FreeCinema

Follow us
08.1110:00

Θεσσαλονίκη 59: The «Joy» of cinema.


Σε ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ αναζητάς μια ανακάλυψη, μια ταινία που θα σε ξαφνιάσει, κάτι που ενδεχομένως θα στιγματίσει ολόκληρη την διοργάνωση μιας χρονιάς. Φέτος στη Θεσσαλονίκη, μέχρι στιγμής, η «Joy» της Σουνταμπέ Μορτεζάι δεν έχει συναντήσει άξιο ανταγωνιστή!

Άρτι αφιχθείσα από το διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Λονδίνου, όπου τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης ταινίας μυθοπλασίας, η «Joy» της Σουνταμπέ Μορτεζάι προβλήθηκε στο 59ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης δίχως τυμπανοκρουσίες, ελαφρώς «χαμένη» μέσα στο πρόγραμμα των Ανοιχτών Οριζόντων, προκαλώντας ένα αναπάντεχο ξάφνιασμα. Η θεματολογία (παράτυπη μετανάστευση και εκμετάλλευση ψυχών που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα) δεν με «αγγίζει» συχνά, αλλά εδώ μιλάμε για 99 φιλμικά λεπτά που ρούφηξα με θαυμασμό, από ένα έργο που δεν ήθελε ούτε να σου παραστήσει το κοινωνικά διδακτικό, ούτε και να σε φορτώσει συγκινησιακά. Η ιστορία της Τζόι ξετυλίχτηκε μπροστά στα μάτια μας με μια καθαρότητα ρεαλιστική που σε έβαζε εντελώς μέσα στο περιβάλλον του καθημερινού βίου της ομώνυμης ηρωίδας, στα όρια του ντοκιμαντερίστικου.

Η Τζόι είναι μια καπάτσα Νιγηριανή με θελκτική εμφάνιση, η οποία κάνει πεζοδρόμιο σε ερημική πιάτσα της Βιέννης μέχρι πρωίας. Στο ξημέρωμα, αλλάζει ρούχα, περιμένει το λεωφορείο της γραμμής και επιστρέφει σε φτωχικό σπίτι το οποίο μοιράζεται με άλλες «συναδέλφους» της οι οποίες αποδίδουν το ποσοστό του χρέους τους στην ίδια «Madame» (όπως και την αποκαλούν), μέχρι τη στιγμή που θα αποκτήσουν την ελευθερία τους. Θύματα του sex trafficking όλες τους, ήρθαν στην Ευρώπη για να βρουν τη «Γη της Επαγγελίας» κάνοντας μια δουλειά που για κάποιες παραείναι βρώμικη (όπως η μικρή και πρωτόβγαλτη Πρέσιους), ενώ για άλλες είναι το «εύκολο» διαβατήριο για τη ζωή που θα ακολουθήσει. Σε αυτή την κατηγορία των survivors ανήκει η κωλοπετσωμένη Τζόι, η οποία δεν βλέπει ποτέ μπροστά της τους άνδρες που τη γαμάνε, δεν έχει επιλογές, γούστα, ούτε προβλήματα. Έχει στόχο. Τσεπώνει τα πενηντάευρα και βουρ για τον επόμενο πελάτη. Να βγει ο λογαριασμός για τη «Madame», να μείνει και κάτι για να στείλει σαν χαρτζιλίκι στην πατρίδα, να προσέξει και την πρωτάρα Πρέσιους, που δεν της βγαίνει το μεροκάματο και χρειάζεται ένα πιο «τσουλέ» σουλούπωμα. Και είναι και μάνα ανήλικου παιδιού, που το προσέχει γυναίκα εκεί, μακριά από οτιδήποτε έχει σχέση με το πεζοδρόμιο και τους ανθρώπους του.

