WEST SIDE STORY (2021)
- ΕΙΔΟΣ: Μιούζικαλ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στίβεν Σπίλμπεργκ
- ΚΑΣΤ: Άνσελ Έλγκορτ, Ρέιτσελ Ζέγκλερ, Αριάνα ΝτεΜπος, Ντέιβιντ Αλβάρεζ, Ρίτα Μορένο, Μπράιαν ντ’Άρσι Τζέιμς, Κόρεϊ Στολ, Μάικ Φέιστ, Τζος Αντρές Ριβέρα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 156'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Το σπουδαιότερο κινηματογραφικό μιούζικαλ όλων των εποχών… συρρικνώνεται από την υπογραφή μιας ανέμπνευστης «κόπιας» του Στίβεν Σπίλμπεργκ!
Θα κάνω έναν παραλληλισμό. Θυμάστε όταν η Μαντόνα, από βασίλισσα της pop και μπροστάρης του (κάθε) επόμενου trend στη μουσική, το 2005, έβγαλε τραγούδι με sample (μακράν) παρελθούσας επιτυχίας των ABBA; Ε, αυτό ακριβώς κάνει εδώ ο Στίβεν Σπίλμπεργκ! Και στη φήμη του και στην καριέρα του. Όχι ότι η τελευταία λάμπει όσο παλιά, εδώ και… πλείστα όσα χρόνια.
«Περπατημένο» στο Broadway από το 1957, το «West Side Story» μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1961, σε σκηνοθεσία του Ρόμπερτ Γουάιζ, σε συνεργασία με τον χορογράφο και δημιουργό του original θεατρικού, Τζερόουμ Ρόμπινς. Δεν χρειάζεται να βασιστεί κανείς στα δέκα Όσκαρ που κέρδισε (μεταξύ των οποίων και της καλύτερης ταινίας, φυσικά) για να τονίσει το πόσο σπουδαίο είναι αυτό το έργο. Βλέποντάς το ακόμη και μέχρι σήμερα, συνειδητοποιείς ότι δεν υπάρχει το παραμικρό πράγμα το οποίο θα μπορούσε ν’ αλλάξει ή να «διορθώσει» κανείς. Από τις κατόψεις των οικοδομικών τετραγώνων της Νέας Υόρκης του ’60 στο επικό overture του φιλμ, μέχρι τα πρώτα πλάνα της σύστασης της «συμμορίας» των Jets στο κοινό, οι εικόνες είναι αυθεντικά συγκλονιστικές. Από τα πρώτα της κιόλας λεπτά, η ταινία διδάσκει στην αιωνιότητα του σινεμά τη σημασία της συνύπαρξης κάδρων, κίνησης (ή μη) της κάμερας με τη χορογραφία και την τελευταία λέξη που έχει το μοντάζ πάνω από όλα αυτά. Λες και υπάρχει ενορχήστρωση που έχει ορίσει τα πάντα… σχεδόν πριν καν γυριστούν! Μιλάμε για μεγαλείο, αγέραστο και αξεπέραστο.
Στο άκουσμα ότι ο Σπίλμπεργκ σκόπευε να σκηνοθετήσει μια νέα εκδοχή αυτού του περίφημου (και ουσιαστικά εμπνευσμένου από την ιστορία του σαιξπηρικού «Ρωμαίος και Ιουλιέτα») μιούζικαλ, οι πρώτες φυσιολογικές ερωτήσεις που θα μπορούσε να θέσει… το σύμπαν ολόκληρο, εννοείται, ήταν: α) ένα τεράστιο «Γιατί;» και β) ποιος ο σκοπός ν’ αναμετρηθείς με κάτι το μνημειωδώς αλάνθαστο; Να το «αναθεωρήσεις»; Να το «ανανεώσεις»; Να πείσεις για τη ματαιοδοξία σου (παλαιό θέμα που έχει αναλυθεί και απαντηθεί στο παρελθόν, ουκ ολίγες φορές…);
