Ο ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ (2017)
(THE SNOWMAN)
- ΕΙΔΟΣ: Αστυνομικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τόμας Άλφρεντσον
- ΚΑΣΤ: Μάικλ Φασμπέντερ, Ρεμπέκα Φέργκιουσον, Τζ. Κ. Σίμονς, Σαρλότ Γκενσμπούργκ, Ντάβιντ Ντέντσικ, Βαλ Κίλμερ, Τζέιμς Ντ’ Άρσι, Κλόι Σεβινί
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 119'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: UIP
Η εξαφάνιση μιας γυναίκας και η ύποπτη παρουσία ενός χιονάνθρωπου έξω από το σπίτι της οδηγούν τις έρευνες του ντετέκτιβ Χάρι Χούλε σε δυσάρεστα συμπεράσματα, αφού φαίνεται πως πρόκειται για περίπτωση serial killer ο οποίος χρησιμοποιεί το ίδιο pattern για χρόνια.
Η φιτιλιά που άναψε το hype του σκανδιναβικού θρίλερ με την κινηματογραφική μεταφορά της τριλογίας βιβλίων του Στιγκ Λάρσον «Millennium», το 2009, δεν άργησε να πάρει παγκόσμιες διαστάσεις μέσω της pop κουλτούρας, φέρνοντας στο προσκήνιο ακόμη περισσότερα ονόματα συγγραφέων, τηλεοπτικές σειρές, μέχρι και το αμερικάνικο remake του «Κοριτσιού με το Τατουάζ» (2011) από τον Ντέιβιντ Φίντσερ. Στη χώρα μας, ο Γιου Νέσμπα (χάρη στο συστηματικό και καλοδουλεμένο promotion των εκδόσεων Μεταίχμιο) σίγουρα κατέχει την πρώτη θέση αναγνωρισιμότητας στα ράφια των βιβλιοπωλείων, αλλά μέχρι σήμερα ελάχιστα μας είχε απασχολήσει και στο σινεμά (βασική εξαίρεση το νορβηγικό θρίλερ «Κυνηγοί Κεφαλών» του 2011). Ο κινηματογραφικός «Χιονάνθρωπος» εμφανίζεται σήμερα σαν ένα είδος κορύφωσης της όλης μόδας, με αξιοζήλευτο καστ και έναν σκηνοθέτη ο οποίος λατρεύτηκε εν μια νυκτί με το βαμπιρικό «Άσε το Κακό να Μπει» (2008). Περίμενα, λοιπόν, μια συναρπαστική απογείωση, αλλά είδα ένα έργο που (πρωτίστως) δεν εξελίσσει την πορεία της καριέρας του (σπουδαίου) Τόμας Άλφρεντσον.
Κυριολεκτικά εξαφανισμένος μετά το επίσης υποδειγματικό δράμα κατασκοπίας «Κι ο Κλήρος Έπεσε στον Σμάιλι» (2011), ο Σουηδός σκηνοθέτης βρίσκεται ξανά σε ένα παγερό φόντο – που γνωρίζει να χειρίζεται τόσο καλά – αλλά φαίνεται πως αυτή τη φορά η πρώτη ύλη δεν του επέτρεψε να ανακαλύψει σημεία ταύτισης και έκδηλης συγκίνησης (με την τελευταία να ξεχωρίζει στις ταινίες του). Αυτό είναι το κυρίως πρόβλημα που έχω με τον «Χιονάνθρωπο». Δεν αναγνωρίζω την ύπαρξη του Άλφρεντσον μέσα στο φιλμ! Με αυτή την «ετυμηγορία» κατά νου, μένει ένα αξιοπρεπές έργο genre που στέκει στα πόδια του και παρακολουθείται με σχετική ένταση, αλλά δεν ξεφεύγει από τα basic standards ενός αστυνομικού θρίλερ που, έστω, ενισχύεται από τη… χαμηλή θερμοκρασία των κάδρων του, η urban αρχιτεκτονική των οποίων μαρτυρά ότι πίσω από την camera βρίσκεται ο Άλφρεντσον (και ο ικανότατος dp Ντίον Μπίμπι).
