THE GENTLEMEN (2020)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Παρανομίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γκάι Ρίτσι
- ΚΑΣΤ: Μάθιου ΜακΚόναχεϊ, Τσάρλι Χάναμ, Χιου Γκραντ, Μισέλ Ντόκερι, Χένρι Γκόλντινγκ, Τζέρεμι Στρονγκ, Κόλιν Φάρελ, Έντι Μαρσάν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 113'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Αποφασισμένος (επιτέλους) ν’ απολαύσει την ήρεμη ζωή, Αμερικανός βασιλιάς του εμπορίου μαριχουάνας στη Γηραιά Αλβιώνα βγάζει την καλοκουρδισμένη υπερκερδοφόρα επιχείρησή του στο σφυρί. Οι ενδιαφερόμενοι σπεύδουν, δεν είναι όμως απολύτως διατεθειμένοι να πληρώσουν το πανάκριβο τίμημά της.
Έπειτα από τη μεγάλη ήττα του live action remake του «Αλαντίν» (2019), ο Γκάι Ρίτσι μάλλον ένιωσε την ανάγκη να επιστρέψει στην «ασφάλεια» του (αρκετά μακρινού, πια) παρελθόντος της φιλμογραφίας του, αφού από τις «Δύο Καπνισμένες Κάννες» (1998) και την «Αρπαχτή» (2000), έχουν περάσει πλέον πάνω από είκοσι χρόνια. Σαν να μην έχει περάσει ούτε μία μέρα από τότε, βέβαια, επιμένει εδώ σε μία γλαφυρή περιγραφή του λονδρέζικου υποκόσμου, τα μέλη του οποίου πάντα μπλέκουν το ένα με το άλλο, γράφοντας εκ νέου μια σειρά από «βρώμικους» διαλόγους. Το γνωστό τσαμπουκαλεμένο σκηνοθετικό του ύφος δηλώνει δειλά παρόν, πάντως, αν και ο ρυθμός απέχει από το να μπορεί να χαρακτηριστεί σπιντάτος, όχι μόνο όπως τον παλιό καλό καιρό, αλλά ακόμη και τον πιο πρόσφατο του «Βασιλιά Αρθούρου» (2017). Με λίγα λόγια, τούτοι οι «Gentlemen» υπολείπονται τόσο από τα δύο παρόμοιου ύφους πρώτα φιλμ της καριέρας του, όσο και από εκείνη την πρώιμη προσπάθεια αναβίωσης του στυλ που τον καθιέρωσε, με το ελαφρώς ξεχασμένο πια «RocknRolla» (2008).
Ο Μάικ Πίρσον (ΜακΚόναχεϊ), Αμερικανός εμιγκρές από τα νεανικά του χρόνια στην Αγγλία, έχει καταφέρει με τον καιρό να χτίσει μια αυτοκρατορία παρασκευής και διακίνησης μαριχουάνας. Θεωρώντας πως ήρθε η στιγμή να περάσει τον υπόλοιπο καιρό του πλάι στην όμορφη γυναίκα του (Ντόκερι), βγάζει φιρμάνι στην αγορά πως το «κατάστημα» πωλείται όπως είναι επιπλωμένο, έναντι διόλου ευκαταφρόνητου ποσού (μιλάμε για εννιαψήφιο αριθμό αγγλικών λιρών). Βασικός ενδιαφερόμενος για την εξαγορά είναι ένας Αμερικανοεβραίος μεγιστάνας (Στρονγκ) που δείχνει να γνωρίζει καλά την πιάτσα, με νεαρό οξύθυμο Κινέζο λεφτά (Γκόλντινγκ) να μπαίνει στην ουρά, μιας και το «μαγαζί» που ο Μάικ έχει στήσει είναι γωνία. Στα πόδια όλων αυτών, ο δρόμος βγάζει κατά παράδοξο τρόπο βετεράνο προπονητή του box (Φάρελ), οι αθλητές του οποίου έχουν μία… μικρή ροπή προς την παρανομία. Σε αυτά τα τρία βασικά μέτωπα κινείται το στόρι των «Gentlemen» (στην πορεία θα ανοίξουν κι άλλα, οπότε και θα χαθεί ολίγον η μπάλα), με τον Ρίτσι να επιλέγει την εξιστόρηση της υπόθεσης μέσω ενός αφηγητή και άπειρων flashback. Ο Φλέτσερ (Γκραντ) είναι «ερευνητής» – reporter που εργάζεται για τοπική κιτρινοφυλλάδα, ο ιδιοκτήτης τής οποίας (Μάρσαν) τον έχει προσλάβει επιθυμώντας το ξεμπρόστιασμα των επιχειρήσεων του Πίρσον. Αυτό, όμως, που στην ουσία ο «υπάλληλός» του κάνει είναι να εκβιάζει το δεξί χέρι (Χάναμ) τού Γιάνκη αυτοκράτορα του «χόρτου», ώστε να αποσπάσει γερό χρηματικό ποσό για να μην προχωρήσει στη δημοσίευση πολλών βρωμιών που έχει καταφέρει να συγκεντρώσει για την εγκληματική δράση τού αφεντικού του. Εξιστορεί (και σε εμάς), λοιπόν, αυτά που έχει ανακαλύψει, περιμένοντας να εισπράξει άκοπα το παραδάκι.
