ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΑΠΟΥΣΙΑΖΑΤΕ (2019)
(SORRY WE MISSED YOU)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κεν Λόουτς
- ΚΑΣΤ: Κρις Χίτσεν, Ντέμπι Χάνιγουντ, Ρις Στόουν, Κέιτι Πρόκτορ, Ρος Μπρούστερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 101'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Τετραμελής αγγλική οικογένεια τα φέρνει δύσκολα βόλτα, καθώς οι ώρες εργασίας είναι πολλές, τα δε χρήματα λίγα. Η αντιδραστική συμπεριφορά του έφηβου γιου κάνει τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα για όλους.
Περισσότερα από πενήντα χρόνια μετρά πλέον η σκηνοθετική καριέρα του Κεν Λόουτς και εάν κάποιος ήθελε να γίνει αφοριστικός γι’ αυτήν, εύκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί πως σε όλη τη διάρκειά της ο Άγγλος σκηνοθέτης γυρίζει συνεχώς την ίδια ταινία. Δηλώνοντας πιστός του φίλος από την πρώτη στιγμή που ήρθα σε επαφή με το έργο του («Βροχή από Πέτρες» του 1993), οφείλω να διευκρινίσω πως δεν είναι ακριβώς έτσι, αφού πλάι στα απολύτως χαρακτηριστικά γι’ αυτόν φιλμ κοινωνικού προβληματισμού με ήρωες καθημερινούς ανθρώπους της αγγλικής εργατικής τάξης («Το Όνομα μου Είναι Τζο» του 1998), εμφανιζόταν κάθε τόσο μια ρομαντική κομεντί («Ένα Τρυφερό Φιλί» του 2004), μια εγκληματική ιστορία ενηλικίωσης («Γλυκά Δεκάξι» του 2002) ή ένα ιστορικό δράμα εποχής («Ο Άνεμος Χορεύει το Κριθάρι» του 2006).
Το απολύτως βέβαιον είναι πως στο σύνολο της φιλμογραφίας του ο Λόουτς έχει μείνει συνεπής στα αριστερά φιλεργατικά του πιστεύω, διατηρώντας επιπροσθέτως σταθερά στο πλάι του εδώ και είκοσι σχεδόν χρόνια τον σεναριογράφο Πολ Λάβερτι. Από την προηγούμενή τους συνεργασία, όμως, το βραβευμένο με Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» (2016), μου φάνηκε πως η παροιμιώδης συνέπεια του διδύμου κάπου άρχισε να μετατρέπεται σε άκοπη μανιέρα. Πεποίθηση που δυστυχώς επιβεβαιώνεται με τούτο, καθώς εάν το προαναφερθέν τη σκαπούλαρε σε κάποιον βαθμό χάρη (κυρίως) στον καλόκαρδο κεντρικό χαρακτήρα του τίτλου, εδώ το πράγμα δεν σώζεται από κάτι ανάλογο. Το «Δυστυχώς Απουσιάζατε» αποτελεί τη χειρότερη δουλειά του Λόουτς (κατ’ εμέ παίρνει τον τίτλο από το «Ο Πολ, ο Μικ και οι Άλλοι» του 2001), καθώς πέραν των πειστικότατων ερμηνειών των ερασιτεχνών ηθοποιών του καστ, είναι εντελώς σχηματική, απλοϊκά διδακτική και αφόρητα μελοδραματική.
Η οικογένεια Τέρνερ περνά δύσκολα από οικονομικής άποψης. Οι σύζυγοι Ρίκι και Άμπι εργάζονται σκληρότερα από ποτέ, ο πρώτος σαν οδηγός ημιφορτηγού εταιρείας ταχυμεταφορών και η δεύτερη παρέχοντας φροντίδα σε ηλικιωμένους στα σπίτια τους. Ο μεγάλος τους γιος Σεμπ έχει το μυαλό του όχι στο σχολείο αλλά στα graffiti, ενώ η μικρή τους κόρη Λίζα Τζέιν είναι η ανέμελη χαρά του σπιτιού. Σύντομα αποδεικνύεται πως η νέα δουλειά του Ρίκι δεν είναι ακριβώς αυτή που φανταζόταν, αφού ο ίδιος απέχει από το να μπορεί να χαρακτηριστεί αφεντικό του εαυτού του (όπως αρχικά πίστευε), παρόλα αυτά οι δεσμοί της οικογένειας δείχνουν να είναι ιδιαίτερα σταθεροί, ανεξαρτήτως των πολλών ωρών που το ανδρόγυνο απουσιάζει από την οικία του. Η αυξανόμενη επαγγελματική πίεση, όμως, η οποία ασκείται και στους δύο, σε συνδυασμό με την παραβατικότητα που αίφνης επιδεικνύει ο Σεμπ, κάνουν τις αναμεταξύ τους σχέσεις να αρχίσουν να φθείρονται.
