LAURA (1944)
- ΕΙΔΟΣ: Αστυνομικό Νουάρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ότο Πρέμινγκερ
- ΚΑΣΤ: Τζιν Τίρνεϊ, Ντέινα Άντριους, Κλίφτον Γουέμπ, Βίνσεντ Πράις, Τζούντιθ Άντερσον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 88’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ
Ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ ερευνά την υπόθεση της δολοφονίας της Λόρα Χαντ. Οι ύποπτοι δίνουν ψευδείς καταθέσεις, το μυστήριο εντείνεται διαρκώς και εκείνος σχεδόν… ερωτεύεται το θύμα!
Πάντοτε ένα από τα πιο ιδιότυπα φιλμ νουάρ στην ιστορία του σινεμά, η «Laura» του Ότο Πρέμινγκερ δε σχετίζεται με τον (ελαφρώς στερεοτυπικό) υπόκοσμο της νύχτας, ντετεκτιβίστικες συγκρούσεις, μοιραίους έρωτες και φονικά μυστήρια σαφώς ρεαλιστικά. Η κεντρική ηρωίδα δεν εμφανίζεται εξαρχής, διότι, όπως μας αφηγείται και ο χαρακτήρας του Γουόλντο Λάιντεκερ (Γουέμπ), «ποτέ δεν θα ξεχάσω το weekend που η Λόρα πέθανε»! Το θύμα της ιστορίας είναι ο ομώνυμος χαρακτήρας, μια γυναίκα η οποία δε χαρακτηριζόταν από τίποτε το μοιραίο (όπως μαθαίνουμε από πολλά flashback στη συνέχεια του φιλμ), δραστήρια, έξυπνη, γοητευτική και μάλλον άτυχη στο να επιλέγει τους άνδρες που τη συνόδευαν.
Το πλαίσιο δράσης δεν είναι ένας κόσμος γεμάτος μαφιόζους και κάθε λογής εγκληματίες, αλλά η υψηλή κοινωνία, άνθρωποι που ανήκουν σε αυτήν και άλλοι που παριστάνουν πως θα μπορούσαν να γίνουν κομμάτι της, εκμεταλλευόμενοι καταστάσεις και χαρίσματα, ειδικά στην εξαπάτηση. Η Λόρα (Τίρνεϊ) ήταν μια γυναίκα που δεν αισθανόταν αδύναμη, ώστε να ανήκει σε έναν άνδρα, έτσι οι «μνηστήρες» της εμφανίζονται ως οι πρώτοι ύποπτοι για το φόνο, που ο ντετέκτιβ ΜακΦέρσον (Άντριους) επιχειρεί να διαλευκάνει με τη χαρακτηριστική άνεση και τη ντομπροσύνη ενός iconic ρόλου, προσπαθώντας διαρκώς να καλμάρει τα νεύρα του κρατώντας ένα παιχνιδάκι χειρός που, ειρωνικά, εκνευρίζει τους πάντες γύρω του!
Το μυστήριο δεν είναι πυκνό, τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να ενοχοποιηθούν ελάχιστα, κι όμως ο Πρέμινγκερ στήνει ιδιαίτερα επιδέξια τόσο την ανατρεπτική ανάπτυξη της πλοκής όσο και τους χαρακτήρες που ψεύδονται διαρκώς στις καταθέσεις τους, προκαλώντας την αβεβαιότητα στο θεατή. Το ψέμα, άλλωστε, κρύβει και τα καλύτερα συστατικά τού σεναρίου, το οποίο μπορεί να ιδωθεί και ως μια καυστική σάτιρα στις ταξικές ισορροπίες της περιόδου του ’40.
Το επαναλαμβανόμενο μουσικό μοτίβο της Λόρα, σύνθεση του Ντέιβιντ Ράκσιν (την επόμενη χρονιά, ο Τζόνι Μέρσερ πρόσθεσε στίχους και μετατράπηκε σε ένα από τα περισσότερο ηχογραφημένα τραγούδια όλων των εποχών!), η βραβευμένη με Όσκαρ φωτογραφία, σύσσωμο το καστ (έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε τον Πράις σε ρόλο… καρδιοκατακτητή και την Άντερσον, τη θρυλική κυρία Ντάνβερς της «Rebecca», να μεταμορφώνεται σε καπάτσα και αμοράλ dame!), προσθέτουν στη «Laura» τη διαχρονική αξία και την κλασική φινέτσα που δεν πρόκειται να ξαναλάμψει έτσι στη μεγάλη οθόνη. Γι’ αυτό και, όσες φορές κι αν την έχουμε ξαναδεί να… «πεθαίνει», δε θα πούμε ποτέ όχι για ένα refresh της μνήμης, στο οποίο πάντοτε μπερδευόμαστε: ποιος πραγματικά σκότωσε τη Λόρα;