Η ΧΑΜΕΝΗ ΠΟΛΗ ΤΟΥ Ζ (2017)
(THE LOST CITY OF Z)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζέιμς Γκρέι
- ΚΑΣΤ: Τσάρλι Χάναμ, Σιένα Μίλερ, Ρόμπερτ Πάτινσον, Τομ Χόλαντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 141'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Η ιστορία του Άγγλου στρατιωτικού και μετέπειτα εξερευνητή Πέρσι Φόσετ, ο οποίος ταξίδεψε σε αχαρτογράφητη περιοχή του Αμαζονίου, στις αρχές του 20ου αιώνα, και ανακάλυψε ευρήματα που τον οδήγησαν στη θεωρία ότι εκεί υπήρχε κάποτε μια μυθική πόλη. Η ανακάλυψη της χαμένης πόλης του Ζ, όπως την ονόμασε, θα εξελιχθεί σε πάθος ζωής για εκείνον.
Για πρώτη φορά στην καριέρα του, ο σκηνοθέτης Τζέιμς Γκρέι απομακρύνεται από την αγαπημένη του Νέα Υόρκη και… του βγαίνει σε καλό. Επιλέγει να μεταφέρει το ομότιτλο βιβλίο του Αμερικάνου συγγραφέα Ντέιβιντ Γκραν, το οποίο κινούμενο μεταξύ βιογραφίας και αστυνομικού μυστηρίου διηγείται τις ατέρμονες προσπάθειες του Πέρσι Φόσετ για τη χειροπιαστή ανακάλυψη της μυθικής χαμένης πόλης του Ζ, προσπαθώντας ταυτόχρονα να ρίξει κι ένα κάποιο φως γύρω από την εξαφάνισή του, κατά την τελευταία του αποστολή στη ζούγκλα του Αμαζονίου. Καλύπτοντας μια εικοσαετή περίπου περίοδο, ο Γκρέι επικεντρώνει στα ταξίδια τού Φόσετ στη Λατινική Αμερική, αλλά και στη δοκιμαζόμενη (εξαιτίας αυτών) σχέση του με την οικογένειά του πίσω στην Αγγλία.
Η διήγηση έχει σημείο αφετηρίας τη χρονιά του 1906, όταν ο νεαρός, φιλόδοξος ταγματάρχης του αγγλικού στρατού Πέρσι Φόσετ, καλείται εσπευσμένα από την Αυτοκρατορική Γεωγραφική Υπηρεσία, προκειμένου να ηγηθεί αποστολής χαρτογράφησης στα σύνορα Βολιβίας και Βραζιλίας. Οι Βρετανοί έχουν τους λόγους τους που προβαίνουν σε αυτή την κίνηση, μιας και κύριος σκοπός είναι η προστασία των επενδύσεών τους στις φυτείες καουτσούκ της περιοχής, με τον πόλεμο ανάμεσα στις γειτονικές χώρες να μοιάζει να βρίσκεται προ των πυλών. Το ίδιο, όμως, συμβαίνει και με τον Φόσετ, ο οποίος πιστεύει πως η αιτία που δεν έχει ανέλθει στις βαθμίδες του στρατεύματος, παρά τις ικανότητές του, είναι η κληρονομιά του ονόματος ενός μέθυσου πατέρα. Η αποστολή αυτή (την οποία αναλαμβάνει απρόθυμα αρχικά), λοιπόν, αποτελεί μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να καθαρίσει το όνομά του.
Περισσότερο από μια βιογραφία, «Η Χαμένη Πόλη του Ζ» είναι μια ιστορία εμμονής. Ο Φόσετ ενθουσιάζεται με αυτά που βλέπει βαθιά στη ζούγκλα, εκεί που κανένας λευκός δεν είχε πατήσει πριν από εκείνον. Έτσι, όταν επιστρέφει με τιμές μικρού ήρωα στην πατρίδα του (οι εξερευνητές «μετρούσαν» ακόμα στο ξεκίνημα του περασμένου αιώνα), γνωρίζει πολύ καλά ποιο είναι το πεπρωμένο του από τούδε και στο εξής. Παρά τον χλευασμό που τυγχάνουν από τα έγκριτα μέλη της Γεωγραφικής Υπηρεσίας, τόσο τα ευρήματά του όσο και η θεωρία του περί χαμένης πόλης, και παρά τις αντιρρήσεις της συζύγου του προ της προοπτικής να αναθρέψει ουσιαστικά μόνη τα παιδιά τους, καθώς ο ίδιος θα απουσιάζει συνεχώς από το σπίτι, ο Φόσετ δεν βλέπει τίποτε άλλο ως προοπτική ζωής, πέραν της λύσης του γρίφου που τον στοιχειώνει. Ούτε το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου βάζει φρένο στην επιμονή του, καθώς η επιβίωσή του από τη μάχη του Σομμ, φαίνεται εδώ να λειτουργεί περισσότερο ως επιβεβαίωση του πεπρωμένου του παρά σαν αποτρεπτικός παράγοντας.
