MULHOLLAND DR. (2001)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα Μυστηρίου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέιβιντ Λιντς
- ΚΑΣΤ: Ναόμι Γουάτς, Λόρα Χάρινγκ, Τζάστιν Θερού, Ρόμπερτ Φόρστερ, Πάτρικ Φίσλερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 147'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SUMMER CLASSICS
Ένα τροχαίο ατύχημα στην οδό Μαλχόλαντ του Λος Άντζελες, θα φέρει κοντά την επιβαίνουσα Ρίτα με την Μπέτι, μία νεαρή, φέρελπι ηθοποιό που μόλις έχει μετακομίσει στο σπίτι της ευκατάστατης θείας της, ώστε να κυνηγήσει το αρχετυπικό όνειρο του χολιγουντιανού stardom. Προσπαθώντας να βοηθήσει τη Ρίτα ν’ ανακτήσει τη μνήμη της μετά το ατύχημα, η Μπέτι θα βρεθεί μπλεγμένη σ’ ένα αλλόκοτο τοπίο, όπου τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου είναι δυσδιάκριτα.
Ονείρωξη των απανταχού «σινεφίλ» συζητήσεων και του «θα σου πω εγώ, που το κατάλαβα» σε πηγαδάκια που εκτείνονται από parties μέχρι πρώτα ραντεβού, η «Οδός Μαλχόλαντ» (όπως εξελληνίστηκε στην πρώτη της προβολή) του Ντέιβιντ Λιντς έχει αναμφίβολα αφήσει το στίγμα της στο σύγχρονο κινηματογραφικό γίγνεσθαι. Κι αυτό κάτι πρέπει να μας πει, πέρα από τον όποιο αντίλογο της αναντίρρητης ηρωοποίησης του δημιουργού της στο παραμικρό πόνημα που γεννά ο «νοσηρός», ενίοτε σουρεαλιστικός νους του, είτε αυτό αφορά έξι τύπους να ξερνάνε σε λούπα, είτε την Λόρα Πάλμερ.
Το παραπάνω «νοσηρός», κρατήστε το. Αν κάτι περιβάλει το φιλμ, άρρηκτα συνδεδεμένο μαζί του, κατάσαρκα σαν άλλος Χιτώνας του Νέσσου, είναι ξεκάθαρα η εφιαλτική ατμόσφαιρά του, ένα κλειστοφοβικό «αμερικανικό όνειρο» βγαλμένο από την Κόλαση, που ζούμε κι εμείς ως θεατές, μαζί με τις δύο πρωταγωνίστριες επί της οθόνης. Από το πρώτο λεπτό και το νυκτερινό τροχαίο της Ρίτα, στον επίπλαστο διάκοσμο του Χόλιγουντ, από εκεί στη ζοφερή σεκάνς των παραγωγών της ταινίας, και το αστικό καλιφορνέζικο τοπίο, με μία «θαμπάδα», κάτι ξένο, μία φρικαλέα πινελιά που κάνει το στομάχι μας κόμπο. Ημέρα και νύχτα, δεν έχει σημασία. Εφιάλτης, η μόνη λέξη που το αντιπροσωπεύει.
Ναι, πολλά απ’ όσα εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας είναι ασαφή, ίσως δυσνόητα, με πάμπολλα μπαλώματα και τρύπες στο σενάριο (που σίγουρα δεν είναι το ατού της ταινίας). Δανειζόμενος μια φράση του Ρίτσαρντ Κόρλις από το περιοδικό TIME, είναι σαν να έχεις φάει μόλις ένα υπέροχο γεύμα σ’ ένα ακριβό εστιατόριο, αλλά δεν έχεις την παραμικρή ιδέα για το τι σου έχουν σερβίρει. Διάολε, δεν ξέρεις καν εάν όντως σου έχουν σερβίρει κάτι, ή απλά το φαντάστηκες! Κι όμως, ακριβώς όπως και σ’ ένα fine dining εστιατόριο, η διαδρομή ανάμεσα στα επιμέρους χαρακτηριστικά παίζει το σημαντικότερο ρόλο. Έτσι κι εδώ – το trip (#diplhs, μιας και αυτά τα 147 λεπτά προσομοιάζουν σίγουρα ένα drug-induced ντελίριο).
Μιλώντας για τις δυόμιση ώρες διάρκειας, το «Mulholland Dr.» σίγουρα προκαλεί μία κάποια κόπωση και – όπως αναφέραμε και παραπάνω – ανάγκη διεξόδου από αυτόν τον δυστοπικό εφιάλτη, πολλές φορές μοιάζει υπερφιλόδοξο, και με τόσες ιδέες σίγουρα δυσκολεύεσαι ν’ ακολουθήσεις τον ειρμό τους. Σε κάθε περίπτωση, όμως, πρόκειται για μία ξεκάθαρη ταινία ενστίκτου – και δε μπορείς παρά να το χειροκροτήσεις.