Οι Λόουτς και Λάβερτι δεν κουνιούνται φυσικά σπιθαμή από τις διατυπωμένα εδώ και χρόνια αρνητικές τους απόψεις για τις βρετανικές κυβερνήσεις των (πολλών) τελευταίων ετών, καθώς και για τις απρόσωπες εμπορικές εταιρείες που μετράνε μόνο το κέρδος, αδιαφορώντας για τον άνθρωπο. Ειδικότερα στο στόχαστρο εδώ μπαίνει το καινούργιο φρούτο της «ευέλικτης οικονομίας», με τον πάτερ φαμίλια Ρίκι να θεωρεί (αφελώς) πως, πιάνοντας δουλειά σαν courier με το δικό του φορτηγό αυτοκίνητο, έχει ανοίξει κάτι σαν ανεξάρτητο franchise μέσα στην ίδια την επιχείρηση όπου εργάζεται. Ακόμα πιο αφελώς, πιστεύει πως σύντομα η κατάσταση γι’ αυτόν θα στρώσει, μέχρι που όλη του η ζωή θα κινδυνεύσει να τιναχτεί στον αέρα επειδή, εξαιτίας της εργασίας του, έχει σχεδόν μεταμορφωθεί σε σύγχρονο σκλάβο.
Όλα αυτά είναι καλά και χρυσά και σε τεράστιο βαθμό ορθότατα, αλλά το πρόβλημα είναι πως ο Λόουτς επιλέγει να παρουσιάσει τους ήρωές του περίπου ως μάρτυρες, οι οποίοι σηκώνουν όλο το βάρος τού κόσμου στις πλάτες τους. Τα πάντα απ’ όσα θα μπορούσαν να πάνε στραβά γι’ αυτούς παίρνουν αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση, σε σημείο που από πολύ νωρίς έβαζα στοίχημα ότι κάποια στιγμή ο Ρίκι θα πέσει θύμα ληστείας σε μία από τις παραδόσεις του και θ’ αναγκαστεί να καλύψει τη ζημιά από την τσέπη του (μαντέψτε τι γίνεται και κερδίστε πλούσια δώρα!). Οι συμπτώσεις, οι κακοτυχίες και οι λανθασμένες εκτιμήσεις (όλα μαζί ξεκινούν από τη στιγμή που ο Ρίκι πουλάει το υπερπολύτιμο αμάξι της γυναίκας του για να επενδύσει στη νέα του εργασία) διαδέχονται η μία την άλλη, έχοντας ως μοναδικό σκοπό να οδηγήσουν τους ήρωες στην απόλυτη εξαθλίωση και παράλληλα στην προσδοκώμενη (και φυσικά εύλογη) συμπάθεια του θεατή προς αυτούς.
Οι στερεοτυπικοί χαρακτήρες δίνουν και παίρνουν (ο απροσάρμοστος έφηβος, ο άπονος εργοδότης), με το σενάριο να παραμένει πεισματικά εγκλωβισμένο σε μια ανάλογη πορεία, καταφέρνοντας να μην κάνει κανένα ουσιαστικό σχόλιο πάνω στο φλέγον εργασιακό θέμα με το οποίο καταπιάνεται. Οι κάποιες καλές στιγμές, όπως ο ποδοσφαιρικός χαβαλές του Ρίκι με πελάτη ή η εύστοχη σεκάνς νουθεσίας στο αστυνομικό τμήμα, πλακώνονται από το βάρος της ολοένα και πιο μελοδραματικής επιτάχυνσης του στόρι. Ο Λόουτς χάνει σημαντικά σε αξιοπιστία (η κατάληξη της φάσης με τον Ρίκι, την κόρη του και τον προϊστάμενό του με έβγαλε από τα ρούχα), αφού προσπαθεί υπερβολικά για να μας πείσει πως ο σύγχρονης κοπής καπιταλισμός είναι χαρακτηριστικά άδικος, οδηγώντας την πλατιά μάζα των ανθρώπων στη μιζέρια και την αβεβαιότητα. Πραγματικά, τόση προσπάθεια δεν χρειαζόταν. Στον ίδιο κόσμο όπου ζει κι αυτός ζούμε κι εμείς, άλλωστε…