ΤΕΤΑΡΤΗ 04:45 (2015)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλέξης Αλεξίου
- ΚΑΣΤ: Στέλιος Μάινας, Δημήτρης Τζουμάκης, Γιώργος Συμεωνίδης, Μίμι Μπρανέσκου, Αδάμ Μπουσδούκος, Μαρία Ναυπλιώτου
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 116’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Ο Στέλιος Δημητρακόπουλος έχει χρέη. Δανείστηκε πολλά λεφτά για ν’ ανοίξει ένα jazz club πριν από χρόνια. Σήμερα δεν έχει ούτε τους τόκους να πληρώσει. Κι ένας Ρουμάνος gangster τον απειλεί, να του πάρει το μαγαζί ή να κάνει κακό στο παιδί του. Ο Στέλιος Δημητρακόπουλος έχει 32 ώρες… για να χάσει τα πάντα.
Σε αντίθεση με… σχεδόν όλα τα υπόλοιπα φιλμ της πρόσφατης ελληνικής παραγωγής που πραγματεύτηκαν με το ζήτημα της οικονομικής κρίσης και των κοινωνικών της συνεπακόλουθων, ο Αλέξης Αλεξίου έχει το θάρρος και την εξυπνάδα να τοποθετηθεί και να σχολιάσει το σήμερα της χώρας μας μέσω μιας ταινίας… είδους! Καμία «αρρωστημένη», ενδοοικογενειακή κατάσταση ή ήρωες με σεξουαλική «απόκλιση», έτσι για να έχουμε… λίγο απ’ όλα και να τσιγκλάμε με δήθεν πρόκληση τον θεατή. Στο «Τετάρτη 04:45» όλα είναι νορμάλ. Αυτό το «νορμάλ» που μας έφερε ως εδώ, δηλαδή…
Περισσότερο συμβολιστικά, από το να σου πετάξει στη μούρη το σχόλιό του, το φιλμ τοποθετείται χρονολογικά στο 2010, με τη μορφή και τον λόγο του Γιώργου Παπανδρέου να παίζουν σε τηλεοπτικό background διάφορων σκηνών. Είναι η πρώτη χρεοκοπία της Ελλάδας. Μαζί κι εκείνη του κεντρικού ήρωα, ενός τυπικού αστού που ζει, για λίγο ακόμη, εντός της φούσκας του μεγαλοαστισμού, χωρίς να μαρτυρά ποτέ και πουθενά την ήττα του. Σπίτι με πισίνα στα βόρεια προάστεια, μια κανονική οικογένεια, με γυναίκα και παιδιά, ένα μαγαζί που του δίνει καλό prestige στην κοινωνία. Όλα καλά. Στην πραγματικότητα, το σπίτι είναι σε υποθήκη… ένας Θεός ξέρει σε πόσες τράπεζες, η σύζυγος βρίσκεται στα πρόθυρα του ραντεβού με τον δικηγόρο της οικογένειας για διαζύγιο, η γκόμενα από δίπλα καταπραΰνει τις ορέξεις αλλά όχι την ψυχική του διάθεση και, ακόμη χειρότερα, το τελευταίο προσωπικό «οχυρό» τού Στέλιου Δημητρακόπουλου, το jazz club που άνοιξε με «βρώμικο», δανεικό χρήμα, δεν φέρνει εισπράξεις ούτε για τους τόκους. Και ο Ρουμάνος gangster (βλέπε «επενδυτής») βρίσκεται στην Αθήνα για να του δώσει μια τελευταία διορία, πριν πασάρει το μαγαζί στον υιό του, που το φαντάζεται ως χορευτάδικο / ελληνάδικο, διότι ένας σωστός businessman καταλαβαίνει ότι η jazz δεν πουλάει.
Ο Αλεξίου παίρνει κι αυτός τα δικά του δανεικά, όπως κάποια από τα χαρακτηριστικά συστατικά του νουάρ σύμπαντος (το ελεγειακό πορτρέτο του κεντρικού ήρωα, πρωτίστως), τα οποία συναντιούνται με στοιχεία της crime περιπέτειας υποκόσμου, φτάνοντας μέχρι τα στυλιζέ ξεσπάσματα της ασιατικής σχολής (βίας). Έχει ενδιαφέρον να βλέπεις να λειτουργεί αυτός ο συνδυασμός σε ένα πλαίσιο κανονικότητας και αστικού βίου, σε δρόμους και λεωφόρους της Αθήνας, εκεί που ζούμε και κυκλοφορούμε όλοι μας, και όχι σε ένα σκηνικό παρηκμασμένων ή λούμπεν συνοικιών. Η κριτική δεν γίνεται στο underground, στο περιθώριο. Η κριτική ασκείται έξω από την πόρτα μας. Και ο ήρωας δεν είναι ένας κοινός εγκληματίας, αλλά ένας απλός… οικογενειάρχης!
