FreeCinema

Follow us

THE EQUALIZER 2 (2018)

  • ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αντουάν Φουκουά
  • ΚΑΣΤ: Ντενζέλ Γουόσινγκτον, Πέδρο Πασκάλ, Άστον Σάντερς, Σακίνα Τζέφρεϊ, Μπιλ Πούλμαν, Μελίσα Λίο
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 121'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD

Ο πρώην μυστικός πράκτορας Ρόμπερτ ΜακΚολ αναγκάζεται να αναλάβει ξανά δράση, όταν αντιλαμβάνεται πως εξυφαίνεται σχέδιο συνωμοσίας που θέτει ζωές πρώην συνεργατών και φίλων του σε κίνδυνο. Εκτός και αν ο στόχος είναι… ο ίδιος!

Όσο παράξενο και να ακούγεται είναι πέρα για πέρα αληθινό: στη σχεδόν σαραντακονταετή υπερεπιτυχημένη καριέρα του, ο Ντενζέλ Γουόσινγκτον δεν έχει γυρίσει ποτέ sequel κάποιου εκ των τίτλων στους οποίους έχει πρωταγωνιστήσει! Αυτό, βέβαια, οφείλεται εν μέρει και στο γεγονός πως οι χαρακτήρες που έχει υποδυθεί κατά καιρούς σε ταινίες (που ήταν ταμάμ για συνέχειες) έχουν την…κακή συνήθεια να πεθαίνουν στο φινάλε των περιπετειών τους. Η απόφασή του, να επιλέξει να σπάσει την άτυπη αυτή παράδοση με τη συνέχεια του «The Equalizer» (2014), δεν προξενεί ιδιαίτερη έκπληξη, αφού η (τότε) δεύτερη συνεργασία του με τον σκηνοθέτη Αντουάν Φουκουά ήταν μια εξαιρετική, παλαιάς κοπής, vigilante ταινία δράσης, που δικαίως είχε σημειώσει επιτυχία στα ταμεία. Τούτη (η τέταρτη φορά, πλέον), δυστυχώς ακολουθεί τα αναιμικά χνάρια της τρίτης τους, του remake στο κλασικό γουέστερν «Και οι 7 Ήταν Υπέροχοι» (2016) και όχι τα ζωηρά βήματα κάποιας εκ των πρώτων δύο (υπενθυμίζουμε πως το πρώτο ραντεβού του «ζεύγους» σημειώθηκε με την «Ημέρα Εκπαίδευσης» του 2001, το οποίο χάρισε το Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου στον Γουόσινγκτον)

Την πρώτη φορά που μας συστήθηκε ο Ρόμπερτ ΜακΚολ, τέσσερα χρόνια πριν (κινηματογραφικά τουλάχιστον, καθώς το franchise βασίζεται σε μια ξεχασμένη τηλεοπτική σειρά των αρχών της δεκαετίας του ’80), προσπαθούσε να σώσει μια νεαρή πόρνη από τα νύχια της ρωσικής μαφίας. Σε τούτη τη δεύτερη εμφάνισή του πασχίζει να ξετυλίξει το κουβάρι μιας συνωμοσίας η οποία απειλεί πιστούς φίλους και πρώην συνεργάτες του. Ενώ, όμως, το φιλμ του 2014 έριχνε ένα πέπλο μυστηρίου σχετικά με το ποιόν τού σκοτεινού εκδικητή – τιμωρού, για τον οποίον οι μόνες πληροφορίες που σποραδικά παίρναμε ήταν πως κάποτε είχε χάσει τη γυναίκα του, πως διάβαζε μανιωδώς κλασική λογοτεχνία και πως μόνο δύο ανθρώπους εμπιστευόταν σε αυτόν τον κόσμο (ο Μπιλ Πούλμαν και η Μελίσα Λίο είναι οι μόνοι, μαζί με τον Γουόσινγκτον φυσικά, που επαναλαμβάνουν τους ρόλους τους, αν και ο πρώτος παραμένει σταθερά… αόρατος), εδώ ο Φουκουά και ο επανακάμψας σεναριογράφος Ρίτσαρντ Γουένκ κάνουν κάτι μάλλον αχρείαστο. Βουτάνε στο παρελθόν του ΜακΚολ, ρίχνοντας φως σε λεπτομέρειες της ζωής του, βοηθώντας μας κάπως έτσι να κατανοήσουμε από τη μία τον χαρακτήρα του και από την άλλη την επιλογή του να αποσυρθεί από την «επίσημη» ενεργό δράση. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, αυτό δεν ήταν καθόλου απαραίτητο.

