ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΟ ΤΑΤΟΥΑΖ (2011)
(THE GIRL WITH THE DRAGON TATTOO)
- ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ Μυστηρίου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέιβιντ Φίντσερ
- ΚΑΣΤ: Ντάνιελ Κρεγκ, Ρούνεϊ Μάρα, Κρίστοφερ Πλάμερ, Στέλαν Σκάρσγκαρντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 158’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Δημοσιογράφος – μπελάς αναζητά τα ίχνη της χαμένης εδώ και 40 χρόνια ανιψιάς ενός μεγαλοβιομήχανου, με την απρόσμενη βοήθεια μιας απλησίαστης hacker.
Μεταφορά του πρώτου μέρους της περίφημης «Millennium» τριλογίας βιβλίων του Στιγκ Λάρσον ή remake του ομώνυμου σουηδικού φιλμ του 2009 που βασίστηκε στο ίδιο βιβλίο; Ιδιόρρυθμο το ερώτημα, πόσω μάλλον το προς τα πού γέρνει η πιο δίκαιη απάντηση. Προσωπικά, το ζητούμενο εδώ είναι το κινηματογραφικό προϊόν, άρα, χωρίς να απαιτούμε από τον κάθε θεατή να έχει διαβάσει από πριν ένα βιβλίο που γίνεται ταινία, θα πρέπει να κάνω τη… μοιραία σύγκριση ανάμεσα στα δύο φιλμ και όχι την πηγή τους.
Η ταινία του Νιλς Άρντεν Όπλεφ, η οποία προηγήθηκε, ήταν ένα μεστό θρίλερ μυστηρίου, χωρίς κορυφώσεις, εξάρσεις ή φιγούρες στη σκηνοθεσία, με αφήγηση ικανή να σε κρατήσει στο κάθισμα δίχως παράπονο για 152’. Το πρόβλημα της διασκευής του Ντέιβιντ Φίντσερ εντοπίζεται όχι μόνο στο déjà vu της (πιθανής) κινηματογραφικής επαφής με τη version του 2009, αλλά και σε μια αίσθηση πως βρίσκεσαι σε χωράφια γνώριμα για το σκηνοθέτη (βλέπε «Seven» και «Zodiac»), τα οποία εδώ απλά ανακυκλώνονται, δίχως ν’ αποκτά ποτέ τη δική του φιλμική προσωπικότητα το «Κορίτσι με το Τατουάζ» (με μεγάλο κερδισμένο την πρωταγωνίστρια Ρούνεϊ Μάρα, που δίνει άνισο αγώνα για να σε κάνει να ξεχάσεις την προκάτοχό της στο ρόλο της hacker, Νούμι Ραπάς).
Η τόσο έντονη ομοιότητα των δύο φιλμ τα «καταδικάζει» σε μια κρίση… στα σημεία, που, και πάλι, ελάχιστο προβάδισμα θα δώσει τον τίτλο του νικητή στον Φίντσερ, για λόγους αρτιότητας στα τεχνικά. Όλως περιέργως, η έμπειρη πένα του Στίβεν Ζέιλιαν, μάλλον σε μια… αγκομαχητού απόπειρα να «πειράξει» μικρολεπτομέρειες από την πρώτη ταινία έτσι ώστε να διαφοροποιήσει το τελικό αποτέλεσμα, οδηγεί σε αστοχίες δεσίματος κομματιών του παζλ της πλοκής αλλά και ψυχολογικής σύνθεσης των ηρώων. Σε πιο δευτερεύοντα ρόλο, η ατυχής εμφάνιση – πέρασμα της κόρης του συγγραφέα (δικαίως ανύπαρκτη στην πρώτη κινηματογραφική μεταφορά) που «δίνει» στον πατέρα της το «κλειδί» της σύνδεσης των δολοφονημένων γυναικών από το παρελθόν, και πλέον ουσιαστικότερα στο spoiler της… «καυτής» κατακλείδας με τον δολοφόνο, που δένει εξαιρετικά με συμβάν το οποίο στιγμάτισε καίρια τον χαρακτήρα της hacker στα παιδικά της χρόνια (και που ο Φίντσερ εξανεμίζει στο πουθενά της δικής του ταινίας). Όσο για το… δεύτερο φινάλε – επίλογο, το σχεδόν τζεϊμσμποντικό και κοσμοπολίτικο στήσιμο μοιάζει με λάθος συρραφή σκηνών από άλλο έργο, κάτι που μετριάζει κι άλλο την τελική ετυμηγορία, αν ρωτάς κι εμένα.
Οι στιγμές όπου το αμερικανικό «Κορίτσι με το Τατουάζ» απογειώνεται είναι όσες σκηνές εμπεριέχουν σεξουαλική διαστροφή και ανεξέλεγκτες τάσεις σαδισμού, κάτι το οποίο δεν πρόκειται να προκαλέσει καμία απολύτως έκπληξη στους λάτρεις του σκηνοθέτη. Στο πλαίσιο μιας μεγάλης, στουντιακής παραγωγής, φυσικά, τα όρια του επιτρεπτού δε βεβηλώνονται ποτέ σε πρωτόγνωρο βαθμό, φέρνοντάς μας στα πρώτα μου λόγια: κάπου το έχουμε ξαναδεί το έργο, το έχουμε χωνέψει από παλιά, μας άρεσε (ευτυχώς), οπότε δεν προσβάλλει και κανέναν η επανάληψη (λέγε με και «παραγγελιά»)…