ΣΙΝΤ ΚΑΙ ΝΑΝΣΥ (1986)
(SID & NANCY)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άλεξ Κοξ
- ΚΑΣΤ: Γκάρι Όλντμαν, Κλόι Γουέμπ, Άντριου Σκόφιλντ, Ντέιβιντ Χέιμαν, Κόρτνεϊ Λαβ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 112'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: BIBLIOTHEQUE
Η σχεδόν διετής, πλημμυρισμένη από ναρκωτικά ερωτική σχέση τού μπασίστα των Sex Pistols Σιντ Βίσιους και της φίλης του Νάνσι Σπάντζεν.
Προς αποφυγήν κάθε παρεξηγήσεως, να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής πως το «Σιντ και Νάνσυ» δεν είναι η ιστορία των Sex Pistols. Φυσικά, το group υπάρχει (σε ένα δεύτερο πλάνο), η punk κουλτούρα το ίδιο, πάνω απ’ όλα, όμως, το φιλμ πραγματεύεται την παθιασμένη όσο και τραγική ιστορία αγάπης των δύο νέων τού τίτλου. Το ξεκίνημα, η δομή, αλλά και η κατάληξη της ταινίας, θα μπορούσε ίσως να συγκριθεί με αυτήν του σαιξπηρικού «Ρωμαίος και Ιουλίετα», με την ηρωίνη να έχει γίνει εδώ το σύγχρονο δηλητήριο. Είναι, όμως, τέτοιος ο τρόπος που περιγράφεται ο έρωτάς τους από τον σκηνοθέτη Άλεξ Κοξ (στη δεύτερη ταινία του, μετά το απόλυτο cult «Repo Man» του 1984, το οποίο σήμανε την αφετηρία μιας υποσχόμενης καριέρας που… δεν ήρθε ποτέ) και τον διευθυντή φωτογραφίας Ρότζερ Ντίκινς (κι αυτός στο ξεκίνημα του τότε, με μια σπουδαία έκτοτε πορεία, η οποία συνεχίζεται ως τις μέρες μας όμως, αφού είναι ο σχεδόν μόνιμος συνεργάτης των αδελφών Κοέν αλλά και του Ντενί Βιλνέβ εσχάτως), ώστε περισσότερο θα ταίριαζε μια σύγκριση με το «Όνειρο Θερινής Νυκτός» (στο πιο μακάβριο, ασφαλώς), εάν επιμέναμε… σαιξπηρικά: ο Σιντ και η Νάνσι, σαν τον Όμπερον και την Τιτάνια, με την πρέζα να είναι το μαγικό βότανο που τους «προσφέρει» ο – εν είδει Πακ – αυτοκαταστροφικός τρόπος ζωής τους. Ο χυμός του δικού τους αυτού «λουλουδιού» τούς κάνει να ερωτευθούν, ενώ ταυτόχρονα τους οδηγεί στον θάνατο.
Με το φινάλε της ιστορίας του ζεύγους να είναι πασίγνωστο, ο Κοξ δεν έχει πρόβλημα να πιάσει τη διήγηση από εκεί ακριβώς. Στις 12 Οκτωβρίου 1978, ο Σιντ Βίσιους συλλαμβάνεται σε δωμάτιο του Chelsea Hotel του Μανχάταν, με την κατηγορία του φόνου τής Νάνσι Σπάντζεν, η οποία βρέθηκε νεκρή με τραύμα από μαχαίρι, στο κρεβάτι δίπλα του. Ο ίδιος δείχνει ανήμπορος να εξηγήσει τι ακριβώς έχει συμβεί, οπότε η ιστορία πηγαίνει πίσω, στο Λονδίνο των αρχών του 1977, όταν και γνωρίστηκαν. Ο Κοξ δεν ενδιαφέρεται για το παρελθόν κανενός εκ των δύο, αν και στην περίπτωση της Νάνσι (η οποία δεν αποτελεί και τόσο αναγνωρίσιμη φιγούρα σε σχέση με τον Σιντ) θα μπορούσε ίσως να έχει επικεντρώσει κάπως περισσότερο σε κάποιες στιγμές της ζωής της, ώστε να γίνει καλύτερα κατανοητός ο χαρακτήρας της. Η αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας της στα δεκατέσσερά της, όπως και η διάγνωσή της με σχιζοφρένεια έναν χρόνο μετά, είναι (σημαντικές) λεπτομέρειες που δεν αναφέρονται, ενώ μόνο περιστασιακά κατά τη διάρκεια της ταινίας μαθαίνουμε κάποια πράγματα για τα εφηβικά της χρόνια στη Νέα Υόρκη, όπου εκδιδόταν κιόλας για κάποιο διάστημα. Από την άλλη, ο Σιντ παρουσιάζεται ως ο γνωστός σε όλη την punk κοινότητα του Λονδίνου μπασίστας του συγκροτήματος Sex Pistols. H αλήθεια, βέβαια, είναι πως ο Βίσιους ήταν αντικαταστάτης του αυθεντικού μέλους του group Γκλεν Μάτλοκ (ο οποίος σχεδόν εκδιώχθηκε από αυτό), ενώ οι ικανότητές του στο παίξιμο του μουσικού του οργάνου ήταν ανύπαρκτες. Υπάρχουν κάποιες αναφορές σε αυτά τα γεγονότα ή, λόγου χάρη, στο ότι ο Βίσiους έπαιξε ουσιαστικά μπάσο σε… ένα μόλις τραγούδι, στον περίφημο πρώτο (και τελευταίο) δίσκο των Pistols. Το συγκρότημα, πάντως, δεν αφορά τούτο το φιλμ.
