ΟΙ ΑΧΩΡΙΣΤΟΙ (2023)
(THE INSEPARABLES)
- ΕΙΔΟΣ: Animation
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζερεμί Ντεγκρισόν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 90'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: THE FILM GROUP
Μαριονέτα του κουκλοθέατρου που αντί για παλιάτσος ονειρεύεται πως είναι ήρωας, έχοντας για βοηθό του μοναχικό λούτρινο σκυλάκι με ταλέντο στο ραπάρισμα, ξεχύνεται στο Central Park της Νέας Υόρκης, όπου οι ευκαιρίες για ηρωισμούς είναι άπειρες. Μήπως, όμως, κυνηγάει… ανεμόμυλους;
Το παλεύει σταθερά εδώ και χρόνια το βελγικό studio παραγωγής nWave στο χώρο του animation, το ταβάνι του (όπως το σύνολο της φιλμογραφίας του υποδεικνύει), όμως, δεν υπερβαίνει (στην καλύτερη των περιπτώσεων) τη χρυσή μετριότητα. Το έχουμε εμπεδώσει για τα καλά, άλλωστε, από την εποχή του «Σάμμυ 2» (2012) μέχρι τον πρόσφατο «Κοτολαγό και το Χάμστερ του Σκότους» (2022), με ενδιάμεσες στάσεις (μεταξύ άλλων) την κάθε λογής «Οικογένεια του Μεγαλοπατούσα» (2020) και τον «Ροβινσώνα Κρούσο» (2016). Τούτο το νέο εγχείρημα του (εκ των μόνιμων συνεργατών του studio) σκηνοθέτη Ζερεμί Ντεγκρισόν δεν ξεφεύγει από τον προαναφερθέντα γενικό κανόνα που διέπει τις παραγωγές του, επιδεικνύοντας όμως σαφείς (πλέον) τάσεις μεγαλοπιάσματος. Και είναι ακριβώς αυτός ο λόγος που οδηγεί το φιλμ στην… απαξίωση.
Στη συγγραφική ομάδα των «Αχώριστων» συναντάμε τα ονόματα των Τζόελ Κοέν και Άλεκ Σόκολοφ. Αν εκ πρώτης ανάγνωσης δεν σας λένε τίποτα, ενημερώνω πως αποτελούσαν δύο εκ των σεναριογράφων του original «Toy Story» (1995), καταφέρνοντας μάλιστα να φτάσουν μέχρι και στα βραβεία Όσκαρ της χρονιάς εκείνης, στην κατηγορία του καλύτερου σεναρίου. Δουλεύοντας έκτοτε ως ντουέτο, μακριά από την αγκαλιά της Pixar (με την οποία ουδέποτε συνεργάστηκαν εκ νέου), και αφού η καριέρα τους πέρασε από χίλια δυο κύματα καταστροφής (όπως η συμμετοχή τους ως γραφιάδες στην box-office «βόμβα» του «Νώε για μία Εβδομάδα», το 2007), «ξεβράστηκαν» με τα πολλά στο κατώφλι της nWave. Κρίνοντας από το αποτέλεσμα της όψιμης συνεργασίας τους με το βέλγικο studio, μάλλον την όλη φάση την είδαν σαν «ελάτε να σας δείξουμε πως γίνεται». Διότι «Οι Αχώριστοι» είναι ένα εξόφθαλμο αναμάσημα της μίας και μοναδικής τους επιτυχίας από τα ‘90s, εάν αυτό είχε μπλέξει τα μπούτια του (για κάποιο μυστήριο και άγνωστο λόγο) με τον περίφημο «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες! Σα να λέμε, δηλαδή, περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις, ενώ παράλληλα γίνεται απέλπιδα προσπάθεια ανανέωσης του προϋπάρχοντος υλικού μέσω καταφυγής σε ό,τι πιο κλασικό υπάρχει στο χώρο της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Για του λόγου το αληθές, το στόρι μας μεταφέρει σε κουκλοθέατρο της Νέας Υόρκης, οι μαριονέτες του οποίου έχουν την ικανότητα να ζωντανεύουν όταν σβήνουν τα φώτα της παράστασης. Ο γελωτοποιός του θιάσου, ονόματι Ντον, έχοντας μπουχτίσει να παίζει σε κάθε διανομή τον ίδιο ρόλο, ονειρεύεται σπουδαίους ηρωισμούς ως άλλος Δον Κιχώτης και, εν τέλει, αποφασίζει να την κάνει μακριά, αναζητώντας την περιπέτεια. Ο λούτρινος σκυλάκος rapper (με το «απίθανης» έμπνευσης όνομα DJ Doggy Dog) έχει βαρεθεί τη μοναξιά και την κακομεταχείριση, αναζητώντας από πλευράς του το νόημα της πραγματικής φιλίας και τη ζεστασιά μιας αληθινής οικογένειας. Όταν οι δρόμοι τους συναντηθούν, μέσω της αχαλίνωτης φαντασίας του Ντον θα δαμάσουν δράκους, θα τιθασεύσουν φάλαινες και θα κυριεύσουν κάστρα, ενίοτε… ραπάροντας ή επιστρέφοντας στην πεζή πραγματικότητα των κλεφτρονιών του Central Park.
Φτωχότατοι σε σεναριακή έμπνευση, «Οι Αχώριστοι» σε πείθουν μονομιάς πως… άλλα τα μάτια της (καλής) Pixar και άλλα της nWave. Με εξαίρεση τις αληθινά θαυμάσιες (πλην όμως σύντομες) σεκάνς «παραδοσιακού» animation, όπου ο Ντον νιώθει στο πετσί του τον ρόλο του Δον Κιχώτη, «απολαμβάνοντας» τιμές τρανού ήρωα, το υπόλοιπο φιλμ δεν διακρίνεται ούτε για την CGI τεχνική του υπεροχή, ούτε για το χιούμορ του, ούτε για τις απολαυστικές ρίμες που ο Doggy Dogg σκαρώνει με το τραγούδι του. Το subplot της αρπαγής (με σκοπό την πώληση) των υπόλοιπων μαριονετών του θιάσου του Ντον δεν κάνει ούτε για γέμισμα της βασικής πλοκής, η οποία περιστρέφεται (σε βαθμό εξάντλησης) σε τροχιά περιπετειώδους δονκιχωτικής πίστας, εναλλασσόμενης με παρεξηγήσεις από κάθε λογής ρακούν, πάπιες και λοιπά χαριτωμένα ζωάκια που σκοτώνουν την ώρα τους εντός του μεγάλου νεοϋορκέζικου πάρκου, μέχρι ο Doggy Dog ν’ αναλάβει δράση ως καλός… Σάντσο Πάντσα (τι πιο αναμενόμενο). Η όλη παρουσία του τελευταίου βάζει ταφόπλακα στις κλεφτές ενήλικες ματιές του φιλμ, μιας και όσοι Pixies και ν’ ακουστούν κι όσες μνήμες από ανάγνωση κλασικών εικονογραφημένων και να ξυπνήσουν, τα άσμα του σκύλου rapper είναι για να ξηλώνεις καθίσματα. Τα μηνύματα περί πραγματοποίησης ονείρων, πιστών φίλων και λοιπών ανάλογων θεμάτων ασφαλώς και δίνουν το παρών, αλλά γιατί να δεις το ίδιο (και το ίδιο…) πράγμα σε μία ολοφάνερα υποβαθμισμένη εκδοχή του;