ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΧΩΡΙΟ (2004)
(THE VILLAGE)
- ΕΙΔΟΣ: Αλληγορία Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μ. Νάιτ Σιάμαλαν
- ΚΑΣΤ: Μπράις Ντάλας Χάουαρντ, Χοακίν Φίνιξ, Έιντριαν Μπρόντι, Γουίλιαμ Χερτ, Σιγκούρνι Γουίβερ, Μπρένταν Γκλίσον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 108'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Μία σειρά από μυστηριώδη συμβάντα διαταράσσει την ενότητα ενός μικρού και εντελώς απομονωμένου χωριού, στην Πενσυλβάνια του 1897.
Με μία μονάχα λέξη, θα αποκαλούσα τον Μ. Νάιτ Σιάμαλαν μάγκα! Με την «Έκτη Αίσθηση» μας έκανε να τσιμπάμε τους διπλανούς μας για να πειστούμε ότι είναι ζωντανοί! Με τον «Άφθαρτο» έδωσε ανθρώπινη υπόσταση στη μυθολογία των υπερ-ηρώων των comics. Με τον «Οιωνό» (το μοναδικό του «παραστράτημα») έστειλε τα «Πουλιά» του Χίτσκοκ στο έξω διάστημα… Και τώρα υπογράφει μια ταινία που καταπατά τα όρια των κινηματογραφικών ειδών, σαν να σου λέει ότι με ένα οποιοδήποτε διαφορετικό φινάλε που θα μπορούσες να φανταστείς, το αποτέλεσμα θα οδηγούσε ολόκληρη την ταινία σε μία άλλη κατηγοριοποίηση! Αλλάξτε τα δεδομένα που ακολουθούν της σεκάνς εισόδου της Αϊβι (Χάουαρντ) στο δάσος και έχετε από ταινία επιστημονικής φαντασίας μέχρι μπεργκμανικό ψυχόδραμα! Κυριολεκτώ.
Πριν από αυτό το περίφημο φινάλε – έκπληξη (σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη), το οποίο καλό θα ήταν να μην αποκαλύψετε σε κανέναν για λίγο καιρό, το σενάριο του Σιάμαλαν ξετυλίγεται μέσα από μία πολυπλοκότητα ιστοριών, συναισθημάτων και κοινωνικών μηνυμάτων που ολοκληρώνονται μονάχα με τον επίλογο, δημιουργώντας την ανάγκη για συζήτηση και έναν κάποιο προβληματισμό ως προς το «αλληγορικό» του θέματος. Μην εκπλήσσεστε. Το «Σκοτεινό Χωριό» δεν είναι μία τυπική ταινία τρόμου, ούτε βασικός στόχος της είναι να σας κάνει να τρομάξετε. Η ιστορία αυτής της μικρής κοινότητας ανθρώπων που ζουν αποκομμένοι από τον «έξω» πολιτισμό, στα 1897, κρύβει πιο ουσιαστικά μυστικά από την απειλή των τεράτων (;) που κατοικούν στο δάσος, μετατρέποντάς το σε απαγορευμένη γη. Απηυδισμένοι από την κοινωνική παρακμή και τη βία των πόλεων, οι πρεσβύτεροι ήταν εκείνοι που δημιούργησαν το Κόβινγκτον, ένα χωριό που δε γνώρισε ποτέ τι θα πει θρησκευτική πίστη και χρήμα ως μέσο συναλλαγής. Για τον Σιάμαλαν αυτά τα δύο είναι τα μεγαλύτερα εγκλήματα της ανθρωπότητας και είναι τα πρώτα στοιχεία που θα πρέπει να σας υποψιάσουν για τους κοινωνικούς συμβολισμούς του φιλμ, ασχέτως χωροχρόνου.
Η πρώτη ώρα κυλά σχεδόν βαρετά, καταγράφοντας σκηνές από τη ζωή στο χωριό αλλά και την διαρκώς εντεινόμενη απειλή που έρχεται από το δάσος. Ο Σιάμαλαν δεν αποκαλύπτει το παραμικρό για τη φύση των πλασμάτων που κρύβονται εκεί, παίζει με αρχέγονες φοβίες, προκαλεί μερικά έξυπνα τινάγματα για να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή και τον στρέφει σταδιακά προς το μυστήριο της πλοκής, παραπλανώντας τον (μερικώς) για να κρατάει τα ηνία στο παιχνίδι που στήνει. Η μαστοριά στη σκηνοθεσία φτάνει σε επίπεδα επιδειξία (μια σεκάνς μαχαιρώματος σε αφήνει σύξυλο με τον λυρισμό της), το flirt με ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά πρότυπα είναι εμφανές (η αυστηρότητα και η αφαιρετικότητα του σκανδιναβικού σινεμά, για παράδειγμα) και μια δόση ανατριχίλας αλά «Blair Witch Project» προστίθεται σαν κερασάκι από αισθητικής άποψης. Η δεύτερη ώρα χαρακτηρίζεται από την έντονη κόντρα του σκηνοθέτη Σιάμαλαν με τον σεναριογράφο Σιάμαλαν ως προς την ευελιξία της αφήγησης, με το σασπένς να λειτουργεί αψεγάδιαστα σε ψυχολογικό επίπεδο. Υπάρχουν οι εύκολες στιγμές τινάγματος και μερικών ουρλιαχτών, αλλά η μαγεία όλη κρύβεται στην τελική ανατροπή και στο ρίσκο του δημιουργού να επιλέξει κάτι τόσο σοβαρό και ορθολογιστικό, αντί της όποιας τρελής φαντασίωσης. Εκεί θα τσινήσουν κάποιοι θεατές… λιγότερο ώριμοι με την ιδέα του τι έβλεπαν τόση ώρα.
Λυπάμαι που το μυστικό πρέπει να κρατηθεί, γιατί αυτό το φινάλε είχε πολύ «ζουμί» σε περιεχόμενο. Μοιραστείτε το με την παρέα σας μετά το τέλος της ταινίας. Και, σε τελική ανάλυση, ας συνειδητοποιήσουμε πως ο Σιάμαλαν πρέπει να… μισεί την κριτική! Γιατί πάντα μας αφήνει με αυτή την απαγορευμένη γεύση, καθώς γράφουμε για τις ταινίες του. Κι αν ανοίξεις το στόμα σου και κατευθύνεις το κοινό ή μαρτυρήσεις κάτι, γίνεσαι ο μαλάκας της υπόθεσης που καταστρέφει το fun της ταινίας! Αυτό, όμως, του δίνει και ένα επιπλέον ατού. Την αφορμή να επιστρέψουμε στη δουλειά του μετά από χρόνια και να τον κρίνουμε ολοκληρωτικά σαν δημιουργό. Είναι αυτό το χιτσκοκικό σαράκι που τον τρώει σε όλη του την καριέρα. Δεν κρύβεται διόλου αλλά και τονίζεται, μέσω των cameo εμφανίσεών του σε κάθε ταινία του (μια «κακή» συνήθεια του Βρετανού maître).
Κλείνοντας, εφιστώ την προσοχή στην ερμηνεία της πρωτοεμφανιζόμενης Μπράις Ντάλας Χάουαρντ, το μεγαλύτερο ταλέντο που εμφανίστηκε στο αμερικανικό σινεμά εδώ και χρόνια, και στις αριστουργηματικές συνθέσεις του Τζέιμς Νιούτον Χάουαρντ (τρέχοντας για Όσκαρ), που εξυψώνουν μία άριστη δουλειά συνόλου. Σαφώς, μία από τις σημαντικότερες ταινίες της χρονιάς.