ΟΙ ΜΙΣΗΤΟΙ ΟΚΤΩ (2015)
(THE HATEFUL EIGHT)
- ΕΙΔΟΣ: Γουέστερν
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κουέντιν Ταραντίνο
- ΚΑΣΤ: Σάμιουελ Λ. Τζάκσον, Κερτ Ράσελ, Τζένιφερ Τζέισον Λι, Γουόλτον Γκόγκινς, Τιμ Ροθ, Μάικλ Μάντσεν, Ντεμιάν Μπιτσίρ, Μπρους Ντερν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 187'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Κυνηγός επικηρυγμένων, που παραδίδει πάντοτε τα «λάφυρά» του ζωντανά, προσφέρει μερικές από τις θέσεις της άμαξάς του σε έναν συνάδελφο και τον επερχόμενο σερίφη της πόλης όπου πρόκειται να κρεμαστεί η συνοδός του, εν μέσω χιονοθύελλας. Θα πρέπει, όμως, να κάνουν και μια υποχρεωτική στάση. Λάθος τους.
Τι θα συμβούλευα τους θεατές που σκοπεύουν να παρακολουθήσουν τους «Μισητούς Οκτώ»; Να ρωτήσουν πρώτα αν κάνει διάλειμμα ο κινηματογράφος κι ύστερα να μπουν… στο δεύτερο μέρος της ταινίας (!), αφού πρώτα ενημερωθούν στα γρήγορα για τη… φλυαρία που προηγήθηκε στο πρώτο. Μιλάμε για απίστευτη φλυαρία, που κατατρώει τη μισή διάρκεια του φιλμ και, δυστυχώς, δεν μπορεί να λογιστεί ως πλοκή ή κάτι το απαραίτητο ως φιλμική εμπειρία. Υπάρχουν, όμως, και άλλα στοιχεία που σε κάνουν ν’ απορείς για τις επιλογές του Κουέντιν Ταραντίνο τούτη τη φορά. Από τον τίτλο (που περισσότερο υπονοεί την προσωπική του φιλμογραφία παρά τους ήρωες, οι οποίοι αριθμητικά… δεν βγαίνουν!) μέχρι το format των 70 mm (wide high-resolution για, ουσιαστικά, δύο… κλειστούς χώρους, της άμαξας και του cabin – καταφυγίου;), οι «Μισητοί Οκτώ» μοιάζουν με ένα κακό ανέκδοτο που, έστω, κρύβει ένα «σκοτωτό» punchline. Αν αυτός δεν είναι ένας τρόπος να μας πει ότι βαριέται τη ζωή του (ή το να σκηνοθετεί, κυρίως), τότε μιλάμε για την πιο αδύναμη ταινία που γύρισε μέχρι σήμερα ο Ταραντίνο. Χωρίς πλάκα!
Η «πρώτη ύλη» είναι προφανής. Για το πρώτο μισό η «Ταχυδρομική Άμαξα» (1939) του Τζον Φορντ, για το δεύτερο και πιο ζουμερό μέρος μια υπόθεση μυστηρίου τύπου Άγκαθα Κρίστι, με τον Σάμιουελ Λ. Τζάκσον να παριστάνει… τον Ηρακλή Πουαρό σε ξεπάστρεμα χαρακτήρων τύπου «Δέκα Μικροί Ινδιάνοι»! Ακούγεται ωραίο. Και είναι ωραίο. Αλλά κάπου εδώ βάζουμε και τον Ταραντίνο, με την ακόρεστη μανία του για διάλογο. Είναι μέγας τεχνίτης σε αυτό, γνωρίζουμε τόσο καλά ότι από το τίποτα μπορεί να μας αφήσει άφωνους για όση ώρα γουστάρει, παρακολουθώντας τους ήρωές του να μιλάνε… περί ανέμων και υδάτων. Και αυτό να είναι πραγματικά συναρπαστικό. Όταν ξεφεύγει κάποιου ελέγχου, όμως, η πένα τού Ταραντίνο μπορεί να γεννήσει γραφική φλυαρία που δεν προσφέρει τίποτε το κινηματογραφικό. Όπως ακριβώς συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος των «Μισητών Οκτώ». Πιθανότατα με μια αντίληψη «μετωνυμικής» χρήσης του διαλόγου, ο Ταραντίνο κάνει διαρκείς αναφορές στο φυλετικό ζήτημα της περιόδου τού φιλμ, για να αντικατοπτρίσει τη σημερινή Αμερική της αστυνομικής βίας, του στοχευμένου κατά της μαύρης κοινότητας ρατσισμού, των θυμάτων ενός τρομακτικά αντικοινωνικού έθνους. Θα ήταν πολύ πιο καίριο αν τα έλεγε αυτά τα πράγματα τοποθετώντας την ταινία στο σήμερα και όχι κλείνοντάς μας το μάτι ως δήθεν auteur με layers «βαθυστόχαστης» ανάλυσης στη γραφή, βέβαια…