Προς επίρρωση τούτων, λοιπόν, η α λα 007 εισαγωγική σεκάνς σε τρένο κινούμενο προς Ιστανμπούλ, αλλά και η… ιδιαίτερη επίσκεψη σε party πλούσιων βουτυρόπαιδων προκειμένου να τα πείσει με τον δικό του (και τόσο) εύγλωττο τρόπο περί της αξίας των κανόνων ορθής συμπεριφοράς, πιάνουν υψηλά επίπεδα απόδοσης, με χορογραφημένα μπουνίδια, με χρήση πάσης φύσεως αντικειμένων εν είδει όπλων και πάνω απ’ όλα με την άγνοια του «εχθρού» για την ταυτότητα του ανθρώπου που εντός ολίγου θα… τους πάρει και θα τους σηκώσει. Αμφότερες αυτές οι περιπτώσεις μένουν δυστυχώς «ξεκομμένες» από τη βασική πλοκή, λειτουργώντας μόνο σαν δορυφόροι της, που παρά την προσπάθεια δεν δύνανται να τη θέσουν σε ασφαλή τροχιά. Για κάμποση ώρα το σενάριο περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, εισάγοντας διαρκώς χαρακτήρες για τους οποίους προσπαθεί να κάνει τον θεατή να μαντέψει εάν και κατά πόσο θα έχουν ουσιαστικό ρόλο στην υπόθεση. Η γνωριμία του ΜακΚολ με αρκετούς από αυτούς τους τύπους γίνεται μέσω της νέας του επαγγελματικής απασχόλησης, που τον θέλει οδηγό μισθωμένου οχήματος, μια δουλειά η οποία δεν είναι πάντοτε τόσο εύκολη και ακίνδυνη όσο ακούγεται (και δεν αναφερόμαστε στην κίνηση των δρόμων της Μασαχουσέτης…).

Η συνωμοσία, που έχει απλώσει τα δίχτυα της σε φίλους και γνωστούς, απέχει από τα να χαρακτηριστεί ευφάνταστη, καθώς το twist που οδηγεί στο τελικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών είναι του στιλ… τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια, στερούμενη μάλιστα του fun στοιχείου της αντίστοιχης του «Ο Όλυμπος Έπεσε» (2013) του ίδιου σκηνοθέτη. Για εντελώς ακατανόητους λόγους, ο Φουκουά επιλέγει να δώσει στην αναμέτρηση του φινάλε έναν… αποκαλυπτικό τόνο εντελώς αφύσικο, οδηγώντας την πλοκή εν μέσω θυελλώδους καταιγίδας σε πολεμικά μονοπάτια, τα οποία δεν έχουν καμία απολύτως συνάφεια με τα όσα μέχρι εκείνου του σημείου μας είχε συνηθίσει η αφήγηση των δύο «Equalizer». Καίγεται έτσι το χαρτί του old-school ξύλου εκ του συστάδην, που αποτελεί την πιο απολαυστική κατάθεση διαπιστευτηρίων του πρώην πράκτορα Ρόμπερτ ΜακΚολ, υποβοηθούμενου πάντα από την cool δύναμη του άνετου Ντενζέλ Γουόσινγκτον. Αντ’ αυτού, εισπράττουμε πιστολίδια από… εκατό μέτρα απόσταση, ατελείωτες νουθεσίες σε νεαρό μαύρο «ψυχογιό» ώστε να μην μπλέξει με όπλα και συμμορίες, και μια σειρά πράξεων που θα ταίριαζαν καλύτερα σε πρόσκοπο, παρά σε έναν πονόψυχο μεν, αλύγιστο δε, σκοτώνω-και-δεν-πληρώνω τυπά ο οποίος μπήκε ξαφνικά σε mood «Εκτελεστής της Νύχτας» (…και της μέρας εν προκειμένω).

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Απογοητευτική εν πολλοίς συνέχεια μιας άκρως ψυχαγωγικής περιπέτειας, που ελάχιστη διασκέδαση μπορεί να προσφέρει στους φίλους του genre. Όσον αφορά τους υπόλοιπους (ή έστω την πλειονότητά τους), ούτως ή άλλως κάτι τέτοια δεν αξίζουν για να σπαταλήσουν τον χρόνο τους, οπότε εδώ έχουν κι έναν λόγο παραπάνω για ν’ απέχουν.


MORE REVIEWS

ΣΤΕΝΕΣ ΕΠΑΦΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ

Στα 1977, ένα βραδινό τηλεοπτικό talk show με θέμα τον εορτασμό του Halloween και καλεσμένους με ειδίκευση στο μεταφυσικό εξελίσσεται με τον εντελώς λάθος και εκτός προγραμματισμού τρόπο σε ζωντανή μετάδοση.

BACK TO BLACK

Η σύντομη πορεία της μουσικής καριέρας της Έιμι Γουάινχαουζ, παράλληλα με προσωπικές στιγμές που την οδήγησαν σε ένα τόσο απότομο και άδοξο τέλος.

GHOSTBUSTERS: Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δαιμονική οντότητα που (πίσω στα 1904) προσπάθησε να κατακτήσει τον κόσμο με στρατιά από φαντάσματα, τρεφόμενη με αρνητικά συναισθήματα ώστε να μειώσει τις θερμοκρασίες στο απόλυτο μηδέν, επιστρέφει στη Νέα Υόρκη του σήμερα για να… το προσπαθήσει ξανά! Who you gonna call?

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΝΕΟΙ

Οι ελπίδες και τα όνειρα μιας χούφτας επίδοξων ηθοποιών του περίφημου Théâtre des Amandiers στο Παρίσι των μέσων της δεκαετίας του ‘80.

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ

Αμερικανική οικογένεια μετακομίζει σε εξοχική αγγλική έπαυλη, δίχως να λογαριάζει τη φήμη πως το νέο τους σπίτι είναι… στοιχειωμένο εδώ και τρεις αιώνες. Και το φάντασμα του Σερ Σάιμον δεν πολυγουστάρει τους απρόσκλητους επισκέπτες!