ΝΕΚΡΩΤΑΦΙΟ ΖΩΩΝ (2019)
(PET SEMATARY)
- ΕΙΔΟΣ: Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κέβιν Κολς, Ντένις Γουιντμάγερ
- ΚΑΣΤ: Τζέισον Κλαρκ, Έιμι Σάιμετς, Τζον Λίθγκοου, Ζετέ Λόρενς, Χιούγκο Λαβουά
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 101'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Η τετραμελής οικογένεια Κριντ μετακομίζει στην ηρεμία της αμερικανικής επαρχίας, όπου ο πατέρας πρόκειται να αναλάβει τα νέα του ιατρικά καθήκοντα. Πίσω από το καινούργιο τους σπίτι ανακαλύπτουν πως υπάρχει ένα παράξενο νεκροταφείο ζώων. Η γη πέρα από αυτό αποτελούσε τόπο λατρείας φυλής Ινδιάνων. Εκεί έθαβαν τους νεκρούς τους που δεν ήθελαν να αποχωριστούν για πάντα. Η κόρη έχει έναν μικρό γάτο. Τον αγαπάει πολύ…
Δεν δείχνει να σταματά η μόδα των remake επιτυχιών της δεκαετίας του ‘80. Σειρά παίρνει το «Νεκροταφείο Ζωντανών» (1989) που, βασιζόμενο στο περίφημο «Pet Sematary» του Στίβεν Κινγκ, είχε προσθέσει ακόμη έναν κρίκο στην αλυσίδα των κατά κανόνα μετριότατων κινηματογραφικών μεταφορών των βιβλίων του Αμερικάνου συγγραφέα. Το αποτέλεσμα δεν δικαιώνει κανέναν κι εδώ, καθώς εάν το original φιλμ άφησε μια μικρή παρακαταθήκη έστω μέσω του τραγουδιού των Ramones από τους τίτλους τέλους του, τούτο εδώ είναι καταδικασμένο να περάσει άμεσα στη λήθη, στερούμενο ακόμα και του στοιχείου της αθωότητας που χαρακτήριζε την original μεταφορά.
Εάν με κάτι μπορεί να συγκριθεί από τα πρόσφατα του genre το remake τούτο ως σύλληψη, αυτό είναι το προ τετραετίας αντίστοιχο «Πνεύμα του Κακού». Η ίδια λογική που δίεπε εκείνο υπάρχει ακριβώς κι εδώ, με σκηνοθέτες και παραγωγούς να ακολουθούν ανέμπνευστα το τυπικό σύγχρονο στουντιακό manual του είδους, που υπολογίζει (θαρρεί κανείς) με μαθηματική ακρίβεια την εμφάνιση των επί της οθόνης jump scares, ώστε να κοψοχολιάζει ανά τακτά διαστήματα τους νεαρούς θαμώνες των multiplex. Όπως είναι φυσικό, περιμένετε εκ νέου τα φώτα του εξοχικού σπιτιού να τρεμοπαίζουν, τις πόρτες να τρίζουν και το πομπώδες score να επιβάλλει με περίπου καταναγκαστικό τρόπο το τίναγμα από την καρέκλα. Η μεγάλη διαφορά σε σχέση με την περίπτωση του «Poltergeist» (μιας και το πιάσαμε σαν παράδειγμα) είναι πως το πρωτότυπο φιλμ του 1982 συμπεριλαμβάνεται στα πολύ αγαπητά του genre (κάτι που έκανε το έργο όσων καταπιάστηκαν με το remake του εξαρχής δύσκολο), σε αντίθεση με το original «Pet Sematary» που ελάχιστης εκτίμησης χαίρει. Το γεγονός πως η νέα του version καταφέρνει να υπολείπεται της παλαιότερης, δεν το λες ακριβώς κι επιτυχία.