Μέσα σε κλίμα ανησυχίας (και δυσπιστίας, προφανώς), παρακολούθησα και… βασανίστηκα με το «West Side Story» του Σπίλμπεργκ, το οποίο για να αποφύγει (όσο μπορεί) τις δυσάρεστες (και αναπόφευκτες) συγκρίσεις με το φιλμ των Γουάιζ & Ρόμπινς, επιχειρεί ν’ ακολουθήσει πιο πιστά το αρχικό βιβλίο του Άρθουρ Λόρεντς και κατόπιν την original Broadway musical production του ’57. Το αποτέλεσμα, παρόμοιο σε διάρκεια, μειώνει την αξία του ονόματος του Σπίλμπεργκ σε δυσάρεστο βαθμό, καθώς η πιο «ουσιαστική» τροποποίηση του έργου είναι να σπάσει τη δράση της πλοκής του σε δύο μερόνυχτα και να προσθέσει έναν καινούργιο, «τιμής ένεκεν» ρόλο για την 90χρονη Ρίτα Μορένο (την Ανίτα του ’61). Όλη η μαγεία της σκηνοθεσίας του Γουάιζ έχει συρρικνωθεί (ή τσαλαπατηθεί…), ειδικά σε iconic νούμερα, με πρώτο και… αιματηρά κατώτερο εκείνο του χορού στο gym, όπου αντικρίζονται για πρώτη φορά ο Τόνι και η Μαρία. Εκεί όπου ο Γουάιζ «εξαφάνιζε» τον κόσμο όλο και τους ανθρώπους γύρω τους, σχεδόν κατεβάζοντας τον ουρανό και τ’ άστρα πάνω από τα κεφάλια των κεραυνοβολημένων από έρωτα πρωταγωνιστών, ο Σπίλμπεργκ «κρύβει» το ζευγάρι του πίσω από τις κερκίδες του κλειστού γηπέδου, παραδίδοντας τους ηθοποιούς του στο έλεος των… lens flares, λες και θ’ ακολουθήσει εισβολή εξωγήινων σε ταινία του Τζέι Τζέι Εϊμπραμς!
Χωρίς μία πιο «εκσυγχρονισμένη» βαρύτητα στο συγκρουσιακό διαφυλετικό πρόβλημα που ακόμη ανοίγει πληγές στην… «America», χωρίς κάποια άλλη έκφραση ανάγκης να αναλυθούν χαρακτήρες, με το αγοροκόριστο που ονειρεύεται να γίνει ένας από τους «νταήδες» των Jets να έχει μετατραπεί σε… butch λεσβία, με το προαναφερθέν νούμερο να έχει απλωθεί ντάλα μεσημέρι στην ανοιχτωσιά των δρόμων μιας γειτονιάς του ’50 με έναν πιο… πανηγυριώτικο αέρα, to name but a few, η αφόρητη διάρκεια της σπιλμπεργκικής εκδοχής δεν τιμά με κανέναν τρόπο το όλο project. Ειλικρινά, τι καινούργιο προσφέρει αυτό το ανοσιούργημα; Τουλάχιστον, ο Μπαζ Λούρμαν (αν θέλει κανείς να μιλήσουμε για απόπειρα νεωτερισμού που παρέδωσε μάθημα) όταν καταπιάστηκε με το «Romeo + Juliet» (1996), μας έδωσε ένα έργο κυριολεκτικά σύγχρονο, pop, αισθητικά «αθυρόστομο» και σχεδόν αναρχικό. Τι νομίζει ότι κάνει εδώ ο Σπίλμπεργκ; Που όταν φτάνει το έργο στο σημείο του νούμερου με το «Somewhere», η μοναδική αντίδραση που θα άρμοζε σε θεατές με αξιοπρέπεια θα ήταν… να εγκαταλείψουν την αίθουσα! Λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, εγώ παρέμεινα στη θέση μου. Για να αναφωνήσω, τελικά: «Σε τι εποχή κατάντιας ζούμε;»!
Υ.Γ. Θέλετε να θυμηθείτε τι εστί Σπίλμπεργκ, πραγματικά; Βάλτε να δείτε το πρώτο επεισόδιο της σειράς ντοκιμαντέρ «Voir», στο Netflix. Πρόκειται για ένα οπτικό δοκίμιο επάνω στην επίδραση του «Jaws», σε αφήγηση της Σάσα Στόουν, από τη σκοπιά ενός μικρού κοριτσιού που στα μέσα της δεκαετίας του ’70 έμαθε μ’ αυτό το φιλμ τι θα πει σινεμά. Και η ίδια η ταινία έγινε ένα κομμάτι της ζωής των παιδιών που έζησαν εκείνη την περίοδο. Και οφείλουν πολλά στον Σπίλμπεργκ. Παντοτινά. Διαρκεί μόλις 17 λεπτά. Και σε κάνει να κλαις με μαύρο δάκρυ.