυτά συναντήθηκαν στο κινηματογραφικό ντεμπούτο της Τζάνις Ραφαηλίδου (ή Τζάνις Ράφα, όπως είναι credited στο έργο). Το «Kala Azar» (ελληνο-ολλανδική συμπαραγωγή που συμμετέχει στο Διεθνές Διαγωνιστικό) είναι περίπτωση φιλμ που «καταπατά» τη σεναριακή προσέγγιση μιας ιστορίας, στην οποία αρέσκομαι (και προτιμώ, συνήθως) ως θεατής. Εδώ έχουμε ένα απόλυτα ελλειπτικό σενάριο (η Ραφαηλίδου είναι υπεύθυνη και γι’ αυτό), που δεν πρόκειται να σε πάρει από το χέρι για να σε οδηγήσει στο ξετύλιγμα της δράσης και της πορείας των ηρώων του. Ένας άνδρας και μια γυναίκα, μάλλον ζευγάρι (με βάση τη σκηνή σεξ που τους «ενώνει»), κυκλοφορούν στην ελληνική ύπαιθρο μ’ ένα τζιπάκι, κάνουν στάσεις σε σπίτια περισυλλέγοντας νεκρά κατοικίδια, προσθέτουν απομεινάρια από ζωάκια που βρίσκουν στην άκρη του δρόμου ή σε οικόπεδα και καταλήγουν σ’ ένα αποτεφρωτήριο, όπου τα παραδίδουν, παίρνοντας ένα χρηματικό αντάλλαγμα «με το κομμάτι».

Η Ραφαηλίδου παρακολουθεί την τελετουργία της καθημερινής τους ρουτίνας με ψυχρότητα που διαπερνά το πετσί σου καθώς περνά η ώρα, ενώ το θέαμα γίνεται μάλλον δυσβάσταχτο (ειδικά αν είσαι φιλόζωος) ανά στιγμές. Όσο και οι ανθρώπινες «σχέσεις» που καταγράφει ο φακός, με (τουλάχιστον) δύο βασικές υποπλοκές (το ώριμο αντρόγυνο που «συγκατοικεί» αποξενωμένα, ανάμεσα σε σκυλίσια «συμπληρώματα» στοργής, και ο μετανάστης / «σκλάβος» που εργάζεται σ’ ένα εκτροφείο πουλερικών). Η Ραφαηλίδου δεν «παίζει μπάλα» μόνη της. Έχει συνοδοιπόρο τον dp Θοδωρή Μιχόπουλο, που εδώ αποκαλύπτεται ως ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα του χώρου του για την Ελλάδα (και όχι μόνο). Μαζί λειτουργούν άψογα και αισθάνεσαι πόσο έχουν συντονιστεί στην «αρρώστια» (θαυμάσια η επιλογή του τίτλου της ταινίας, να προσθέσω) των κάδρων αυτών των «μεταλλαγμένων» τοπίων εγκατάλειψης, όπου η Φύση παλεύει να επιζήσει του ανθρώπινου παράγοντα. Η φθορά στη γη ταυτίζεται με την κατεστραμμένη εσωτερικότητα των ηρώων. Κάπου (στο δικό μου μυαλό, έστω) το «Kala Azar» συγγενεύει με την αυστριακή φιλμική σχολή απανθρωπιάς, κάπου καταφέρνει ο θεατής να ενώσει μερικά από τα κομμάτια του «puzzle» των σκηνών του έργου, κάπου υπάρχει ο οίκτος ενός κρυφού συναισθήματος το οποίο απογειώνεται εντελώς αλλόκοτα με την εμφάνιση μιας φιλαρμονικής μπάντας πνευστών που παίζει Έλγκαρ, λίγο πριν τη φυγή προς ένα σιωπηλό, ανοιχτό φινάλε που χάνεται εκεί έξω, σε αναζήτηση επούλωσης πληγών. Απλά, μπράβο. (Και αν κάποτε, επιτέλους, η ταινία βρει τη μεγάλη οθόνη στην οποία ανήκει, θα συνιστούσα να συνοδεύεται από την περσινή αγαπημένη μου μικρού μήκους, το «Όλες οι Φωτιές η Φωτιά» του Ευθύμη Kosemund Σανίδη. Τι απίθανο «double feature» θα έκαναν!)

Δεν είναι κάθε μέρα (και ταινία)… γιορτή. Δυστυχώς. Από τις πρεμιέρες του ελληνικού προγράμματος, το «Daniel ‘16» του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου μετατρέπει (κάπως) τη φιλοζωία σε δραματουργικό όχημα της ιστορίας του. Μία εναρκτήρια κάρτα μας ενημερώνει ότι «από τη δεκαετία του 1980 λειτουργούν παραρτήματα γερμανικών ιδρυμάτων για ανήλικους με αποκλίνουσα ή ήπια παραβατική συμπεριφορά, που προέρχονται από γερμανόφωνες χώρες». Σε μια τέτοια κοινότητα «κοινωνικής επανένταξης», στον Έβρο και κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, ο έφηβος Ντάνιελ πρόκειται να εκτίσει την ποινή του, έχοντας την αγωνία να επιστρέψει ξανά στην πατρίδα του. Μοναδική του έγνοια (και «όχημα» της ιστορίας που αφορά στη συμπεριφορά του ήρωα), να βρεθεί και πάλι με τον αγαπημένο του… σκύλο! Το «εύρημα» είναι σχεδόν αστεία απλοϊκό για να υποστηρίξει την επαναστατικότητα του Ντάνιελ. Ακολουθώντας ένα αδέσποτο το οποίο επιδιώκει να ταΐσει, ο νεαρός θα εντοπίσει δύο πρόσφυγες (πατέρα και ανήλικο γιο) που κρύβονται σ’ ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, μέχρι να βρουν (παράνομα) τρόπο διαφυγής προς την Γερμανία. Με πείρα στο ντοκιμαντέρ και μόλις μία μεγάλου μήκους ταινία fiction στο παρελθόν (τον «Γιο του Φύλακα» από το μακρινό 2007), ο Κουτσιαμπασάκος επιχειρεί ν’ αγγίξει τον θεατή με ένα ουμανιστικό δράμα που, ναι, έχει καλές προθέσεις, αλλά στην εκτέλεση καταλήγει εντελώς στείρο καλλιτεχνικά, με βασικό πρόβλημα ένα σενάριο τετριμμένων στερεοτύπων γύρω από την παιδική ψυχολογία σε συνδυασμό με το μεταναστευτικό ζήτημα. Ανεπαρκές χτίσιμο χαρακτήρων, αδιάφορη εξέλιξη του στόρι, αφελείς ευκολίες που βάζουν τρικλοποδιά στο ρεαλιστικό ύφος της αφήγησης, είναι μερικά από τα ελαττώματα που αποδυναμώνουν το έργο αλλά και το ενδιαφέρον του θεατή απέναντι στα τεκταινόμενα. Μπορώ (με μεγάλη δυσκολία…) να «δικαιολογήσω» την ύπαρξη του «Daniel ‘16» εάν απευθύνεται αποκλειστικά σε εφηβικό κοινό που πρέπει να «παραδειγματιστεί» διδακτικά από τα παθήματα του ήρωα. Δεν θα ήθελα να σχολιάσω το φινάλε…