Σε ό,τι αφορά το στόρι, ελάχιστα διαφοροποιείται από τα standards του προκατόχου του, με τη μόνη ουσιαστική αλλαγή να έχει να κάνει με το μέλος της οικογένειας Κριντ που θα χάσει τη ζωή του ώστε να επιστρέψει αργότερα πίσω στο σπίτι σώο και (σχεδόν) αβλαβές. Τόσο στο βιβλίο όσο και στην original ταινία είναι ο μικρός Γκέιτζ εκείνος που σκοτώνεται, ενώ εδώ πρόκειται για την εννιάχρονη Έλι (ίσως οι εδώ σεναριογράφοι να θεώρησαν πως ένα τρίχρονο… ζόμπι δεν είναι ό,τι πιο ενδεδειγμένο για το σύγχρονο κοινό). Με το ξεκίνημα του φιλμ, η μπουχτισμένη από τη φασαρία της Βοστώνης τετραμελής φαμίλια βρίσκεται καθ’ οδόν για την παρθένα επαρχία του Μέιν. Έχουν αγοράσει ένα ευρύχωρο σπίτι δίπλα στο δάσος, με τη μεγάλη σε έκταση γη που απλώνεται στο πίσω μέρος του να έχει υπάρξει χώρος λατρείας φυλής Ινδιάνων, όπως τους ενημερώνει ο ευγενικός ηλικιωμένος γείτονας, ο οποίος δείχνει μεγάλη συμπάθεια προς το μικρό κοριτσάκι των Κριντ. Ο ίδιος τούς πληροφορεί για το νεκροταφείο ζώων που εφάπτεται σχεδόν της οικίας τους, το οποίο οι κάτοικοι της πόλης έφτιαξαν για να προσφέρουν παρηγοριά στα παιδιά τους όταν αυτά έπρεπε να αποχωριστούν το αγαπημένο τους κατοικίδιο. Αυτό που δεν αναφέρει (αρχικά, τουλάχιστον) ο γηραιός κύριος είναι η δύναμη που κρύβεται στο χώμα της περιοχής των ιθαγενών, η οποία επιτρέπει στους νεκρούς να επιστρέφουν. Ο γάτος του σπιτιού, έπειτα από (αδιευκρίνιστο) ατύχημα που του στερεί με τη μία και τις… επτά ζωές του, θάβεται εκεί καθ’ υπόδειξη του γείτονα. Γυρίζοντας την επομένη, προς έκπληξη του πατέρα, βρίσκεται ξανά ζωντανός στην αγκαλιά της κόρης του, αν και εμφανώς πιο επιθετικός. Όταν, λοιπόν, ο Δρ Κριντ χάσει το κοριτσάκι του, δεν θα το σκεφτεί και πολύ για τον πλέον κατάλληλο τόπο της τελευταίας της κατοικίας…
Όλα σχεδόν τα βιβλία του Στίβεν Κινγκ έχουν να κάνουν (με τον έναν ή τον άλλον τρόπο) με τον θάνατο, με το «Pet Sematary» να θεωρείται ένα από τα πλέον σκοτεινά του. Την παραδοχή αυτή ίσως πήρε τοις μετρητοίς το σκηνοθετικό δίδυμο και του έδωσε να καταλάβει σε ομίχλη και καταχνιά (ως εύκολο μέσο επίτευξης τρομακτικής ατμόσφαιρας), παραβλέποντας σχεδόν ολοκληρωτικά την ουσία του πράγματος. Αυτή έχει να κάνει με τα τραύματα από το παρελθόν και το πώς το παρόν και το μέλλον μπορούν να επηρεάσουν τον βουβό πόνο της απώλειας, ο οποίος ενίοτε οδηγεί σε απεγνωσμένες κινήσεις, αλλά και την (αιώνια) σύγκρουση επιστήμης και θρησκείας (μην ξεχνάμε πως ο πατέρας Κριντ, ο οποίος επιζητά την «ανάσταση» του παιδιού του, επαγγέλλεται ιατρός), έννοιες και καταστάσεις που μόνο επιφανειακά φαίνεται να απασχόλησαν τον σεναριογράφο Τζεφ Μπιούλερ (εδώ δεν απασχόλησαν ούτε τον Κινγκ στο προ τριακονταετίας φιλμ, το σενάριο του οποίου έγραψε ο ίδιος!).
Με τη σκηνή της περίεργης μυσταγωγικής νεκρώσιμης ιεροτελεστίας της αρχής να έχει μπει στο φιλμ μόνο για λόγους αποπροσανατολιστικού εντυπωσιασμού, μιας και δεν δεν σχετίζεται με τη συνέχεια, δεν μένουν από τούτο παρά μερικές καλογυρισμένες σεκάνς, όπως εκείνη του δυστυχήματος με την νταλίκα ή οι μνήμες της μητέρας Κριντ από τις ύστατες μέρες της άρρωστης και παραμορφωμένης αδελφής της, που λειτουργούν με πιο εύστοχο θριλερικό τρόπο απ’ το original. Μαζί και η (αθώα;) καλοσύνη που αποπνέει ο Τζον Λίθγκοου στον ρόλο τού ηλικιωμένου γείτονα, με τον βετεράνο ηθοποιό να θυμίζει ελαφρά τον νεότερο εαυτό του από συνεργασίες με τον Μπράιαν Ντε Πάλμα. Ο Αυστραλός Τζέισον Κλαρκ, από την άλλη, μοιάζει να παίζει εσχάτως σε… όλες τις ταινίες που γυρίζονται, σπανιότατα αποφεύγοντας τη μετριότητα (στην καλύτερη των περιπτώσεων). Ας το έχουμε υπόψη μας αυτό για την επόμενη φορά που θα δούμε το όνομά του στα credits ενός φιλμ.