Οι δυνατότητες του Αλεξίου στην αφήγηση ήταν εμφανείς από την πρώτη του κιόλας ταινία, την «Ιστορία 52» (2008). Και η πρόοδος είναι προφανής και αναμενόμενη εδώ. Το ελαφρώς ανισο(βαρές) με την «Τετάρτη 04:45» εντοπίζεται στην ανάπτυξη του σεναρίου, που ενίοτε περνά μέσα από μεγάλες «παρενθέσεις» κοινωνικού και πολιτικού σχολιασμού, αποδυναμώνοντας τη σημασία του crime genre, αλλά και στη στελέχωση ή τη βαρύτητα (των απαραίτητων) δευτερευόντων χαρακτήρων που κινούνται γύρω από τον Στέλιο Δημητρακόπουλο. Η σχεδόν παράλληλη σε δράση υποπλοκή τού Όμερ, ιδιοκτήτη ενός στριπτιτζάδικου στη Συγγρού, ο οποίος χρωστάει στην ίδια συμμορία και θα τρομοκρατηθεί περισσότερο για να κλείσει τους λογαριασμούς του, τονώνει θετικά το συνολικό στόρυ και καλύπτει αμηχανίες τού σεναρίου, πριν φτάσουμε στην αναπόφευκτη κορύφωση, που παρόμοιά της σπάνια έχουμε παρακολουθήσει στο ελληνικό σινεμά.
Σπουδαίος πρωταγωνιστής στην ταινία του Αλεξίου, το ίδιο το λεκανοπέδιο της Αττικής, μια Αθήνα όπου δεν ξημερώνει σχεδόν ποτέ (θαυμάσια η δουλειά τού διευθυντή φωτογραφίας Χρήστου Καραμάνη, ειδικά στα νυχτερινά) ή μοιάζει να κρύβεται από το φως της μέρας, που μαρτυρά την εκ του ασφαλούς ψευτιά της «βιτρίνας» της και δεν ανησυχεί για να καλλωπίσει τις άσχημες πλευρές της. Από το καστ, οι καρατερίστικες φιγούρες μετράνε περισσότερο και βγάζουν μια οργή σχεδόν απεγνωσμένη, δίπλα στην ευγενή προσπάθεια του Στέλιου Μάινα να ξεφύγει από τα ασφαλή του στερεότυπα. Στην πορεία, η μεταμόρφωσή του σε έναν «εν βρασμώ» ήρωα τύπου… Λίαμ Νίσον δεν πείθει απαραίτητα στα βίαια χαρακτηριστικά του, ίσως γιατί το σενάριο δεν τον απεγκλωβίζει ποτέ από τις μύριες νευρώσεις και τα άγχη του. Στα υπέρ και η χρήση των vintage ελληνικών τραγουδιών, που πολλές φορές έχουν κάτι να πουν για τον «ψυχισμό» της ταινίας (επιλογή που είδαμε να λειτουργεί θαυμάσια και στους «Αισθηματίες» του Νίκου Τριανταφυλλίδη και δεν θα ενοχληθώ καθόλου αν μετατραπεί σε trend, αρκεί να γίνεται με γνώση και να μην εξαντληθεί… στη δισκογραφία της Τζένης Βάνου!).
Πέρα από μικρές ενστάσεις, η μεγάλη επιτυχία του Αλέξη Αλεξίου εντοπίζεται στη… «μετανάστευση» ενός φιλμικού είδους αρκετά ξένου (ή μάλλον ξεχασμένου) για εμάς, μέχρι τα πάτρια εδάφη (ας αποφευχθούν απόπειρες σύγκρισης με τον κινηματογραφικό κόσμο του Γιάννη Οικονομίδη, θα είναι ατυχείς), με λειτουργικό τρόπο και πολλές πτυχές στο ξεδίπλωμα της αφήγησής του. Με μια φυσικότητα στη γλώσσα, στην απεικόνιση, στον διόλου… εξαναγκασμένο ρυθμό. Χωρίς «παραξενιές». Με ευθύνη. Η «Τετάρτη 04:45» είναι ένα είδος σινεμά που πρέπει να έχουμε σε τούτον τον τόπο.