Στον τομέα τού γουέστερν, ο Ταραντίνο επιδεικνύει μια διχαστική ειρωνεία, αρχικά παίρνοντας ένα μάλλον… λιγομίλητο είδος και φορτώνοντάς το με άπειρες σελίδες διαλόγου οι οποίες αντικαθιστούν το μεγαλύτερο μέρος της όποιας δράσης. Προσθέτει μια συγκινητική «αναφορά» με τον Ένιο Μορικόνε ως συνθέτη του original score (δίχως απόηχων από το παρελθόν, όμως) και δανείζεται και την αγάπη τού Σαμ Πέκινπα για το αίμα, αν και εδώ μιλάμε για… γλεντοκόπι σπλατεριάς! Οι οπαδοί τού αιματοκυλίσματος θα ανάψουν κεράκια και λαμπάδες με τους εξ επαφής πυροβολισμούς και ένα μπαλντάδιασμα άκρου ή μερικούς κουβάδες αιμόπτυσης. Που «ανασταίνουν» το δεύτερο μέρος του φιλμ, καθώς το σύνολο των ηρώων αποδεκατίζεται σταδιακά εν μέσω «ανακρίσεων», για να μάθουμε αν αυτή η συνεύρεση των χαρακτήρων στο cabin είναι όντως τυχαία και φταίνε τα καιρικά φαινόμενα που τους παγίδευσαν εκεί μέσα.
Προφανώς και είναι μαστόρικο αυτό το κομμάτι επίλυσης του whodunit, αλλά και πάλι… είναι η γραφή που του δίνει σημασία και όχι κάποια ένταση που δημιουργεί σκηνοθετικά ο Ταραντίνο. Είναι το εμβόλιμο flashback που σου τεντώνει το βλέμμα και σε ανασηκώνει από το κάθισμά σου, είναι η τεχνική του δεσίματος του πριν και του μετά μέσα από τα λόγια του χαρακτήρα που υποδύεται (με την τυπική fun ευγλωττία του) ο Τζάκσον που καθιστούν απόλαυση το δεύτερο μέρος της ταινίας. Είναι το μυστήριο της ιστορίας που χτίστηκε μέσα σε αυτούς τους ξύλινους τοίχους και ξεδιαλύνεται με έναν σωρό πτωμάτων. Ο Ταραντίνο ξέρει να το υπηρετεί και μέσω του φακού, όμως δεν αναθεωρεί τίποτα, δεν ανανεώνει τίποτα και έτσι δεν συντηρεί τον μύθο που τον ανέδειξε στον μεγαλύτερο… κινηματογραφόφιλο σκηνοθέτη που «ξέρασε» ποτέ τόση λατρεία για τούτη την Τέχνη στη μεγάλη οθόνη.
Σαν ένα βιβλίο που ξεφυλλίζεται με διόλου θεαματικό (ή σχεδόν θεατρικό) τρόπο στο πλέον εντυπωσιακότερο format της ιστορίας του σινεμά (έτσι κι αλλιώς δεν θα το δούμε έτσι στην Ελλάδα, διότι δεν υπάρχουν οι κατάλληλες οθόνες για προβολή 70 mm), οι «Μισητοί Οκτώ» θυμίζουν εκείνα τα τεράστια αναγνώσματα που παίρνεις μαζί σου στις διακοπές και ο σελιδοδείκτης σέρνεται με ρυθμό προστατευόμενου είδους χελώνας, από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ώσπου ανακαλύπτεις πως ή δεν θα το τελειώσεις ποτέ ή θα το σέρνεις μαζί σου και σε μελλοντικές διακοπές. Εκτός αν είχες δίπλα σου κάποιον προηγούμενο αναγνώστη που θα σε καθοδηγούσε στο πώς να κάνεις… skip τα πιο βαρετά και ασήμαντα κεφάλαια. Σε λίγους μήνες, θα μπορείς να κάνεις skip στα chapters της ταινίας κι από το σπίτι. Απορώντας γιατί είναι τόσο μακρόστενη η εικόνα ενός φιλμ που σου δείχνει… τέσσερις τοίχους!