Ο Γκρέι προσπαθεί, πέραν της ιστορίας αυτής καθαυτής, να περιγράψει τη γενικότερη αντίληψη του αποικιοκρατικού κόσμου, για την ανωτερότητα του προηγμένου Δυτικού πολιτισμού έναντι αυτού των «άγριων» ιθαγενών. Στην έξοχη σκηνή της ομιλίας του Φόσετ, λίγο μετά την άφιξή του από το πρώτο του ταξίδι, η ρηξικέλευθη θεωρία του (βεβαιότητα για τον ίδιο) περί πρωτόγονης φυλής του Αμαζονίου που ανέπτυξε σημαντικό πολιτισμό πολύ πριν από τον ευρωπαϊκό, ακούγεται στα αυτιά τού οργισμένου βρετανικού ακροατηρίου σαν μέγιστη προδοσία. Μόνο όταν, λίγα χρόνια αργότερα, στην ίδια περίπου περιοχή ανακαλυφθεί από τους Αμερικανούς το Μάτσου Πίτσου, το κλίμα για τον Φόσετ αναστρέφεται, με τις προσπάθειές του να λαμβάνουν πλέον χαρακτήρα εθνικού σκοπού.
Ο Τσάρλι Χάναμ υποδύεται ιδανικά τον Φόσετ (σε καλό σερί πρωταγωνιστικού ρόλου, μετά τον «Βασιλιά Αρθούρο»), με τη χαρακτηριστικά αργή και καθαρή εκφορά τού λόγου του, να κάνει την οργισμένη δύναμη και το ασίγαστο πάθος τού χαρακτήρα να μοιάζει με καζάνι που σιγοβράζει. Ο βοηθός του (ένας αγνώριστος Ρόμπερτ Πάτινσον), εμφανίζεται σαν μια προσγειωμένη, στοχαστική φωνή της λογικής, που βρίσκεται πάντα εκεί, δίπλα του, να τον συγκρατεί όταν βλέπει ότι το πάθος τον παρασύρει σε ριψοκίνδυνα εγχειρήματα. Η κινηματογράφηση της ζούγκλας με έναν παλιομοδίτικο τρόπο από τον Γκρέι πετυχαίνει να συλλάβει τη ζέστη και την υγρασία του τόπου, καθώς και τους κινδύνους που παραμονεύουν ανά πάσα στιγμή, από τα βέλη των ιθαγενών, οι οποίοι δεν σχηματοποιούνται σαν κακόβουλοι αλλά περισσότερο σαν ενστικτωδώς φοβισμένοι, μπροστά στη θέα του άγνωστου επισκέπτη. Εκεί που δεν τα καταφέρνει και τόσο καλά ο Γκρέι, είναι στο να προσδώσει στο φιλμ τον μυστικισμό της περιοχής (πλην μιας σεκάνς, με τον Φράνκο Νέρο να εμφανίζεται ως ένα είδος ηγεμόνα που έχει κατασκευάσει μια opera μέσα στη ζούγκλα, κάτι που φέρνει αμέσως στο μυαλό το «Φιτζκαράλντο» του Βέρνερ Χέρτσογκ), έτσι όπως αυτός αποδόθηκε στην έξοχη «Αγκαλιά του Φιδιού» (2015). Δεν βοηθάει σε αυτό, βέβαια, το συνεχές πήγαιν’ έλα από τον Αμαζόνιο στην Αγγλία, λόγω της απαραίτητης σκιαγράφησης της οικογενειακής ζωής του Φόσετ (αν και η Σιένα Μίλερ πλάθει έναν χαρακτήρα που ξεφεύγει από την τυπική γυναίκα της περιόδου), καθώς ο ρυθμός κάπου αποσυντονίζεται.