Γνωστός στους αναγνώστες των βιβλίων του Νέσμπα, ο Χάρι Χούλε (όπως προφέρεται στα νορβηγικά) είναι ένας αντι-ήρωας, σχεδόν αυτοκαταστροφικός, αλκοολικός, με ψυχικά τραύματα που η ταινία δεν ψηλαφίζει επαρκώς ώστε να συμπάσχουμε μαζί του. Ήδη κάτι σαν ζωντανός μύθος για τους συναδέλφους του, πλησιάζει μια νεαρή ντετέκτιβ σε μια κλήση εξαφάνισης διαζευγμένης μητέρας, έχοντας λάβει στην αλληλογραφία του ένα γριφώδες γράμμα το οποίο καταλήγει στην εικονογράφηση ενός χιονάνθρωπου. Έχει προηγηθεί μια σκηνή από το παρελθόν, η οποία επιχειρεί (μάλλον απλοϊκά) να «ψυχαναλύσει» τον καταζητούμενο δολοφόνο (και serial killer, όπως θα αποδειχθεί σταδιακά) από την παιδική του ηλικία, δίχως να μας υποψιάζει για την ταυτότητά του, φυσικά.
Η συνέχεια απλώνεται σε κάμποσες υποπλοκές που συνολικά συνθέτουν ένα αφηγηματικά δύσκολο για το σινεμά κουβάρι, οι οποίες μπορεί εν τέλει να ολοκληρώνουν το σεναριακό puzzle – αν και σε κάνουν να διερωτάσαι γιατί δεν περικόπηκαν περισσότερα στοιχεία από το βιβλίο (υποθετικά ομιλώ, δεν το έχω διαβάσει και συνηθίζω να αποστασιοποιούμαι από το ανάγνωσμα σε τέτοιες περιπτώσεις, εδώ μιλάμε για την ταινία και μόνο). Το ανοικονόμητο σενάριο, λοιπόν, «τρώει» κι αυτό πόντους από την επιτυχία του φιλμ, με τον Άλφρεντσον να παγιδεύεται εδώ από τη μη γραμμική αφήγηση και πλείστα όσα flashback, κυρίως μέσω της παρελθούσης ιστορίας του ντετέκτιβ Γκερτ Ράφτο (Βαλ Κίλμερ), η οποία επίσης σχετίζεται με τη δράση του serial killer. Εδώ πρέπει να προστεθεί και ένα μυστήριο, που αφορά το μοντάζ της ταινίας. Το όνομα της Θέλμα Σκουνμάκερ (σταθερή συνεργάτις του Μάρτιν Σκορσέζε, με τρία Όσκαρ στην κατοχή της) εμφανίζεται στα credits του φιλμ, αλλά πουθενά στα production notes της παραγωγής, ενώ (προσωρινά;) το imdb δηλώνει ως μοντέρ της ταινίας την Κλερ Σίμσον! Δεν γνωρίζω τι ακριβώς συνέβη, όμως τα πράγματα ίσως και να μην ήταν τόσο ειρηνικά στο editing room… Τηρουμένων των αναλογιών, πάντως, το τελικό αποτέλεσμα δεν αφήνει ερωτήματα ή κενά γύρω από την πλοκή, αλλά ένα κάπως καλύτερα διασκευασμένο σενάριο φαντάζομαι ότι θα βοηθούσε… τους πάντες (συμπεριλαμβανομένων των θεατών).
Παραδόξως, πέραν ορισμένων πλάνων με παλαιομοδίτικες αναφορές αισθητικής (και κάποιες design εμμονές σε περασμένες δεκαετίες, με έμφαση στα 70’s), θα έλεγα πως ο Άλφρεντσον κλείνει ύπουλα το μάτι σε εκείνους που αγάπησαν το σινεμά του και θυμούνται το… μουσικό του γούστο. Προσοχή, λοιπόν, στο (εντελώς αναπάντεχο) άκουσμα της διασκευής του «Popcorn» από τους Hot Butter, σε μια σκηνή του φιλμ. Άραγε, θέλει να μας πει κάτι με αυτό;