THE EQUALIZER (2014)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αντουάν Φουκουά
- ΚΑΣΤ: Ντενζέλ Γουόσινγκτον, Μάρτον Τσόκας, Κλόι Γκρέις Μορέτς, Τζόνι Σκούρτις, Ντέιβιντ Χάρμπορ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 131'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Πρώην μυστικός πράκτορας που σκηνοθέτησε το θάνατό του, έτσι ώστε να αποχωρήσει από το επάγγελμά και ν’ αναζητήσει μια ήρεμη ζωή στην πόλη της Βοστώνης, βγαίνει από τη «χειμερία νάρκη» του για το χατίρι νεαρής πόρνης, την οποία προσπαθεί να γλιτώσει από τα χέρια της ρωσικής Μαφίας.
Ελάχιστοι μπορεί να θυμούνται την τηλεοπτική σειρά «The Equalizer» (1985 – 1989) με τον Έντουαρντ Γούντγουορντ, όμως, πολλοί θα είναι εκείνοι που θα βγουν με ικανοποίηση από την αίθουσα, έχοντας παρακολουθήσει την τελευταία συνεργασία του Ντενζέλ Γουόσινγκτον με το σκηνοθέτη Αντουάν Φουκουά. Το 2001, με το «Training Day», ήταν σαφώς γούρικη στα βραβεία (Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου για τον ηθοποιό) αλλά και στο box-office. Αυτή τη φορά θα χαρούν… μόνο τα ταμεία, δηλαδή μιλάμε για το είδος του φιλμ που μισεί η κριτική και καταδιασκεδάζει ο μέσος θεατής. Αμήν!
Κατά κάποιον τρόπο, χωρίς να έχουν ουσιαστικές ομοιότητες οι δύο ταινίες, πέρασα τόσο καλά όσο με τον προπέρσινο «Jack Reacher», που μπορεί να είχε ευτυχήσει περισσότερο από το «The Equalizer» σεναριακά, όμως σε αποζημίωνε με παρόμοιο τρόπο: με σχεδόν παλιομοδίτικη δράση, έναν χαρισματικό πρωταγωνιστή στο ρόλο του «γαμάω» ήρωα και βία έξω από το στουντιακά στερεοτυπικό (πόσω μάλλον και μετριασμένο από τη λογοκρισία…). Εδώ, ο Φουκουά δεν έχει λυπηθεί ούτε τα φονικά ούτε και το αίμα. Όταν ο Ρόμπερτ ΜακΚολ τού Γουόσινγκτον μελετά το χώρο και τα… υποψήφιά θύματά του και χρονομετρά το επερχόμενο ξέσπασμά του, με κάθε πιθανό όπλο, νιώθεις πως η κάμερα δε θα τσιγκουνευτεί στην απεικόνιση αιματοβαμμένων θανατικών και μιας «ιεροτελεστίας» τής ήρεμης δύναμης του κεντρικού ήρωα, ο οποίος δρα πραγματικά ανίκητος, ως τιμωρός – εκδικητής από την κόλαση (υπάρχει, φυσικά, και το σήμα κατατεθέν slo-mo πλάνο του Ντενζέλ, ενώ απομακρύνεται από ένα εκρηκτικό μέτωπο φωτιάς).
Υπάρχει μια νότα υπερβολής στο φιλμ, που κάποιες στιγμές αγγίζει τα όρια της σαχλαμάρας, ειδικά όταν αισθάνεσαι ότι επαναφέρει (με πλάγιο τρόπο) στη συνείδηση του θεατή μνήμες Ψυχρού Πολέμου (με τη ρωσική Μαφία να είναι απόλυτα δικτυωμένη με τις Αρχές ή και πολιτικούς ακόμη) και ένα ξενοφοβικό μένος, ενώ η φιγούρα του ΜακΚολ παραπέμπει σε σταυροφόρο με λανθάνουσες θρησκευτικές διαστάσεις, ο οποίος, ευτυχώς, δε διαβάζει ποτέ τη Βίβλο αλλά κλασικά αριστουργήματα της λογοτεχνίας.
Οι hyper-vision φάσεις του ήρωα, οι οποίες προϊδεάζουν για το σαματά που θα ακολουθήσει, θυμίζουν έναν σύγχρονο Σέρλοκ Χολμς και είναι στημένες μαστόρικα, η βία είναι χορταστικά στυλιζαρισμένη και ο «μαγικός» τρόπος του ΜακΚολ να αποδεκατίζει τον εχθρό διαθέτει εξυπνάδα, cool τσαμπουκά και ευρηματικότητα στα φονικά όπλα (από… τιρμπουσόν και ηλεκτρικό τρυπάνι, μέχρι τα λιγότερο διασκεδαστικά… οπλοπολυβόλα!). Όλα αυτά σε μια παράδοξη ισορροπία με την day job του κρυμμένου πράκτορα, ένα πελώριο κατάστημα με είδη για το σπίτι (στο οποίο θα παιχτεί το «κρυφτούλι» της κορύφωσης), το εργένικο διαμέρισμά του ή ένα diner – αγαπημένο στέκι (σαφώς εμπνευσμένο από πίνακα του Έντουαρντ Χόπερ).
Προφανώς άνετος με το ρόλο του, ο Ντενζέλ Γουόσινγκτον «καθαρίζει» ασπροπρόσωπος και ξεδιπλώνει έναν χαρακτήρα με αρχές, που διατηρεί πάντα την ίδια (σχεδόν εκνευριστική!) ψυχραιμία, δίπλα στον αντίποδα του απολαυστικού Μάρτον Τσόκας, του στυγνού εκτελεστή από την πλευρά των κακών. Εάν το σενάριο αντιμετώπιζε αυτούς τους δύο ρόλους με περισσότερη σοβαρότητα, προσθέτοντας ένα πιο αυστηρά κυνικό χιούμορ στις κόντρες τους, θα είχαμε κάτι σαφώς αξιομνημόνευτο. Τώρα, έχουμε μια περιπέτεια δράσης που… δε σκοτώνει το χρόνο σου απαξιωτικά. Αν το καλοσκεφτείς, δεν το συναντάμε συχνά, πια.