ΣΚΥΛΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (2016)
(WAR DOGS)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τοντ Φίλιπς
- ΚΑΣΤ: Τζόνα Χιλ, Μάιλς Τέλερ, Κέβιν Πόλακ, Άνα Ντε Άρμας, Σον Τόουμπ, Μπράντλεϊ Κούπερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 114'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Δυο νεαροί Αμερικανοί που παίρνουν μικροσυμβόλαια από το Πεντάγωνο για αγοραπωλησίες όπλων στις εμπόλεμες ζώνες της Μέσης Ανατολής κερδίζουν αναπάντεχα ένα deal 300.000.000 δολαρίων, όμως ο χρόνος μετρά αντίστροφα για την τύχη τους…
Ο Τοντ Φίλιπς, σκηνοθέτης της σειράς ταινιών «The Hangover», μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την αληθινή ιστορία δυο εικοσάρηδων που ξεκινούν μια μικροεπιχείρηση στη – νόμιμη – αγορά όπλων και πυρομαχικών που έχει στήσει το ίδιο το Πεντάγωνο, στο πλαίσιο του δικαιώματος πλειστηριασμού για όσους επιθυμούν να αναλάβουν ένα από τα μικρά (τα αποκαλούμενα «ψίχουλα») συμβόλαια. Όταν ένα τεράστιο, για τα δικά του κυβικά, συμβόλαιο ανακοινώνεται, οι δυο νεαροί βρίσκουν έναν αναπάντεχο προμηθευτή και το κερδίζουν, όμως η απειρία τους σε τόσο μεγάλα projects, η αφέλεια μέσα στη φιλοδοξία τους, ο κακός σχεδιασμός και διαχείριση της επιχείρησης αλλά και η διχόνοια θα καταστρέψουν (;) τα πάντα. Το σενάριο βασίζεται στο άρθρο «Arms and the Dudes» του Γκάι Λόσον, για το περιοδικό Rolling Stone, και ο τίτλος του μάλλον εξηγεί επακριβώς περί τίνος πρόκειται.
Διαφημισμένη λίγο-πολύ ως άλλη μια dude κωμωδία στο ύφος των «Hangover», αλλά με φανερές αναφορές / «δανεισμούς» από πρόσφατες ιστορικο-κοινωνικο-οικονομικο-πολιτικές σάτιρες όπως «Ο Λύκος της Wall Street» και «Το Μεγάλο Σορτάρισμα», η ταινία του Φίλιπς ξεκινά με αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο από τον ένα εκ των δύο νεαρών, τον Ντέιβιντ (Τέλερ), σε μια επικίνδυνη στιγμή της ζωής του, κι από εκεί η ιστορία εκτυλίσσεται στο κυριότερο μέρος της σε flashback, στην αρχή της συνεργασίας του με τον πρώην συμμαθητή του, Έφρεμ (Χιλ), με τον οποίο ξανασυναντιούνται μετά από χρόνια, όταν ο δεύτερος έχει ήδη ξεκινήσει μόνος του την μικροεπιχείρηση αγοράς όπλων. Ο Έφρεμ, που την έχει δει μικροκαρχαρίας με φιλοδοξίες εξέλιξης στην… τροφική αλυσίδα, προσλαμβάνει τον αφελή Ντέιβιντ και σύντομα η εταιρεία τους εισέρχεται μεν στα βαθιά νερά, οι δυο νεαροί, όμως, δεν έχουν δοκιμάσει αν μπορούν να κολυμπήσουν σε τόσο επικίνδυνα ύδατα.
Αν ο Φίλιπς είχε σκοπό να κάνει μια ταινία πιο «ενήλικη» θεματικά απ’ ό,τι οι περασμένες του, κρατώντας ωστόσο την κωμική τους συνταγή, τότε απέτυχε: ούτε αρκετές δόσεις χιούμορ έχει κι αυτές που διαθέτει είναι, στην πλειοψηφία τους, επίπεδες κι ανέμπνευστες, καθώς χάνει την ισορροπία μεταξύ σοβαρού, αστείου και χαβαλεδιάρικου. Αν είχε την πιο φιλόδοξη πρόθεση να δημιουργήσει κάτι στα επίπεδα των δυο προαναφερθεισών ταινιών, τότε δεν μπαίνουμε κα στην διαδικασία συγκρίσεων. Γιατί το τελικό σύνολο είναι πιο εξυπνακίστικο από έξυπνο, οι διάλογοι μονοδιάστατοι και οι δεύτεροι χαρακτήρες καρικατούρες χιλιοειδωμένες σε φιλμ του είδους (με ευχάριστη νότα τη σύντομη παρουσία του Μπράντλεϊ Κούπερ). Α, ναι, υπάρχει και το «κόλπο» του διαχωρισμού της πλοκής σε κεφάλαια… για κανέναν απολύτως πρακτικό ή και αφηγηματικό λόγο!
Ωστόσο, τα «Σκυλιά του Πολέμου» διαθέτουν και τα θετικά τους. Μπορεί το χιούμορ να είναι απογοητευτικά περιορισμένο, όμως υπάρχουν και σεκάνς όπου γελάς δυνατά ενώ, παρ’ όλο που οι περισσότερες σκηνές επί αμερικανικού εδάφους είναι πεζές, αυτές στα ταξίδια τους στη Μέση Ανατολή και την Αλβανία είναι πολύ πιο καλογραμμένες και μεστές. Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτής της – τελικά άνισης – ταινίας, είναι η πληθωρική (με πολλές έννοιες) παρουσία του Τζόνα Χιλ, ο οποίος μπορεί να θυμίζει τον κάπως αντίστοιχο ρόλο του στον «Λύκο», όμως εδώ, ως βασικός πρωταγωνιστής, είναι ερμηνευτικά άψογος, εναλλάσσοντας τα προσωπεία τού loser, του κατά βάθος καλού παιδιού, του παρανοϊκού businessman / gangster, του αστείου sidekick, όλα με αβίαστη ευκολία, έχοντας στο πλευρό του τον Μάιλς Τέλερ, ο οποίος επίσης λίγο-πολύ θυμίζει τον χαρακτήρα που υποδύθηκε στο αριστουργηματικό «Χωρίς Μέτρο» (ο αφελής, ψιλο-άβγαλτος και γενικώς καλόκαρδος νεαρός που βουτάει στα βαθιά χωρίς σωσίβιο).