Η όλη φάση του «Gentlemen» μυρίζει ξαναζεσταμένο φαγητό. Ο Ρίτσι αδυνατεί να στήσει μια χαβαλεδιάρικη και διασκεδαστική πλοκή, καθώς ούτε ρυθμό μπορεί να δώσει στην ταινία του, ούτε το πνευματώδες γοητευτικό cockney χιούμορ τού παρελθόντος διαθέτει στους διαλόγους του. Προσπαθεί να φτιάξει μια meta αίσθηση μέσω του χαρακτήρα του Γκραντ, καθώς τούτο το αμφιβόλου ηθικής υποκατάστατο ενός φιλμικού ντετέκτιβ είναι και επίδοξος σεναριογράφος, ο οποίος παρουσιάζει την περί Πίρσον έρευνά του (και) ωσάν σενάριο επικείμενης ταινίας! Επιχειρώντας να πείσει για το συγγραφικό του ταλέντο, διανθίζει το στόρι που διηγείται σαν… ταινία μέσα στην ταινία, στο οποίο περιέχονται ανατροπές «κινηματογραφικού» τύπου, διαφορετικές οπτικές γωνίες των γεγονότων και ένα απαραίτητο για το σινεμά σασπένς, που όμως ο θεατής της πραγματικής ταινίας (αυτής του Ρίτσι) δεν εισπράττει ποτέ. Τα εφετζίδικα κόλπα στα οποία ειδικεύεται ο Άγγλος σκηνοθέτης, αλλά και τα ψαγμένου τύπου twist εδώ μάλλον απουσιάζουν, ενώ κι όταν εμφανίζονται δεν διεκδικούν τίποτε δάφνες σπουδαίας έμπνευσης.
Το αυτό ισχύει και για το άλλοτε επιτυχημένο casting, μιας και αφενός το ζεύγος ΜακΚόναχεϊ – Ντόκερι μοιάζει εντελώς εκτός του κλίματος που απαιτεί ένα τέτοιου είδους φιλμ, αφετέρου οι cult φάτσες των δεύτερων ρόλων τις οποίες ο Ρίτσι πετύχαινε πάντα διάνα, στους «Gentlemen» σχεδόν λάμπουν δια της απουσίας τους. Μπορεί οι Γκραντ και Γκόλντινγκ να φέρνουν σχετικά ικανοποιητικά εις πέρας την αποστολή τους, μόνο όμως ο ελαφρά τρελαμένος, πλην σεβάσμιος boxing coach του Φάρελ πείθει πως πράγματι ανήκει στον μικρόκοσμο του lumpen λονδρέζικου υποκόσμου. Αυτός είναι που σώζει τα πλείστα από τη fun πλευρά της ταινίας στις σκηνές όπου εμφανίζεται, δεν αρκεί όμως από μόνος του για να γλυτώσει το σύνολό της, καθώς η συμμετοχή του στην πλοκή είναι δευτερευούσης σημασίας. Τα αστειάκια που έχουν αναφορές στην pop κουλτούρα μοιάζουν να έχουν μπει με το ζόρι στο σενάριο, μη βρίσκοντας ακριβώς τον στόχο, η βία παραμένει βουτηγμένη στη καλώς εννοούμενη γραφικότητα, το δε inside joke της κατακλείδας με τη Miramax μόνο ένα αδιάφορο σήκωμα των ώμων πετυχαίνει. Λαμβάνοντας όλα αυτά υπόψη, το «Gentlemen» αποτελεί ακόμη ένα hit and miss στην άνιση φιλμογραφία του Ρίτσι. Κρίμα, γιατί είναι από τους λίγους σκηνοθέτες που, κάνοντας πρωτίστως το κέφι τους, διατηρούν την προσωπική τους σφραγίδα.