FreeCinema

Follow us

«Η Γυναίκα στο Παράθυρο»: Από το αυτί και στον ψυχαναλυτή… Χίτσκοκ!


«Η Γυναίκα στο Παράθυρο», η νέα ταινία του Τζο Ράιτ, είναι ένα προφανέστατο έργο αναφοράς στο χιτσκοκικό «Σιωπηλός Μάρτυς», που αισθάνεται απεγνωσμένα την ανάγκη να διαφοροποιηθεί από την ακριβή πλοκή εκείνου, καταλήγοντας να μοιάζει με session στο οποίο ο «πελάτης» λέει… ψέματα στον ψυχαναλυτή του!

Έχω εκθέσει πολλάκις την άποψή μου για τη σημασία του «Σιωπηλού Μάρτυρα» (1954) του Άλφρεντ Χίτσκοκ, τοποθετώντας το φιλμ στη λίστα μου με τις δέκα πιο αγαπημένες ταινίες όλων των εποχών, αλλά γράφοντας γι’ αυτό εκτενέστερα και στην πρόσφατη έκδοση για το έργο του σκηνοθέτη από την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου. Η ταινία αυτή στέκει ως ορόσημο σημειολογίας γύρω από τη σχέση του θεατή / «ηδονοβλεψία» με την κινηματογραφική οθόνη, έχουμε δει μέχρι σήμερα άπειρες αντιγραφές του μοτίβου της ή και περιπτώσεις «homage» (όπως τις αποκαλούν οι πιο «διακριτικοί» αντιγραφείς), με τη «Γυναίκα στο Παράθυρο» του Τζο Ράιτ ν’ αποτελεί κάτι σαν ενδιάμεση περίπτωση. Το έργο υπό κανονικές συνθήκες θα το βλέπαμε στα σινεμά, όμως εξαιτίας του COVID-19 επωλήθη από τα 20th Century Studios (όπως ονομάζονται, πλέον) στην πλατφόρμα του Netflix, όπου έκανε πρεμιέρα αυτές τις μέρες και φυσικά διατίθεται και στη χώρα μας.

Δεν γνωρίζω πόσο σχετίζεται με τις χιτσκοκικές αναφορές του Ράιτ το βιβλίο «The Woman in the Window» του Έι Τζέι Φιν, όμως, ο σκηνοθέτης αγαπητών ταινιών όπως τα «Εξιλέωση» (2007), «Άννα Καρένινα» (2012) και «Η Πιο Σκοτεινή Ώρα» (2017), μας κλείνει το μάτι από τα πρώτα κιόλας λεπτά της «Γυναίκας στο Παράθυρο», μέσα από μια οθόνη τηλεόρασης που παίζει… το «Σιωπηλός Μάρτυς», φυσικά! Η ηρωίδα της ταινίας, η αγοραφοβική παιδοψυχολόγος Άννα Φοξ (Έιμι Άνταμς), καθώς δεν βγαίνει ποτέ από την επιβλητική και πολυώροφη οικία της στη Νέα Υόρκη, συνηθίζει να παρακολουθεί τίτλους ρεπερτορίου με έφεση προς το μυστήριο και το φιλμ νουάρ (οι γνώστες θα διακρίνουν πλάνα από τη «Laura», τη «Νύχτα Αγωνίας» (του Χίτσκοκ – βλέπε άνωθεν φωτό) ή το «Σκοτεινή Διάβασις» (που είχε προβληθεί στο ΞΑΦΝΙΚΑ ΦΕΤΟΣ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ του 2019). Όλα αυτά τα έργα δηλώνουν πράγματα για την εξέλιξη της πλοκής τούτου του έργου, αν το καλοσκεφτεί κανείς (ειδικά μετά το τέλος του). Και πάλι, όμως, οι συνδέσεις δεν λειτουργούν με τρόπο ολοκληρωμένο ή σαφή. Υπάρχει η «εξυπνάδα» της ιδέας, μια κάποια πρόθεση, όχι όμως και το αποτέλεσμα το οποίο δικαιώνει τη χρήση των trivia.

