Η ΠΙΟ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΩΡΑ (2017)
(DARKEST HOUR)
- ΕΙΔΟΣ: Ιστορική Βιογραφία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζο Ράιτ
- ΚΑΣΤ: Γκάρι Όλντμαν, Λίλι Τζέιμς, Κριστίν Σκοτ Τόμας, Μπεν Μέντελσον, Ρόναλντ Πίκαπ, Στίβεν Ντιλέιν, Νίκολας Τζόουνς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 125'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: UIP
Καθώς ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος φουντώνει, η Μεγάλη Βρετανία καλείται να γονατίσει ή να αγωνιστεί για την ανεξαρτησία της απέναντι στις επεκτατικές απειλές της Γερμανίας. Ο Γουίνστον Τσόρτσιλ μόλις αναλαμβάνει την πρωθυπουργία της χώρας, αντιμέτωπος με ένα δίλημμα ιστορικής σημασίας για όλη την Ευρώπη.
Εκτός από ένα πραγματικό αριστούργημα, το «Η Πιο Σκοτεινή Ώρα» είναι μια ιδιότυπης σημασίας ιστορική βιογραφία, με βαρύτατο πολιτικό μήνυμα που μπορεί να αφορά την περίοδο του ’40, όμως απηχεί συμβολικά μέχρι το σήμερα. Σε ανατριχιαστικό βαθμό… ομοιότητας. Θυμίζοντάς μας πως τα παθήματα της ανθρωπότητας, άπαξ και οι κοινωνίες δεν διδάσκονται κάτι από αυτά, είναι μοιραίο να βιωθούν ξανά, να ανακυκλωθούν, με μια δόση μακάβριας ειρωνείας.
Αρχικά, βρισκόμαστε στο αγαπημένο στοιχείο του Τζο Ράιτ, την ταινία περιόδου. Η δουλειά τού Ράιτ σε αυτό το επίπεδο (και στο πλαίσιο των τελευταίων δεκαετιών) μπορεί να συγκριθεί μονάχα με την αγάπη του Τζέιμς Άιβορι για τούτο το genre. Η διαφορά τους έγκειται στις προθέσεις και το μέγεθος. Ο Άιβορι ήταν ανθρωποκεντρικός, ο Ράιτ είναι μεγαλόπνοος. Ο Άιβορι έπλαθε χαρακτήρες με ευάλωτη προσωπικότητα, ταυτιζόταν με το δράμα τους, στήνοντας ένα αξιοπρόσεκτης λεπτομέρειας background κοινωνικής καταγραφής. Ο Ράιτ είναι ο τύπος του σκηνοθέτη που πρώτα θέλει να τελειοποιήσει το κάδρο του, να συλλάβει τη γωνία της λήψης ή την κίνηση της κάμερας κι ύστερα να μας πει ή να μας κάνει να νιώσουμε τι συμβαίνει εντός αυτού. Είναι ένας σπουδαίος ενορχηστρωτής, όχι ένας εκ βαθέων ψυχογράφος.
Επιστρέφοντας στην εποχή της επίσης κλασικής, πλέον, «Εξιλέωσης» (2007), ο Ράιτ εδώ μπαίνει στα παρασκήνια των ημερών που άλλαξαν την πορεία της Ιστορίας για όλη την Ευρώπη, καθώς ο νεοσύστατος Πρωθυπουργός Γουίνστον Τσόρτσιλ αρνείται να συνθηκολογήσει με τη Γερμανία, βάζοντας τη χώρα του για τα καλά στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μπορεί κανείς να το αντιληφθεί ως ακραίο εθνικισμό και πατριωτισμό, όμως ο Ράιτ θέλει να εστιάσεις προσεκτικά στο νόημα της ανεξαρτησίας. Το «νησί» (όπως αποκαλείται συχνά η Μεγάλη Βρετανία στο φιλμ) βλέπει τον κίνδυνο της ναζιστικής εισβολής να πλησιάζει, τη στιγμή που η Γαλλία αδυνατεί να αντισταθεί στον κατακτητή, αγωνίζεται να φέρει πίσω σώα τα «αγόρια» του που έχουν εγκλωβιστεί στη Δουνκέρκη και ο Τσόρτσιλ είναι εκείνος που πρέπει να αποφασίσει αν τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ πρόκειται να «ντυθούν» στα χρώματα του χιτλερικού φασισμού, οδηγώντας στη λήθη τους αγώνες τόσων ηρωικών προγόνων. «Η Πιο Σκοτεινή Ώρα» δεν μιλά τόσο για έναν πόλεμο όσο για την υποδούλωση ενός λαού, ο οποίος κινδυνεύει να χάσει ακόμη και το δικαίωμα της πάλης απέναντι στον εχθρό του. Είναι συγκλονιστικό το πώς μπορεί να αναγνώσει ο θεατής το επίκαιρο του διλήμματος, μαζί με την τελική (και ιστορικώς δεδομένη) απόφαση της μη παράδοσης «των όπλων», σε συνάρτηση με το πρόσφατο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος των Βρετανών για το Brexit. Οι παραλληλισμοί σε κάνουν να σαστίζεις! Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, άλλωστε, διαφέρει από το σήμερα μονάχα στα όπλα. Η ηγεμονική διάθεση της Γερμανίας και ο οικονομικός πόλεμος που υφίσταται σχεδόν ολόκληρη η Ευρωπαϊκή «Ένωση» σήμερα, προφανώς και παραλληλίζονται με τα δρώμενα στο φιλμ του Ράιτ, μετατρέποντας την ταινία σε ένα ηχηρό μήνυμα αφύπνισης του βρετανικού λαού, ο οποίος (και) το ’40 θύμισε στην εξουσία της πατρίδας του ότι έχει τη θέληση να παραμείνει ελεύθερος και ουχί ένα προτεκτοράτο. Μερίδα των Άγγλων σήμερα μπορεί να δηλώνει ανασφαλής απέναντι σε αυτό το αποτέλεσμα μιας υποτιθέμενης «απομόνωσης» με πολλά ρίσκα (και πολλούς «ενωμένους» εχθρούς…), όμως ο Ράιτ μας λέει ξεκάθαρα πως αν ο Τσόρτσιλ δεν άκουγε τον απλό πολίτη (εκπληκτική η σεκάνς στον υπόγειο σιδηρόδρομο του Λονδίνου) και ακολουθούσε το ρεύμα μιας ελίτ πολιτικάντηδων, το δικαίωμα του εκλέγειν σε έναν ελεύθερο κόσμο προφανώς και θα ήταν μακρινό παρελθόν.
Περιττό να αναφερθεί η φινέτσα και η λεπτομέρεια που δίνει στο παραμικρό ο Ράιτ. Από τη σημειολογία του φωτός σε κάθε πλάνο (κομψοτέχνημα η δουλειά του dp Μπρουνό Ντελμπονέλ) και την παρτιτούρα του Ντάριο Μαριανέλι που υπογραμμίζει και δεν δραματοποιεί τις καταστάσεις, μέχρι το ασύλληπτης ποιότητας μακιγιάζ του Τσόρτσιλ από τον Καζουχίρο Τσούτζι, όλα σε υποβάλλουν στο να παρακολουθήσεις μια ταινία που από νωρίς ξεκαθαρίζει στον θεατή ότι αποτελεί ένα instant classic. Με την επιπλέον στιβαρή παρουσία του χαμαιλεοντικού Γκάρι Όλντμαν. Έχοντας πλούσια γκάμα ρόλων σε βιογραφίες (από τον Βίσιους και τον Όρτον μέχρι τον Όσβαλντ και τον Μπετόβεν!), ο Βρετανός ηθοποιός δείχνει να το διασκεδάζει αφάνταστα μέσα στη «στολή» (μαζί και το προσωπείο) τού ήρωά του, τον οποίο ερμηνεύει με μια απίστευτη θρασύτητα άνεσης και μεθοδικότητας. Ο Όλντμαν εμψυχώνει σταδιακά τον Τσόρτσιλ χωρίς να μανιερίζει εκνευριστικά και σε συμπαρασύρει σε κάτι που, εντέλει, δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις, ακόμη και πίσω από τα (εύλογα) παραμορφωτικά προσθετικά του προσώπου του.
Δύο μικρές, σχεδόν επιπόλαιες στιγμές της «Πιο Σκοτεινής Ώρας» είναι εκείνες που μου έχουν καρφωθεί στο μυαλό. Είναι τα traveling της εικόνας από το παράθυρο του αυτοκινήτου του Τσόρτσιλ, του κόσμου που περπατά σε πεζοδρόμια του Λονδίνου. Άνθρωποι συνηθισμένοι, στην καθημερινότητά τους, που δείχνουν να ζουν σχεδόν χωρίς να καταλαβαίνουν πόσο κοντά τους βρίσκεται ο πόλεμος. Σε μια ηλιόλουστη και σε μια βροχερή μέρα. Απλές στιγμές που ο Ράιτ τις μετατρέπει σε σινεμά. Με τη δύναμη να σε πηγαίνει εκεί. Το κάδρο είναι η ίδια η ζωή. Και η ζωή γίνεται μεγάλο σινεμά.