Αυτός είναι ο λόγος που ουδεμία σημασία έχει ο περίπου καρτουνίστικος και γλοιώδης (σε κάποιες στιγμές) τρόπος με τον οποίο απεικονίζεται ο Τζόνι Ρότεν (ο ίδιος χαρακτήρισε τον σκηνοθέτη ως τη χαμηλότερη μορφή ζωής, τονίζοντας πως η αντίληψη του Κοξ για το punk κίνημα γενικότερα ήταν εκτός τόπου και χρόνου). Ο Κοξ ασφαλώς και δεν γοητεύεται από την punk σκηνή της Βρετανίας, ούτε όμως την καταδικάζει. Η συνεχής χρήση ναρκωτικών από τον Σιντ και τη Νάνσι περιγράφεται με την ωμότητα που αρμόζει στην περίσταση, δεν ωραιοποιείται ποτέ (αλίμονο), πλην όμως δεν υπάρχει διάθεση κριτικής ματιάς για το καταστροφικό τους πάθος (στο «Trainspotting», για παράδειγμα, η παρομοίως ψυχρή αντιμετώπιση της χρήσης ουσιών από τον Μπόιλ δεν παραμένει τέτοια μέχρι τέλους, αφού… he has chosen life!). Από τις πρώτες τους μέρες ως εραστές στο Λονδίνο μέχρι τις τελευταίες τους στη Νέα Υόρκη, τους παρακολουθούμε εν μέσω ατελείωτων καυγάδων και επανασυνδέσεων, καθώς και των αντίστοιχων καταστάσεων που βίωνε το ίδιο το group των Pistols (η απεικόνιση της καταστροφικής αμερικάνικης περιοδείας τους είναι λίαν εμπεριστατωμένη), να μην ενδιαφέρονται ποτέ για τον πόνο που προκαλούν, όχι μόνο ο ένας στον άλλον αλλά και στον περίγυρό τους. Σα να έχουν αποδεχτεί τον άτυπο ρόλο των πρεσβευτών ενός κινήματος, χωρίς όμως να μπορούν να συνειδητοποιήσουν έγκαιρα το ανούσιο της δήθεν σημαντικότητάς τους, σε ένα ολοένα και πιο ανύπαρκτο κοινό. Το δε εφήμερο της διάρκειας της αυθεντικής punk σκηνής (σκάρτα τρία χρόνια κράτησε όλο αυτό το πράγμα) έρχεται να τονίσει την τραγική ματαιότητα της αντίστοιχης εφήμερης σχέσης των δύο εραστών, που πέθανε μαζί με το κίνημα που τη γέννησε… κυριολεκτικά.
Ο Γκάρι Όλντμαν (στο πρωταγωνιστικό του ντεμπούτο του εδώ) πετυχαίνει μια σπουδαία ερμηνεία, που τον οδήγησε σε μια εξαιρετική καριέρα, ενώ η εξίσου καλή Κλόι Γουέμπ, στον λιγότερο αβανταδόρικο ρόλο τής Νάνσι, δεν τα κατάφερε να έχει παρόμοια συνέχεια. Ο ίδιος ο Όλντμαν έχει δηλώσει πως δεν ήθελε να υποδυθεί τον Βίσιους, γιατί δεν ήταν φίλος της punk μουσικής. Ευρισκόμενος, όμως, στο ξεκίνημα της καριέρας του, αντιλήφθηκε πως δεν είχε και πολλά περιθώρια επιλογής. Το αποτέλεσμα δεν δικαιώνει τον αρχικό δισταγμό του, αφού η ορμή και το πάθος ξεχειλίζουν από το μόνιμα σχεδόν ημίγυμνο κορμί του, σε σημείο που δεν μπορείς παρά να αναρωτηθείς πόσο καλύτερα θα προσέγγιζε τον ρόλο εάν του άρεσε στ’ αλήθεια ο ήχος των Sex Pistols! Δεν διστάζει, μάλιστα, να ερμηνεύσει ο ίδιος κάποια από τα τραγούδια που είπε ο Σιντ, με την αψεγάδιαστη απόδοσή του στο «My Way» του Φρανκ Σινάτρα, που ο Βίσιους διασκεύασε κατά τη σύντομη solo καριέρα του και παρουσιάζεται ως μέρος του φιλμ «The Great Rock ‘n’ Roll Swindle» (με τη διαφορά ότι στην περίφημη σκηνή των πυροβολισμών, ο Σιντ πετυχαίνει τη Νάνσι – μια προφανής αλληγορία του θανάτου της από τα χέρια του).
Ο έρωτας του Σιντ και της Νάνσι, όπως παρουσιάζεται εδώ, αντλούσε τη δύναμή του από την ακραία τους συμπεριφορά. Για να της αποδείξει πόσο νοιάζεται γι’ αυτήν, ο Σιντ χτυπά με δύναμη το κεφάλι του σε έναν τοίχο, κάπου στην αρχή της ταινίας, λέγοντάς της ότι ξέρει πως είναι να πονάς. Η κακομεταχείριση που έζησαν στα παιδικά τους χρόνια, ως σημείο ταύτισης, ίσως τους έκανε να ερωτευθούν τόσο παράφορα. Θα λέγεται, όμως, πάντα ότι η εξάρτηση στα ναρκωτικά ήταν που τους σκότωσε. Ακούγοντας ξανά το τραγούδι που έγραψε ο Τζο Στράμερ (των Clash) για το φιλμ, το ξανασκέφτεσαι…