Η Άννα ζει εντελώς μόνη, επικοινωνεί τηλεφωνικά με τον εν διαστάσει σύζυγό της που έχει μαζί του την κόρη τους, νοικιάζει το ημιυπόγειο σε έναν τύπο (Γουάιατ Ράσελ) για τον οποίο δεν γνωρίζουμε πολλά (έχει πρόσβαση στο εσωτερικό του διαμερίσματός της και δείχνει φιλικός και ασφαλής) και πέραν των ταινιών που βλέπει στην τηλεόραση, διασκεδάζει να «κατασκοπεύει» τη γειτονιά, χαζεύοντας από το παράθυρό της. Σε ένα απέναντι σπίτι θα μετακομίσει η οικογένεια των Ράσελ, η οποία θα μετατραπεί σε νέο «hobby» της, εστιάζοντας κυρίως στις (μάλλον προβληματικές) σχέσεις του έφηβου γιου (Φρεντ Χέκιντζερ) με τον πατέρα του (Γκάρι Όλντμαν) ή τους ηχηρούς τσακωμούς του δεύτερου με τη γυναίκα του (Τζουλιάν Μουρ). Μια νύχτα, η Άννα θα πιστέψει ότι είδε να διαπράττεται ένας φόνος σ’ αυτό το απέναντι σπίτι, αλλά σχεδόν κανείς δεν θα την πάρει στα σοβαρά, λαμβάνοντας υπόψη τον εθισμό της σε ψυχοφάρμακα, συνδυαστικά με την αλόγιστη κατανάλωση αλκοόλ…

Σκηνοθέτης με θαυμάσιες ταινίες, απίθανο καστ, ένα production design που σχεδόν σε κάνει να παραμιλάς (σύνηθες φαινόμενο στις ταινίες του Ράιτ, με τον Κέβιν Τόμσον να μεγαλουργεί εδώ, συγχέοντας τους εσωτερικούς χώρους με τα πανομοιότυπα sets τους) και αμέτρητα «παιχνίδια» με τη χιτσκοκική φιλμογραφία (πέραν των προαναφερθέντων, προσθέστε και ολίγη από «Η Κυρία Εξαφανίζεται» ή «Ο Δεσμώτης του Ιλίγγου»). Τι μπορεί να πήγε… στραβά; Ούτε ψυχαναλυτής δεν θα τολμούσε να δώσει την απόλυτη απάντηση σε τούτο το μοιραίο ερώτημα!

Η σεναριακή διασκευή του Τρέισι Λετς (πόσο ειρωνικό, να εμφανίζεται στο φιλμ ως ο… ψυχαναλυτής της κεντρικής ηρωίδας) μοιάζει με άθλο απόπειρας να «αλλοιωθούν» οι γνωστές ανατροπές της εξέλιξης της πλοκής του «Σιωπηλού Μάρτυρα», ενδεχομένως με την αγωνία του στησίματος εκπλήξεων για τους θεατές που γνωρίζουν απ’ έξω κι ανακατωτά εκείνο το classic. Ο τρόπος που γίνεται αυτό, όμως, είναι τόσο… forced (δια της βίας, αν προτιμάτε), που χάνει το μπούσουλα σε σχέση με τη ρεαλιστικότητα της δράσης, αφήνοντας πίσω ενοχλητικές ασάφειες και ελλείψεις που… η επιστήμη δεν δύναται να παραβλέψει. Οι χαρακτήρες έχουν χαώδη κενά σκιαγράφησης (ειδικά η οικογένεια του απέναντι σπιτιού), είναι μεγάλη χαμένη ευκαιρία το ότι δεν περιέχονται σεναριακές «υποπλοκές» με τους γείτονες από άλλα απέναντι παράθυρα (τους οποίους βλέπουμε ελάχιστα και επιδερμικά, καμία σχέση με το χιτσκοκικό έργο, δηλαδή), ενώ οι αμφιβολίες για τη διανοητική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Άννα προκαλούν ένα «μπούκωμα» που θα ταίριαζε καλύτερα σε άλλου είδους ψυχολογικό θρίλερ.

Ο Ράιτ αυτοπαγιδεύεται μέσα σ’ ένα «κουκλόσπιτο» του νου χωρίς να υπάρχει λόγος, έχοντας αντιληφθεί λάθος το σκεπτικό του τρόπου αφήγησης που έγινε σήμα κατατεθέν του Χίτσκοκ. Δυστυχώς, η προβλεψιμότητα δεν κερδίζεται με την… απιθανότητα, κι έτσι το όλο project σπαταλιέται άδοξα, ενώ είχε εξαιρετικά συστατικά. Μένει μια Άνταμς που το παλεύει λίγο πιο δραματικά ή «σαλεμένα» (απ’ όσο αντέχει το σενάριο) σε υποκριτική, η πάντα δημιουργική ματιά του Ράιτ σε πλανοθεσία (με άριστο συνεργάτη τον dp Μπρουνό Ντελμπονέλ) και η προσωπικότητα της δουλειάς που αναδεικνύουν τα sets. Οι μελετητές του έργου του master του σασπένς θα κάνουν κέφι (μέχρι ενός σημείου), αλλά το mainstream και πιο μέσο κοινό δεν θ’ αγκαλιάσει θετικά τη «Γυναίκα στο Παράθυρο».