Ξεκινώντας με την «ιεροτελεστική» πράξη ενός juju man, ο οποίος σφάζει μια ζωντανή κότα και σκορπίζει το αίμα της σε έναν αυτοσχέδιο «ναό» παράγκας στην Αφρική, καλώντας τα πνεύματα να προστατεύσουν τη νεαρή κοπέλα από κάθε κακό (ή και μπάτσους ακόμη!) στην Ευρώπη (σκηνή που θα βρει το «ταίρι» της αργότερα στην Αυστρία, σατιρίζοντας τις ντόπιες παραδόσεις και δεισιδαιμονίες του υποτιθέμενα πολιτισμένου κόσμου της Δύσης), η Μορτεζάι προχωρά την αφήγηση του φιλμ μπαίνοντας κατευθείαν στο ψητό, εισάγοντας τον θεατή σε ένα περιβάλλον όπου η εκμετάλλευση είναι αδελφική (η «Madame» βρισκόταν κάποτε στη θέση των γυναικών του σπιτιού) και η ελπίδα για φυγή αποτελεί ένα τεράστιο αδιέξοδο. Χωρίς να ασκεί καν πολιτική σε σχέση με τις μεθόδους του trafficking, η Μορτεζάι καταγράφει είδη ρατσισμού πέρα από τα κλασικά στερεότυπα, καθώς το πρόβλημα βασίζεται εδώ περισσότερο στην έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των ανθρώπων (όπως ο λευκός μπάτσος που χάνει την πίστη του στο πρόσωπο της Τζόι επειδή αυτή ζητά διαρκώς χρηματική βοήθεια για τους δικούς της στη Νιγηρία), ενώ δεν κρύβει ποτέ τον σαρκασμό της απέναντι στην υποκρισία των προτύπων τής μαύρης φυλής (με αποκορύφωμα τη σκηνή όπου η Πρέσιους κολλάει σε έναν τοίχο του φτωχόσπιτου στο οποίο διαμένουν σελίδες περιοδικών που απεικονίζουν τη Μισέλ Ομπάμα, την Μπιγιονσέ και τη Λουπίτα Ενγιόνγκ’ο).

Έξω, στους δρόμους, η ζωή είναι μια κανονική μάχη, με την «ταρίφα» των 60.000 ευρώ του ταξιδιού που τις έφτασε μέχρι την Ευρώπη να μετρά αδυσώπητα εναντίον τους, καθώς οι γυναίκες αυτές πρέπει να ξεχρεώσουν (αντί της τυπικής απόδοσης ενός μεριδίου του μερτικού στον όποιο νταβατζή) για να αποφύγουν την απέλαση με προορισμό την επιστροφή στον διαβολεμένο τόπο γέννησής τους, ο οποίος στο μυαλό τους έχει χαραχτεί σαν κάτι πολύ χειρότερο από τον ημερήσιο εξευτελισμό της προσωπικότητάς τους από τον κάθε πελάτη, χωρίς να υπολογίζουμε και το ρίσκο βιασμού ή ξυλοδαρμού.

Το νατουραλιστικό στοιχείο είναι το τεράστιο ατού στο «Joy», με τις (τόσο βιωματικές) ερμηνείες να σε παρασύρουν σε ένα θέαμα το οποίο μοιάζει περισσότερο με ντοκουμέντο που κατέγραψαν «κρυφές κάμερες» παρά με σινεμά μυθοπλασίας. Τίμιο στην πλοκή του, με σασπένς και ανατροπές που νιώθεις στο πετσί σου γιατί νοιάζεσαι για το αύριο αυτών των ηρωίδων, το φιλμ της Μορτεζάι μπορεί να αυτοσαρκάζεται με έναν τέτοιο τίτλο, όμως καταλήγει (παρά τη σκοτεινιά της ματιάς του) να προσφέρει σε εμάς, από την ασφαλή πλευρά της οθόνης, τη σπανιότητα της χαράς ότι παρακολουθήσαμε μια σπουδαία ταινία. Που δεν είναι ούτε πολιτικά ορθή, που δεν είναι ούτε φεμινιστική, που δεν είναι ούτε ενοχική απέναντι στα ζητήματα τα οποία θίγει για τον «παράδεισο» της Ευρώπης (μας). Μιλά απλά, με τόνο που δεν είναι ηχηρά βαρυσήμαντος, και μέχρι να φτάσει σε αυτό το τόσο ειρωνικό φινάλε, αισθάνεσαι πραγματικά ότι σου τα είπε όλα. Γι’ αυτό και τη χαρακτηρίζω την καλύτερη ταινία που είδα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εφέτος (δίχως διακρίσεις σε τμήματα διαγωνιστικά ή μη). Έχει μια επαναληπτική προβολή ακόμη, το Σάββατο το μεσημέρι. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις…