THE STRAIGHT STORY (1999)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέιβιντ Λιντς
- ΚΑΣΤ: Ρίτσαρντ Φάρνσγουορθ, Σίσι Σπέισεκ, Έβερετ ΜακΓκιλ, Τζον Φάρλεϊ, Κέβιν Φάρλεϊ, Χάρι Ντιν Στάντον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 112'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SUMMER CLASSICS
Όταν μαθαίνει πως ο αποξενωμένος αδελφός του υπέστη εγκεφαλικό, ο 73χρονος Άλβιν Στρέιτ δε λογαριάζει την εύθραυστη υγεία του και καβαλάει το χορτοκοπτικό του μηχάνημα, ξεκινώντας να καλύψει τα σχεδόν τετρακόσια χιλιόμετρα που τους χωρίζουν, ώστε να συμφιλιωθεί μαζί του.
Στριμωγμένο ανάμεσα στην ψυχεδέλεια της «Χαμένης Λεωφόρου» (1997) και στη νοσηρότητα της «Οδού Μαλχόλαντ» (2001), το «The Straight Story» θα ήταν μία άκρως… φυσιολογική ταινία για την πλειονότητα των Αμερικανών σκηνοθετών. Για τα δεδομένα του Ντέιβιντ Λιντς, όμως, η «κανονικότητά» της μοιάζει μ’ ένα τεράστιο παράδοξο. Είναι δυνατόν, ο σκηνοθέτης των δύο προαναφερθέντων ταινιών, του «Blue Velvet» (1986) και της «Ατίθασης Καρδιάς» (1990), να κάτσει να γυρίσει ένα κινούμενο σε ρυθμούς… χελώνας road movie, με κεντρικό ήρωα έναν μπάρμπα από τα γαμίδια της Άϊοβα, που ως τελευταία (;) του επιθυμία έχει να χαζέψει τον έναστρο ουρανό παρέα με τον αδελφό του, να διανεμηθεί στην πρώτη του προβολή στις ΗΠΑ από τον οργανισμό Disney (!) και να τη βγάζει (μάλλον) καθαρή; Κι όμως, έγινε!
Εμπνευσμένο από αληθινή ιστορία, το φιλμ μοιάζει με μία διαχρονικά πνευματική αναζήτηση του Άλβιν, με απώτερο στόχο να κάνει επιτέλους ειρήνη με τον αδελφό του. Ο Λιντς ακολουθεί με υπομονή τον ήρωά του καθώς περιδιαβαίνει (με όπλα του τη λαϊκότητα και τη θυμοσοφία του) τις μεσοδυτικές Πολιτείες της Αμερικής, ερχόμενος σ’ επαφή με πολλούς και διάφορους κατά τη διάρκεια της δίμηνης σχεδόν περιπλάνησης του. Από τη νεαρή που το έχει σκάσει από το σπίτι της, μέχρι την οικογένεια που αναλαμβάνει να τον φιλοξενήσει προσωρινά όταν το χορτοκοπτικό του παρουσιάζει βλάβη, άπαντες διακατέχονται από γνήσια καλοσύνη, σε βαθμό που λες κι έχουν ξεπηδήσει μέσα από παραμύθι. Ο διάσημος σκηνοθέτης δε δείχνει ουδεμία διάθεση αμφισβήτησης των «παραδοσιακών» αμερικανικών αξιών, κάνοντας τον Άλβιν (αλλά και το σύνολο σχεδόν όσων συναντά) να μοιάζει με το τέλειο δείγμα της… made in USA θρησκευτικής δεξιάς!
Τούτο το συμπέρασμα στουκάρει με την υποσχόμενη πνευματική αναζήτηση της αρχής, καθώς γρήγορα γίνεται σαφές πως ο Άλβιν δεν πρόκειται κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του ν’ αλλάξει κάτι από τα βαθιά ριζωμένα πιστεύω του ή έστω να τα δει κάπως αλλιώς. Οι αξίες για τις οποίες κάποτε πολέμησε στο μέτωπο της Ευρώπης έχουν ριζώσει μέσα του, μετατρέποντάς τον σταδιακά σε κάτι που μοιάζει με προσωποποίηση του αμερικανικού μύθου των θεσμών και της αξιοπρέπειας. Ακόμα και η μοναδική του παρασπονδία, με το ποτήρι της μπύρας λίγο πριν τον… τερματισμό του, σερβίρεται με τρόπο που αναδεικνύει τη γνήσια καλοσύνη της προσπάθειας και μαζί τη γαλήνη της επιτυχίας.
Δεν είναι κατακριτέα όλα αυτά, ούτε υπονοώ πως η ευγένεια και η φιλικότητα πρέπει να τεθούν στο… πυρ το εξώτερον. Βλέποντας, όμως, με (ελαφρώς) άλλο μάτι το «Straight Story» εικοσιπέντε χρόνια μετά τον ενθουσιασμό της πρώτης (μου) φοράς, έπιασα τον εαυτό μου ν’ αναρωτιέται πόσο αληθινά είναι όλα αυτά. Όχι ως γεγονότα, αλλά ως… «λιντσικά». Μήπως με τούτο το φιλμ ο Λιντς ήθελε ν’ αποδείξει σε όλους όσους τον κατέτασσαν στους «περίεργους», πως είναι ικανός να γυρίσει μια ταινία που μπορούν να δουν, άπαντες ανεξαρτήτως ηλικίας; Μήπως όλη αυτή η διάχυτη γλυκύτητα δεν ήταν παρά ένα μεγάλο αστείο εκ μέρους του; Αν ναι, το έκανε να δείχνει τόσο αληθινό που ουδείς μπορεί τον κατηγορήσει χειροπιαστά για κάτι. Αν όχι, ο Άλβιν Στρέιτ στέκει ως ένας εκ των πλέον ηθικών κινηματογραφικών ηρώων που θα ταίριαζε να παίζει όχι σε ταινία του Λιντς αλλά… στου Φρανκ Κάπρα. Κι ας χωρίζει τους δύο σκηνοθέτες το απόλυτο χάος!