ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΑΡΘΟΥΡΟΣ: Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ (2017)
(KING ARTHUR: LEGEND OF THE SWORD)
- ΕΙΔΟΣ: Επική Περιπέτεια Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γκάι Ρίτσι
- ΚΑΣΤ: Τσάρλι Χάναμ, Τζουντ Λο, Αστρίντ Μπερζές-Φρισμπέ, Ντζιμόν Χούνσου, Έρικ Μπάνα, Έινταν Γκίλεν, Νιλ Μάσκελ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 126'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Φυγαδευμένος και μεγαλωμένος μακριά από το βασίλειό του, ο Αρθούρος συναντά το αναπόφευκτο πεπρωμένο του και το Εξκάλιμπερ, δικαιώνοντας τον θρύλο της διαδοχής και διεκδικώντας ξανά το στέμμα από τα χέρια του σατανικού θείου του Βόρτιγκερν.
Υπάρχει κάτι που πρέπει να σεβόμαστε στο σινεμά του Γκάι Ρίτσι: έχει το δικό του στιλ. Ένα αλανιάρικο, τσαμπουκαλεμένο στιλ που δεν δείχνει να λογαριάζει τι θα πει ο ένας κι ο άλλος (ιδίως της κριτικής, κατανοητόν;). Αυτό που έχει να σου πει ή θα σου αρέσει ή… με τις κλωτσιές κι έξω από δω! Κάποιες φορές δεν τον πετυχαίνουμε στην καλύτερή του φόρμα, άλλες όμως… δέρνει. Όπως πράττει και εδώ, επαναλαμβάνοντας το πείραμα της ανανέωσης ενός μύθου της βρετανικής κουλτούρας και παράδοσης – που τόσο διασκεδαστικά πέτυχε με το (franchise του) «Σέρλοκ Χολμς». Καθώς το τρίτο μέρος των περιπετειών τού ονομαστού ντετέκτιβ έχει ήδη δρομολογηθεί, ο Ρίτσι παρουσιάζει εδώ ακόμη μια «μπαρουτοκαπνισμένη» υπερπαραγωγή, πανέτοιμη προς μαζική κατανάλωση, την οποία ουδείς θα δυσαρεστηθεί αν δει να συνεχίζεται και με επόμενα κεφάλαια στο μέλλον.
Σε μια εποχή που τηλεοπτικές σειρές σαν το «Game of Thrones» έχουν σηκώσει πολύ ψηλά τον πήχη των απαιτήσεων του κοινού από τούτο το είδος (της επικής περιπέτειας με κάποια επιπλέον στοιχεία φαντασίας), ο Ρίτσι φτιάχνει ένα αληθινό rollercoaster ψυχαγωγίας βασισμένο στους δικούς του κανόνες και τη γνώριμη φόρμα οπτικής που υπηρετείται βασικά από ρυθμό μανιασμένο σε κάμερα και μοντάζ. Ο «Βασιλιάς Αρθούρος» του δεν ανήκει σε διαστάσεις συγκεκριμένων… ιντσών. Απαιτεί το μέγεθος και εκεί έξω (από την οικία σου) βρίσκει λόγο ύπαρξης για να καταναλωθεί ιδανικά (μάλλον ναι, το ότι παρακολούθησα την ταινία στη V-Max έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο).
Χωρίς να γίνεται προσβλητικός απέναντι στην Ιστορία, ο Ρίτσι «κατεβάζει» τα δεδομένα του ήρωά του, τον «βρωμίζει» μέσα στο πλαίσιο ενός αλήτικου Λοντίνιουμ… «Καπνισμένων Καννών» και ενηλικιώνει τον Αρθούρο σε ένα montage που θα σήκωνε κι ολόκληρη ταινία για άλλους σκηνοθέτες, σε παράλληλη δράση με την εξέλιξη του θείου του Βόρτιγκερν, ο οποίος χρησιμοποιεί τη μαγεία για να ανέβει πιο ψηλά κι από τον θρόνο που έκλεψε. Το κομμάτι αυτό, που προηγείται σε μορφή εισαγωγικού με μια εντυπωσιακή σεκάνς μάχης, μπορεί να μην «κεντάει» σε art direction λεπτομέρεια (όπως στο πρόσφατο «Σινικό Τείχος» του Ζανγκ Γιμού), αλλά προκαλεί τον θαυμασμό ως σύλληψη, υποσχόμενο ακόμη μεγαλύτερη φαντασιακή υπερβολή για τη συνέχεια.
Ο Ρίτσι δεν αντιλαμβάνεται το έργο περιόδου με μια τόσο αρτίστικη, βρετανική ματιά προκατόχων όπως ο Κεν Ράσελ ή ο Τζον Μπούρμαν. Προτιμά μια εικαστικότητα «του δρόμου», αρρενωπής δυναμικής, που πουλάει καλά το παραμύθι της πατώντας πάνω στην αλητεία με την οποία έχουν επιβιώσει οι χαρακτήρες που πλαισιώνουν τον Αρθούρο. Δεν είναι ιππότες (τουλάχιστον στην προκειμένη), είναι συμμορία. Και αυτό το street wise ύφος που τη χαρακτηρίζει υιοθετείται σε ολόκληρο το φιλμ, αφήνοντας τη δύναμη της εξουσίας να αποκτά μια διάσταση σκοτεινή και θανάσιμα δολοπλόκα. Σε αυτό το «μέτωπο» υπάρχουν θαυμάσιες σκηνές ανθολογίας όπου ο Βόρτιγκερν (Τζουντ Λο) αποκαλύπτει σταδιακά τη συμμαχία του με τον «Διάβολο», ώστε να κατακτήσει ακόμη μεγαλύτερη (και… κακιότατη) δύναμη, τη στιγμή που ο Αρθούρος ανακαλύπτει τα υπερ-φυσικά χαρίσματα του Εξκάλιμπερ, μαζί με την κάθαρση από το παιδικό τραύμα που καθόρισε την πορεία της ζωής του.
Μπορώ να δεχτώ έναν αντίλογο που λέει ότι ο Ρίτσι δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας φασαριόζος «hooligan» της εικόνας, με ικανή ματιά και τεχνικές που απλά εντυπωσιάζουν τις μάζες. Αυτή για μένα, όμως, είναι και η… μαγεία του. Αποσπώντας την προσοχή του θεατή με κάθε λογής τρικ, καταφέρνει να σβήνει από τη σκέψη την εστίαση στα ελαττώματα του «Βασιλιά Αρθούρου» (ολίγον χύμα αφήγηση, «φρεναρίσματα» φλυαρίας στον ρυθμό ενός – ενίοτε – αισθητού διώρου και το στερεότυπο παρανάλωμα της κορύφωσης), προσφέροντας μια «εναλλακτική» μορφή διασκέδασης πιο… γήινης και προσιτής για όλους, απέναντι σε έναν ορυμαγδό από κομιξάδικους superheroes που πολλάκις πλέον κάθε χρόνο επαναλαμβάνουν μέχρι… τελικής πτώσης (ποιου άραγε;) τα «φανταστικά» τους χοροπηδητά εν μέσω ενός απίστευτου κορεσμού από εκρήξεις. Προσωπικά, θα προτιμήσω το τίμιο σπαθί τούτου του βασιλιά για τη διασκέδασή μου. Και αδημονώ να μπει στο «παιχνίδι» και ο μάγος Μέρλιν!